Τα υφάσματα ξεχείλιζαν από σκουπιδοτενεκέδες. Οι πελάτες έπιναν σαμπάνια. Κατά παράβαση ενός θεμελιώδους κανόνα του επαγγέλματος το κατάστημα διέθετε μεγάλη βιτρίνα που επέτρεπε στον καθένα να δει το εσωτερικό του. Για τους μεγάλους οίκους της Σάβιλ Ρόου το «Nutter’s» των Τόμι Νάτερ και Εντουαρντ Σέξτον ισοδυναμούσε το 1969 με εισβολή βαρβάρων. Δεν ήταν μόνο οι επιφανειακές αποκλίσεις. Στον χώρο μπαινόβγαιναν φαινόμενα όπως οι Ελτον Τζον και Ντέιβιντ Μπόουι. Οι δύο από τους τέσσερις Beatles (Τζορτζ Χάρισον και Ρίνγκο Σταρ) περνούσαν τον δρόμο στο εξώφυλλο του «Abbey Road» φορώντας τα κοστούμια του Σέξτον. Ο Μικ Τζάγκερ, ο Αντι Γουόρχολ, αργότερα ο Ντέιβιντ Χάκνεϊ, η Ναόμι Κάμπελ, ο Μανόλο Μπλάνικ, οι Bee Gees, η Τζόαν Κόλινς, ο Χάρι Στάιλς, ο Ρικ Αστλεϊ το ίδιο. Στενό κόψιμο, πέτα που εξείχαν, ανάμεικτα υλικά, παστέλ χρώματα, αντιθετικές αποχρώσεις – έχοντας επικρατήσει σύντομα του συνεταίρου του ο Εντουαρντ Σέξτον έμοιαζε να ανατρέπει τις παραδοσιακές συνταγές και πρακτικές. Ο εικονοκλάστης αυτός της μόδας ο οποίος είχε αφήσει το σχολείο στα 15 του χρόνια για να μαθητεύσει στους ράφτες του Ιστ Εντ, μπορεί επιφανειακά να απέρριπτε τους καθιερωμένους τύπους, στην πορεία όμως θα αποδεικνυόταν θεματοφύλακας των βασικών αρχών της Σάβιλ Ρόου. Ο,τι άλλο κι αν συνέβαινε, το ύφασμα έπρεπε να ταιριάζει με την εποχή, τα ρεβέρ να έχουν συγκεκριμένες διαστάσεις μετρημένες με το υποδεκάμετρο, οι γιακάδες να μην εξέχουν ποτέ από το σακάκι. Ο ίδιος αποκήρυσσε τα τζιν, τασσόταν σθεναρά κατά της παντοκρατορίας του κάζουαλ, δεν εμφανιζόταν ποτέ χωρίς άψογο κοστούμι και τέλειο κόμπο στη γραβάτα. «Μάγος του ψαλιδιού», ισότιμος της Μέρι Κουάντ και της Τέα Πόρτερ, ο Εντουαρντ Σέξτον πήρε μέρος στη μεγάλη εξέγερση των 60s, ήταν όμως περισσότερο οπαδός της δημιουργικής ελευθερίας παρά  της πλήρους κατεδάφισης του κατεστημένου. Ο άνθρωπος που έντυσε το ροκ δήλωνε πάντοτε «πεπεισμένος ότι είναι στα γονίδιά μας ως Λονδρέζων να ντυνόμαστε καλά».