Η μαζική εξόντωση άμαχων πληθυσμών είναι δυστυχώς συνηθισμένο φαινόμενο στην διεθνή πολιτική. Ας θυμηθούμε στους αρχαίους χρόνους την ολική εξολόθρευση του πληθυσμού της Μιλήτου από τους Πέρσες, της Μήλου από τους Αθηναίους και της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους. Πιο πρόσφατα παραδείγματα είναι αυτά της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της Ρουάντα και της Γάζας. Το ανθρωπιστικό μέγεθος αυτού του προβλήματος δεν έχει γίνει ευρύτερα κατανοητό: τον 20ό αιώνα σκοτώθηκαν περισσότερα άτομα από προγράμματα μαζικής εξόντωσης αμάχων πληθυσμών από όσα σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια πολεμικών συγκρούσεων.

Η ιστορία έχει δείξει ότι τρία ήταν τα σημαντικότερα στρατηγικά κίνητρα μαζικής εξόντωσης πληθυσμών. Πρώτον, η πολιτική, οικονομική και κοινωνική μεταμόρφωση κοινωνιών με την εξόντωση υποτιθέμενων ταξικών εχθρών. Αυτό εξηγεί τη συμπεριφορά ηγετών όπως οι Στάλιν, Μάο και Πολ Ποτ που διέπραξαν μαζικές δολοφονίες στη Σοβιετική Ενωση, την Κίνα και την Καμπότζη στο όνομα της κομμουνιστικής «ουτοπίας».

Δεύτερον, η υποτιθέμενη αναζήτηση «ασφαλείας» μέσω εθνοκάθαρσης ώστε να εκμηδενιστεί δυνητική «απειλή». Εδώ η λογική ήταν ρατσιστική (γενοκτονία Εβραίων από τη ναζιστική Γερμανία), εθνικιστική (γενοκτονία στη Ρουάντα) ή θρησκευτική (γενοκτονία Αρμενίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία). Κατά κανόνα, η προτιμώμενη «λύση» ήταν αυτή της εθνοκάθαρσης (δηλαδή, η μαζική εκδίωξη πληθυσμών από τις εστίες τους) αλλά όποτε αυτό δεν κατέστη εφικτό αναζητήθηκε η «τελική λύση» της γενοκτονίας. Η λογική της «τελικής λύσης», για τους εμπνευστές της, είχε την έννοια ότι δεν χρειάζεται να ασχοληθεί κανείς ξανά με το «πρόβλημα».

Τρίτο κίνητρο είναι η επικράτηση σε ασύμμετρους πολέμους όπως είναι ο ανταρτοπόλεμος. Οι αντάρτες αντλούν την ισχύ τους από τη συμβιωτική σχέση που έχουν με τον άμαχο πληθυσμό. Εκεί βρίσκουν τρόφιμα, καταφύγιο, εφοδιασμό, ιατρική περίθαλψη και πληροφορίες. Χωρίς τη σύμπραξη του άμαχου πληθυσμού οι αντάρτες είναι, όπως το έθεσε ο Μάο, σαν «ψάρια έξω από το νερό».

Αυτό όμως κάνει τον άμαχο πληθυσμό προνομιακό στόχο. Για να αποκοπεί η σχέση του πληθυσμού με τους μαχόμενους αντάρτες χρησιμοποιούνται μέτρα ακραίας βαρβαρότητας κατά του άμαχου πληθυσμού (π.χ., στον πόλεμο της Αλγερίας από τους Γάλλους, του Βιετνάμ από τους Αμερικανούς, του Αφγανιστάν από τους Σοβιετικούς). Αυτό εξηγεί στις μέρες μας τη στρατηγική συμπεριφορά του Ισραήλ στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τους μαχητές της Χαμάς που αναμειγνύονται με τον άμαχο πληθυσμό στη Γάζα.

Λύση σε αυτό το πρόβλημα από τη διεθνή κοινότητα δεν υπάρχει. Οι διεθνείς ανθρωπιστικές επεμβάσεις είναι απειροελάχιστες και όταν επιχειρούνται έχουν συνήθως στρατηγικά κίνητρα που καλύπτονται πίσω από ανθρωπιστικό μανδύα (βλ. Κόσοβο, Λιβύη). Στις σπάνιες περιπτώσεις που οι επεμβάσεις είναι όντως ανθρωπιστικού χαρακτήρα, ματαιώνονται μόλις υπάρξει κόστος στους «καλούς Σαμαρείτες», όπως έγινε στη Σομαλία το 1993, όπου οι Αμερικανοί αποχώρησαν εσπευσμένα μόλις σκοτώθηκαν 18 στρατιώτες τους σε επιχείρηση στο Μογκαντίσου.

Στο άναρχο διεθνές σύστημα δεν υπάρχει άλλος τρόπος προστασίας από την αρχή της αυτοβοήθειας. Κάθε χώρα, κάθε πολιτική οντότητα, είναι υποχρεωμένη να μεριμνά για την ασφάλειά της. Οποιος αναζητά τη σωτηρία του στο διεθνές δίκαιο ή στην επίκληση αρχών δικαιοσύνης ή στη φιλανθρωπία των γειτόνων του, το πληρώνει ακριβά. Οπως μας θυμίζουν οι Ρωμαίοι inter arma silent leges (την ώρα του πολέμου οι νόμοι σιωπούν). Το ίδιο συμβαίνει και με τους ηθικούς υπολογισμούς. Οπως επισημαίνει ο άγγλος πολιτικός φιλόσοφος Τόμας Χομπς στο μνημειώδες έργο του Λεβιάθαν,«όπου δεν υπάρχει τάξη δεν υπάρχει ούτε νόμος ούτε ηθική».

Στο διεθνές σύστημα δεν υπάρχει τάξη, είναι δηλαδή άναρχο. Σε αντίθεση με το εσωτερικό των κρατών όπου υπάρχει μια συντεταγμένη κυβέρνηση, σαφώς καθορισμένες εξουσίες και εντεταλμένα κρατικά όργανα, στον διεθνή χώρο δεν υπάρχει διεθνής κυβέρνηση. Τα κράτη είναι κυρίαρχα, δηλαδή δεν αναγνωρίζουν καμία εξουσία πάνω απ’ αυτά – σε αντίθεση με τα άτομα στο εσωτερικό των κρατών, τα οποία υπόκεινται στην κρατική εξουσία. Ετσι λοιπόν κανείς δεν μπορεί να πειθαναγκάσει μια μεγάλη δύναμη όπως η Ρωσία ή ένα ισχυρό κράτος όπως το Ισραήλ σε περίπτωση που παραβιάζουν το δίκαιο του πολέμου ή διαπράττουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Γίνεται αντιληπτό ότι μια προσέγγιση τέτοιων ζητημάτων από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου γενικότερα και του ανθρωπιστικού δικαίου ειδικότερα έχει περιορισμένη χρηστικότητα. Εάν δεν έχεις την απαιτούμενη ισχύ, ή αν δεν υπάρχουν επαρκή συμφέροντα ώστε να κινητοποιηθεί η απαιτούμενη ισχύς, τότε το διεθνές δίκαιο παραμένει νεκρό γράμμα. Οπως το έθεσε ο Θρασύμαχος: δίκαιο είναι «το του κρείττονος συμφέρον», δηλαδή το συμφέρον του ισχυροτέρου.

Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο στη διεθνή πολιτική. Οταν ανακύπτει κάποιο διεθνές ζήτημα, τα κράτη δεν εξετάζουν γενικά και αφηρημένα «τι προβλέπει το διεθνές δίκαιο», αλλά το ποιοι εμπλέκονται και το τι συμφέροντα διακυβεύονται στο εν λόγω ζήτημα. Αυτό εξηγεί γιατί στο ίδιο πρόβλημα εφαρμόζονται «δύο μέτρα και δύο σταθμά», όπως διαπίστωσε πρόσφατα ο εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου Καρίμ Χαν.

Ο κ. Αθανάσιος Πλατιάς είναι ομότιμος καθηγητής Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.