Ο πρόεδρος της Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ σε πρόσφατη ομιλία του στο Κίεβο, αναφερόμενος στη σημερινή Ρωσία, δήλωσε ότι «δεν υπάρχει πια θέση για τα παλιά όνειρα» γιατί η ρωσική εισβολή σηματοδότησε την «οριστική και πικρή αποτυχία μακροχρόνιων προσπαθειών, συμπεριλαμβανομένων και των δικών μου».

Ο Σταϊνμάιερ είχε αρχικά προγραμματίσει να επισκεφθεί την Ουκρανία τον Απρίλιο, όμως το Κίεβο αρνήθηκε να τον υποδεχθεί τότε λόγω της υποστήριξης που είχε εκφράσει κατά το παρελθόν σε μια επαναπροσέγγιση της Δύσης με τη Ρωσία. Τώρα η επίσκεψή του συνέπεσε με μια διάσκεψη στο Βερολίνο για ένα «Σχέδιο Μάρσαλ» για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας και ο ίδιος μετέφερε ένα μήνυμα εντελώς διαφορετικό. «Οχι μόνο στεκόμαστε στο πλευρό σας, αλλά θα συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε την Ουκρανία οικονομικά, πολιτικά και επίσης στρατιωτικά».

Ο Σταϊνμάιερ, πρώην υπουργός Εξωτερικών, προέρχεται από εκείνη την πτέρυγα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (όπως και ο Γκέρχαρντ Σρέντερ) που υποστήριζε την ενίσχυση των σχέσεων της Γερμανίας με τη Ρωσία ως το βασικό πλαίσιο πρόσδεσης της Μόσχας σε ένα παγκόσμιο σύστημα με δυτικό προσανατολισμό. Κεντρικός πυλώνας αυτής της γερμανικής στρατηγικής επιλογής ήταν η διαρκής ροή ρωσικού φυσικού αερίου προς τη Γερμανία. Αυτό την οδήγησε σε απόλυτη ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, μια εξάρτηση από την οποία δυσκολεύεται σήμερα να απαλλαγεί.Ο πρόεδρος της Γερμανίας εκφράζει σήμερα μεταμέλεια για την υποστήριξή του στο παρελθόν για τον αγωγό Nord Stream 2, ένα σχέδιο που είχε σχεδιαστεί από το Βερολίνο προκειμένου να διπλασιαστεί η ροή ρωσικού φυσικού αερίου στη Γερμανία, το οποίο ακυρώθηκε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο.

Από την περίφημη Ostpolitik του Βίλι Μπραντ που «ρύθμιζε» μέσω Μόσχας τις σχέσεις της Δυτικής Γερμανίας με την Ανατολική Γερμανία μέχρι την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και την πλήρη ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από τη Ρωσία, μια πολιτική δεκαετιών απέτυχε.

Σήμερα η Γερμανία αντιμετωπίζει τη βαθύτερη κρίση της αφότου ενοποιήθηκε, παραδέχτηκε ο γερμανός πρόεδρος. Η βίαιη «γεωπολιτική ενηλικίωσή της», στην οποία οδηγήθηκε από την εισβολή του ενεργειακού εταίρου της στην Ουκρανία, έχει προκαλέσει μεγάλες αλλαγές που δυσκολεύεται να διαχειριστεί το Βερολίνο.

Η μεταπολεμική Γερμανία διαχειριζόταν πάντα το εθνικό συμφέρον της μέσα από θεσμούς διεθνούς συνεργασίας και κυρίως μέσω της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας.

Για δεκαετίες στήριξε πολλά πάνω στη γαλλογερμανική συμφιλίωση και στον «γαλλογερμανικό άξονα» που λειτουργούσε ως «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας. Η ρωσική επιδρομή στην Ουκρανία και οι πρωτόγνωρες γεωπολιτικές αλλαγές διεύρυναν τις όποιες ρωγμές υπήρχαν στις σχέσεις των δύο κρατών. Το επίπεδο των σχέσεών τους αποτελούσε πάντα βαρόμετρο για την πορεία της ενοποιητικής διαδικασίας.

Σήμερα, καθεμία από τις δύο πλευρές αναδιπλώνεται στη θέση της και δείχνει με το δάχτυλο την άλλη, υπογράμμιζε ο Φρανκ Μπάσνερ, διευθυντής του γαλλογερμανικού ινστιτούτου Ludwigsburg (Τάνια Μποζανίνου: «Βλάβη στον… άξονα για το ευρωπαϊκό όχημα», «Το Βήμα» 30.10.2022). Η ενέργεια και η άμυνα είναι τα κύρια σημεία διαφωνίας Βερολίνου και Παρισιού. Η Γαλλία αλλά και πολλές χώρες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, εξοργίστηκαν με την πρόσφατη απόφαση της Γερμανίας να ενισχύσει με 200 δισεκατομμύρια ευρώ τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που πλήττονται από την ενεργειακή κρίση. Την ίδια περίοδο η Γερμανία ήταν αντίθετη στο ευρωπαϊκό πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου, υπονομεύοντας τις προσπάθειες για κοινή ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική. Η στάση αυτή πλήττει κυρίως χώρες που έχουν προβλήματα στα δημοσιονομικά τους.

Και στην ενεργειακή κρίση το Βερολίνο έπραξε αυτό που είχε επιλέξει και στην αρχή της υγειονομικής κρίσης της πανδημίας, όταν η Γερμανία αγόραζε μόνη της μάσκες και εμβόλια. Φτάσαμε στο σημαντικό Ταμείο Ανάκαμψης μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού, με τη Μέρκελ να αποδέχεται στο τέλος την πρόταση του Μακρόν.

Στα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας, το Βερολίνο ανακοίνωσε αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αμυντικές επενδύσεις 100 δισεκατομμυρίων ευρώ με παράλληλη δέσμευση να καλύψει τη νατοϊκή πρόβλεψη για το 2% του ΑΕΠ σε αμυντικό εξοπλισμό. Παράλληλα ενδιαφέρεται για μια αντιπυραυλική ασπίδα με 14 κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ με έμφαση στα βορειοανατολικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και οι δυο επιλογές είναι χρήσιμες ιδιαίτερα αυτή την κρίσιμη περίοδο και μοιάζουν και αναμενόμενες γιατί εντάσσονται στη δεύτερη εξάρτηση της Γερμανίας και αφορά την αμυντική της πολιτική που εξαρτάται εδώ και δεκαετίες από τις ΗΠΑ. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη επιλογή αμερικανικών εξοπλιστικών συστημάτων, όπως τα F-35 και τα συστήματα αεράμυνας Πάτριοτ.

Η πρόσδεσή της στο αμερικανικό δίχτυ ασφαλείας δεν της επιτρέπει να ανταποκριθεί στις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της και κυρίως στα σχέδια που έχει συμφωνήσει με τη Γαλλία, όπως είναι το αεροπλάνο πέμπτης γενιάς Scaf, το «άρμα μάχης του μέλλοντος» και η γαλλογερμανική κατασκευή του ελικοπτέρου Tiger, την οποία το Βερολίνο ακύρωσε.

Η αποξένωση στον γαλλογερμανικό άξονα, βασικό κινητήρα της ενοποιητικής διαδικασίας δεν βοηθάει ιδιαίτερα σήμερα την Ευρωπαϊκή Ενωση, η συνοχή της οποίας δοκιμάζεται από την ενεργειακή κρίση.

Η τρίτη κομβική εξάρτηση της Γερμανίας έχει να κάνει με την Κίνα λόγω του εμπορικού ισοζυγίου της. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος οικονομικός εταίρος της Γερμανίας μετά το 2016. Ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς πήγε την Παρασκευή στο Βερολίνο σαν να μη συμβαίνει τίποτα, επενδύοντας σε μια «κανονικότητα» με την Κίνα. Ηταν ο πρώτος ηγέτης του G7 που πήγε στο Πεκίνο από την έναρξη της πανδημίας του κορωνοϊού και ο πρώτος που συνάντησε τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζιπίνγκ μετά την πρόσφατη εδραίωσή του στην εξουσία στο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Για την πράσινη υπουργό Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. «Είναι εξαιρετικά σημαντικό να μη γίνουμε τόσο εξαρτημένοι από μια χώρα που δεν μοιράζεται τις αξίες μας» δήλωσε πρόσφατα.

Ο γερμανός καγκελάριος, σαν να μην κατάλαβε τίποτα από την υπερβολική εξάρτηση της χώρας του από τη Ρωσία, πήγε μόνος του στο Πεκίνο, ενώ το 2019 τον πρόεδρο της Κίνας τον είχαν υποδεχθεί από κοινού στο Παρίσι Μακρόν, Μέρκελ και ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γιούνκερ, στέλνοντας ένα μήνυμα ευρωπαϊκής ενότητας.

Με μια δύσκολη τριπλή εξάρτηση, στα αμυντικά από τις ΗΠΑ, στα ενεργειακά από τη Ρωσία και στα οικονομικά και εμπορικά ζητήματα από την Κίνα, η Γερμανία καλείται να συμβάλει σήμερα σε αυτό που υπογράμμισε ο γερμανός καγκελάριος Σολτς στην ομιλία του στην Πράγα, στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου. «Να διατηρήσουμε ζωντανή την υπόσχεση της ειρήνης επιτρέποντας στην Ευρωπαϊκή Ενωση να διασφαλίσει την ανεξαρτησία και τη σταθερότητά της απέναντι σε εξωτερικές προκλήσεις».

Η υλοποίηση της υπόσχεσης αυτής θα εξαρτηθεί από τη διαχείριση της «γεωπολιτικής ενηλικίωσης» της Γερμανίας και θα βοηθήσει την Ευρωπαϊκή Ενωση να αποκτήσει έναν ουσιαστικό ρόλο στη γεωπολιτική σκηνή, ενισχύοντας την ειρήνη και την ασφάλεια στην ευρωπαϊκή ήπειρο, και αυτό είναι κομβικό ζήτημα για τα συμφέροντα της χωρών όπως η Ελλάδα.

Ο κ. Σωτήρης Ντάλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, πρόεδρος Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών Πανεπιστημίου Αιγαίου.