Η αποκατάσταση ενός ξεχασμένου όρου
Η «αυτοκρατορία» είναι ένας όρος που απουσιάζει από το πολιτικό λεξιλόγιο του μεταπολεμικού κόσμου. Το τέλος της γράφτηκε ουσιαστικά με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την αποσύνθεση της Αυστροουγγαρίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της ανασύνθεσης των διαδόχων τους σε εθνικά ή ομόσπονδα κράτη.
Παρά την προσωρινή επιβίωση της Βρετανίας και της Γαλλίας ως υπερπόντιων δυνάμεων μέχρι την εποχή της αποαποικιοποίησης, η ίδια η λέξη ήταν ήδη ένα λείψανο του παρελθόντος: περιγράφοντας ο Μαρκ Μαζάουερ τις περιστάσεις της ίδρυσης του ΟΗΕ στο Μαγεμένο παλάτι των εθνών (εκδ. Αλεξάνδρεια) δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα της αποστροφής των αμερικανών ιθυνόντων για το αυτοκρατορικό λεξιλόγιο και τις συνδηλώσεις του.
Πάντως, παρά την προβαλλόμενη ανάγκη μιας νέας διπλωματίας (που χαρακτηρίζει το τέλος των μεγάλων συρράξεων, αρκεί να θυμηθεί κανείς την Ευρωπαϊκή Συμφωνία μετά την ήττα του Ναπολέοντα το 1815) και την υλοποίησή της ως έναν βαθμό, μορφές άτυπης επιρροής, οικονομικής, ιδεολογικής, πολιτισμικής, είχαν ήδη εγκαθιδρυθεί κατά τη χρυσή εποχή των αυτοκρατοριών χωρίς να εξαλειφθούν μετά την παρέλευσή της.
Ο Ψυχρός Πόλεμος υπήρξε κατά μία έννοια η αναμέτρηση μεταξύ δύο ιδεολογικών συμμαχιών με ηγεμόνες και δορυφόρους, ενώ πλήθος πρώην αποικιών παραμένουν ως σήμερα στην οικονομική σφαίρα επιρροής των τέως κυριάρχων. Κατά τα άλλα, ο «ιμπεριαλισμός» ή οι «αυτοκρατορικές» επιδιώξεις υπήρξαν για πενήντα χρόνια σήμα κατατεθέν του καταγγελτικού λόγου έναντι του ιδεολογικού αντιπάλου. Εξ ου και η ρητορική του Ντόναλντ Τραμπ περί εξαγοράς της Γροιλανδίας, ανάκτησης της Διώρυγας του Παναμά, ενσωμάτωσης του Καναδά ως 51ης Πολιτείας, εκκένωσης της Γάζας και μετατροπής της σε «Ριβιέρα της Μέσης Ανατολής» συνιστά ρήξη με το παρελθόν: είναι η πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες που αυτοκρατορικά σχέδια περιγράφονται απροκάλυπτα και με θετικό πρόσημο. Υπό αυτό το φως, βέβαια, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι των αμερικανικών λέξεων έχουν προηγηθεί οι ρωσικές πράξεις: τι άλλο από αναβίωση αυτοκρατορικών βλέψεων είναι η προσάρτηση της Κριμαίας το 2024 και η εισβολή στην Ουκρανία το 2022;
Οσο για την Κίνα, έγκυροι σινολόγοι όπως ο Γιούρι Πάινς (Η αιώνια αυτοκρατορία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) υποδεικνύουν ότι το ιδανικό της αυτοκρατορικής ενότητας δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ, θέτοντας με αυτόν τον τρόπο το ζήτημα της Ταϊβάν και των διεκδικήσεων στη Νότια Σινική Θάλασσα υπό άλλο πρίσμα. Οπωσδήποτε, τα παραπάνω είναι απλές ενδείξεις.
Η επιστροφή της αυτοκρατορίας σε καμία περίπτωση δεν είναι πραγματικότητα. Γίνεται όμως σταδιακά κάτι πιο χειροπιαστό από όνειρο.
Ιμπεριαλιστής πρόεδρος ή «αυτοκρατορική προεδρία»;
Της Κωνσταντίνας Ε. Μπότσιου
Ο Ντόναλντ Τραμπ επικαλείται ως πρότυπο τον Ουίλιαμ Μακ Κίνλεϊ. Ο πρώην Ρεπουμπλικανός πρόεδρος λάτρευε τους δασμούς, προώθησε την αμερικανική κατασκευή της διώρυγας του Παναμά και επέκτεινε την κυριαρχία των ΗΠΑ στη νήσο Γκουάμ, στις Φιλιππίνες, στο Πουέρτο Ρίκο, προσάρτησε τη Χαβάη και έθεσε την Κούβα υπό αμερικανική επιρροή.
Ο πρόεδρος Τραμπ επανέφερε τον Μακ Κίνλεϊ στο προσκήνιο για να δείξει πώς θα κυβερνήσει. Παράλληλα με την απειλή επιβολής δασμών προς την Ευρώπη, υπενθύμισε ότι οι ΗΠΑ κυριαρχούν στο δυτικό ημισφαίριο, προεξάρχουσας όλης της αμερικανικής ηπείρου, όπου έσπευσε να μετονομάσει τον Κόλπο του Μεξικού σε Κόλπο της Αμερικής. Σε συνδυασμό με τις προτάσεις του για προσάρτηση της Γροιλανδίας, οικειοθελή προσχώρηση του Καναδά στις ΗΠΑ ως 51ης Πολιτείας και ανάκτηση της Διώρυγας του Παναμά, καλλιεργεί την εντύπωση ότι οι ΗΠΑ επιστρέφουν στο «έκδηλο πεπρωμένο» (manifest destiny) επεκτείνοντας την κυριαρχία τους στο εγγύς εξωτερικό (near abroad). Η άποψη ότι ο αμερικανός πρόεδρος σχεδιάζει επέκταση πέρα από το δυτικό ημισφαίριο, επιβεβαιώνεται από τη θέση του για μετατροπή της Λωρίδας της Γάζας σε τουριστικό θέρετρο, σαν αμερικανικό buffer zone ανάμεσα στο Ισραήλ και στους Παλαιστινίους που ενθαρρύνονται να μετοικήσουν σε γειτονικές αραβικές χώρες, αφού μόνο δύο λόγοι θα τους έφερναν πίσω στη Γάζα: η Χαμάς και η έλλειψη εναλλακτικής.
Τείνουν οι ΗΠΑ με τον πρόεδρο Τραμπ στον ιμπεριαλισμό; Κατ’ αρχάς, και μόνον η χρήση αυτής της λέξης ευρωπαϊκής κοπής είναι ακατανόητη για τους Αμερικανούς. Σεμνύνονται να λένε ότι είναι η πρώτη αποικία που κέρδισε την ανεξαρτησία της από την (αγγλική) μητρόπολη. Μετά το 1945 πρωτοστάτησαν στην αποαποικιοποίηση ενοχλώντας τους ιμπεριαλιστές δυτικοευρωπαίους συμμάχους τους. Αλλωστε, η Σοβιετική Ενωση κατηγορούσε τις ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο για νεο-ιμπεριαλισμό, όχι την κλασική εκδοχή του. Αν εξετάσουμε τα γεωστρατηγικά θέματα που προβάλλονται, θα διαπιστώσουμε αρκετές ομοιότητες με το πρόσφατο παρελθόν, όχι το απώτερο της εποχής Μακ Κίνλεϊ. Κατ’ αρχάς, στην απόδοση της Διώρυγας στον Παναμά από το 2000 είχε αντιταχθεί έντονα ο Ρόναλντ Ρίγκαν ως διεκδικητής του χρίσματος των Ρεπουμπλικανών το 1977 και το 1979, οπότε έκλεισε η συμφωνία Τορίγιος – Κάρτερ.
Ο πρόεδρος Τραμπ έρχεται 25 χρόνια αργότερα να δικαιώσει τις επιφυλάξεις των Ρεπουμπλικανών για μια διώρυγα αμερικανικής κατασκευής, αλλά, όπως διατείνεται, κινεζικής επιρροής. Οσον αφορά τη Γροιλανδία, οι ΗΠΑ έχουν ζητήσει στο παρελθόν συχνά προσάρτηση, (π.χ. 1955, 2019), με το σκεπτικό ότι μεριμνούν για την ασφάλειά της. Στο πλαίσιο της αμερικανικής «Αρκτικής στρατηγικής», όπου συμπεριλαμβάνεται ο Καναδάς, γιατί το λιώσιμο των πάγων ανοίγει νέες διόδους που η Ουάσιγκτον δεν θέλει να αφήσει στη Ρωσία ή στην Κίνα, επιδιώκεται από χρόνια πιο ελεύθερη πρόσβαση από ό,τι στο ΝΑΤΟ, όπου η Δανία κατέχει μια ιδιότυπη ημι-αποστρατιωτικοποιημένη θέση. Τέλος, δεν είναι η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ επιδιώκουν την ανασυγκρότηση ενός τόπου επιβάλλοντας ένα είδος προτεκτοράτου. Το έκαναν ήδη στη Γιουγκοσλαβία: η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Κόσοβο, η νυν Βόρεια Μακεδονία δεν μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς αμερικανικά κεφάλαια και αμερικανική διπλωματική προστασία.
Οι απόψεις του προέδρου Τραμπ σοκάρουν με τον τρόπο που λέγονται και επειδή ακούγονται εξωτικές σε έναν κόσμο που αφενός ξεχνά, αφετέρου αλλάζει. Οι ΗΠΑ δεν ζουν πια στον απομονωτισμό του 19ού αιώνα, οι μετανάστες έχουν περισσότερα δικαιώματα, οι Ευρωπαίοι διεκδικούν επιρροή. Ακόμα είναι νωρίς να κριθεί αν ο πρόεδρος Τραμπ θα πράξει όσα εξαγγέλλει. Το πιθανότερο είναι να πραγματοποιήσει ορισμένες απειλές του. Να χρησιμοποιήσει οικονομικά εργαλεία για να πετύχει πολιτικούς σκοπούς Αλλά δεν είναι μόνος. Πρέπει να εγκρίνει το Κογκρέσο, να μη θορυβηθεί το Ανώτατο Δικαστήριο, να μην κινητοποιηθεί η κοινωνία των πολιτών, κ.λπ.
Με όλες αυτές τις δικλίδες ασφαλείας, οι ΗΠΑ κινδυνεύουν λιγότερο να αποκτήσουν έναν ιμπεριαλιστή πρόεδρο από ό,τι μια «αυτοκρατορική προεδρία» (imperial presidency). Καθώς αυτή συγκεντρώνει πολλές εξουσίες έναντι του Κογκρέσου – ένα «επιτελικό κράτος» –, την αποτάσσονται δυσκολότερα οι εκάστοτε κυβερνώντες. Ενας πρόεδρος που κυβερνά με διατάγματα μπορεί να οδηγήσει, όπως επί Νίξον, σε κατάχρηση εξουσίας και σε κρίση πιο μακρόσυρτη διεθνώς από τα τέσσερα χρόνια θητείας που απομένουν στον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ. Επειδή «η εξουσία διαφθείρει, η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα» (Λόρδος Ακτον), οι δημοκρατίες έχουν θολά όρια ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική.
Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι καθηγήτρια Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Η σύγκρουση των αναθεωρητισμών
Του Κώστα Υφαντή
«Μίλα δυνατά και κράτα μεγάλο ραβδί!». Ο πρόεδρος Τραμπ αναπροσαρμόζει τη διάσημη απόφανση του Θίοντορ Ρούσβελτ. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Το ζήτημα είναι τι λέει και ποιους εκφοβίζει ή θέλει να «ξυλοφορτώσει». Αν η κατά Θουκυδίδη συμβατική σοφία είναι ότι το διεθνές σύστημα αποσταθεροποιείται όταν μια ανερχόμενη, αναθεωρητική χώρα απειλεί την καθεστηκυία ηγεμονική δύναμη, τότε η προεδρία Τραμπ σηματοδοτεί μια ενδιαφέρουσα όσο και κρίσιμη παραλλαγή. Το διεθνές status quo, όπως διαμορφώθηκε μεταπολεμικά και εξελίχθηκε πάνω στις ίδιες λίγο ή πολύ νόρμες μεταψυχροπολεμικά, απειλείται όχι μόνο από την άνοδο δυνάμεων όπως η Κίνα και η Ινδία ή από την «επιστροφή» της Ιστορίας στις πεδιάδες της Ανατολικής Ουκρανίας, αλλά και από τη δραματική αλλαγή του αμερικανικού στρατηγικού αυτοπροσδιορισμού. Ο πρώτος μήνας της προεδρίας Τραμπ έρχεται να επιβεβαιώσει την υπόθεση ότι η αμερικανική υπερδύναμη και οι πλειοψηφικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στη συγκυρία βλέπουν πλέον αρκετά διαφορετικά τη θέση της και τον ρόλο της χώρας στον κόσμο.
Αν το κυρίαρχο πολιτισμικό παράδειγμα της μεταψυχροπολεμικής περιόδου ήταν το «τέλος της Ιστορίας» ως η θριαμβευτική επικράτηση του φιλελεύθερου διεθνισμού και η ήττα του γεωπολιτικού χώρου, η δεύτερη εποχή Τραμπ για πολλούς σηματοδοτεί την αρχή του τέλους αυτής της «μεσοβασιλείας», την επιστροφή της πρωτοκαθεδρίας του έθνους-κράτους (αν ποτέ ήταν αλλιώς…), τον θρυμματισμό της μεταπολεμικής φιλελεύθερης συναίνεσης και την όξυνση των γεωπολιτικών αναθεωρητισμών. Ακόμη και αν θεωρήσουμε τις δηλώσεις του προέδρου ως μια (προ)διαπραγματευτική ρητορική, η ίδια η εκλογή του, η ικανότητά του να κινητοποιεί και να κινητροδοτεί εκατομμύρια εντός και να «εμπνέει» φυγόκεντρες δυνάμεις εκτός ΗΠΑ πλήττει την παγκόσμια φιλελεύθερη τάξη, η οποία υφίσταται πρωτίστως λόγω της μεταπολεμικής γενναιόδωρης αμερικανικής στρατηγικής «χορηγίας».
Σήμερα, στην αποκήρυξη της παγκόσμιας πολυμερούς διακυβέρνησης, ο Ντόναλντ Τραμπ εκπροσωπεί αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί μια σκληρή «διμέρεια» στη βάση μιας αυστηρής εκτίμησης κόστους – οφέλους. Αυτή η προσέγγιση απορρίπτει μια εξωτερική πολιτική βασισμένη σε ένα φιλελεύθερο αξιακό πρόταγμα υπέρ μιας συναλλακτικής λογικής και είναι βαθιά δύσπιστη απέναντι σε θεσμούς που μπορεί να περιορίζουν την ελευθερία δράσης των ΗΠΑ. Ο κόσμος δεν είναι μια παγκόσμια κοινότητα αλλά ένα πεδίο μάχης όπου κανένας δεν επιτρέπεται να έχει το παραμικρό πλεονέκτημα απέναντι στις ΗΠΑ. Ποιος χρειάζεται τους διεθνείς θεσμούς όταν περιορίζουν τις ΗΠΑ, ενώ σε μια διαπραγμάτευση ένας προς έναν η Ουάσιγκτον θα βρίσκεται πάντοτε σε θέση κυριαρχικής ισχύος;
Με όρους θεωρίας των διεθνών σχέσεων, οι ΗΠΑ του Τραμπ μετεξελίσσονται σε έναν «ηγεμόνα δομικού πλεονεκτήματος». Σε διάφορες ιστορικές στιγμές λειτούργησαν έτσι αλλά σπάνια αυτό έπαιρνε τη μορφή προεδρικού δόγματος και πάντως σχεδόν ποτέ μεταπολεμικά, με την εξαίρεση της πρώτης θητείας Μπους του νεότερου μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Αλλά και τότε η σημασία των παραδοσιακών συμμαχιών δεν αμφισβητήθηκε παρά από έναν στενό κύκλο νεοσυντηρητικών.
Στην αντίληψη Τραμπ, οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονται να προσφέρουν και να εξασφαλίζουν τα «παγκόσμια δημόσια αγαθά». Θέλουν να διαμορφώνουν την παγκόσμια τάξη με αποκλειστικό κριτήριο τη δυνατότητά τους όχι μόνο να ανακτούν το κόστος αυτής της λειτουργίας αλλά και να εξασφαλίζουν τη συνέχιση της πρωτοκαθεδρίας τους. Η συνεργασία είναι προϊόν καταναγκασμού έτσι ώστε να εξασφαλίζονται όλοι εκείνοι οι πόροι που με τη σειρά τους θα εξασφαλίζουν τη μακροημέρευση της αμερικανικής ηγεμονίας.
Το πρόβλημα είναι ότι έτσι διαβρώνεται η ηγεμονική θέση καθώς τραυματίζεται η νομιμοποίησή της. Η ισορροπία μεταξύ καταναγκασμού και νομιμοποίησης είναι το κλειδί για την επιβίωση της ηγεμονίας. Κάτι για το οποίο αδιαφόρησαν οι Αθηναίοι στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, για να επιστρέψουμε στον Θουκυδίδη. Στην αέναη μάχη για συνδυασμό νομιμοποίησης και αξιών και γεωπολιτικής επιρροής και ηγεμονικής ασφάλειας, οι ΗΠΑ κινδυνεύουν να βρεθούν «εκτός Ιστορίας». Η απόρριψη των αξιών της συνεργασίας και της πολυμέρειας είναι η χαρά των δεσποτικών καθεστώτων. Η απονομιμοποίηση της αμερικανικής ηγεσίας ενισχύει τη νομιμοποίηση των αναθεωρητικών δυνάμεων, καμία εκ των οποίων δεν είναι δημοκρατία. Ο τραμπικός ιμπεριαλισμός – συνδυασμός απαξίωσης του φιλελεύθερου κεκτημένου της Δύσης, νεομερκαντιλιστικού θεσμικού απομονωτισμού και μιας τεχνο-ολιγαρχίας χωρίς αίσθηση του πολιτικού διακυβεύματος – οδηγεί στην αποπαγκοσμιοποίηση του αμερικανικού συμφέροντος. Οσοι και όσες επιχαίρουν βρίσκονται επίσης εκτός της Ιστορίας.
Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και πρόεδρος του ΙΔΙΣ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Ενώπιον ενός νέου και πολύπλοκου σύμπαντος
Του Βαγγέλη Καραμανωλάκη
Οι πρόσφατες δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ για την εξωτερική πολιτική που θα ασκήσει στη δεύτερη προεδρική του θητεία δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία, ούτε ενδεχομένως τις παρανοϊκές φαντασιώσεις ενός ανεκδιήγητου ηγέτη. Κατ’ αρχάς είχαν διατυπωθεί, έστω και σε πιο ήπια μορφή, ήδη στη διάρκεια της πρώτης του προεδρικής θητείας, ενώ είναι προφανές ότι αποτελούν βασικό μέρος μιας ευρύτερης ρητορικής που αποσκοπεί στην ανάδειξη ενός νέου οράματος συνδεδεμένου με την εσωτερική ευημερία αλλά και σε μια διαφορετική παρουσία των ΗΠΑ στο διεθνές στερέωμα. Μιας ρητορικής και μιας στρατηγικής στα ζητήματα τουλάχιστον της εξωτερικής πολιτικής που συνομιλεί με μια μακρά παράδοση αυταρχικής εξουσίας· μιας εξουσίας που βασίζει τη δύναμή της στην ισχύ, στρατιωτική και οικονομική. Τα σχέδια για την κατάκτηση της Διώρυγας του Παναμά ή την προσάρτηση του Καναδά ως 51ης Πολιτείας των ΗΠΑ, στο όνομα μάλιστα της ενίσχυσης της εθνικής ασφάλειας της χώρας, ή οι προτάσεις για την αγορά της Γροιλανδίας ή την παρέμβαση της Αμερικής στη Γάζα στο όνομα της εξασφάλισης μιας καλύτερης ζωής στην περιοχή είναι ενδεικτικές της πίστης στη δύναμη των όπλων ή των χρημάτων. Η «κατάκτηση» ή η «αγορά» εδαφών σε έναν κόσμο όπου όλα μπορούν να είναι αντικείμενο ισχύος ή πώλησης, άνθρωποι και εδάφη, αποτέλεσε μια πάγια πρακτική, συνδεδεμένη, για αιώνες, με την εδαφική συγκρότηση και την κυριαρχία των ΗΠΑ, αλλά θα λέγαμε και ευρύτερα των μεγάλων αυτοκρατοριών. Τα παραδείγματα είναι πολλά, ιδιαίτερα στον 19ο αιώνα και έως τουλάχιστον το 1914 και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκεί που ο Ερικ Χόμπσμπαουμ στο περίφημο βιβλίο του Η εποχή των αυτοκρατοριών τοποθετούσε με βεβαιότητα το τέλος των αυτοκρατοριών, συνδεδεμένο με την εμφάνιση και επικράτηση των εθνικών κρατών.
Από το 1914, καλύτερα το 1917 και την Οκτωβριανή Επανάσταση, έως το 1989 και την πτώση του Τείχους, ο «σύντομος» 20ός αιώνας χαρακτηρίστηκε από τον διπολισμό ΗΠΑ και Σοβιετικής Ενωσης. Η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού συνδέθηκε με την ιδεολογική επικράτηση της δημοκρατίας ως μορφής θεσμικής αντιπροσώπευσης, αποτέλεσε μια αναγνώριση του κυρίαρχου ρόλου των ΗΠΑ, ιδιαίτερα μετά το 1945, ως ηγέτιδας δύναμης υπεράσπισης της ελευθερίας και της δημοκρατίας στην παγκόσμια κοινότητα. Η περίοδος που ακολούθησε μετά το 1989 είναι μια περίοδος βαθιών μετασχηματισμών και ανταγωνισμών. Η παγκοσμιοποίηση ανέδειξε μια άλλης μορφής κυριαρχία, η οποία αφορούσε όλον πλέον τον πλανήτη, στη λογική όμως ενός αποκεντρωμένου και απεδαφικοποιητικού μηχανισμού, μια νέα τύπου «Αυτοκρατορία», για να θυμηθούμε τον τίτλο του βιβλίου των Αντόνιο Νέγκρι και Μάικλ Χαρντ, μια κυριαρχία εθνικών και υπερεθνικών οργανισμών, στους οποίους επικρατούσε η ίδια εξουσιαστική λογική. Σε αυτό το πλαίσιο οι ΗΠΑ επιχείρησαν να συγκροτήσουν μια νέα Pax Americana, ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, στο όνομα πάλι της δημοκρατίας και της υπεράσπισης του ελεύθερου κόσμου, έχοντας πλέον να αντιμετωπίσουν νέες «ασύμμετρες» απειλές.
Εδώ και περίπου μια δεκαετία, πολλοί μιλούν για έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, αναφερόμενοι είτε στην αντιπαλότητα των ΗΠΑ με την Κίνα, είτε στην εκ νέου ανάδυση της Ρωσίας και στην μη ύπαρξη, πια, ενός μονοπολικού κόσμου. Παρ’ όλες τις υπερβολές και, συχνά, την επιδερμικότητα αυτών των ερμηνειών, είναι σαφές ότι η επιστροφή της έννοιας της αυτοκρατορίας περνάει και μέσα από γνώριμα αντιληπτικά σχήματα των προηγούμενων αιώνων: η έννοια της (επανα)κατάκτησης, η εδαφικότητα, η σκακιέρα εξασφάλισης συμμάχων, πόρων και επιρροής. Από τις διαρκείς επεμβάσεις των ΗΠΑ σε διάφορα σημεία του πλανήτη στις προηγούμενες δεκαετίες, με διαφορετικές δικαιολογίες ή και προφάσεις, πλέον κανονικοποιείται μια επιστροφή στην εδαφική επέκταση της ίδιας της χώρας, ένα «Manifest Destiny» του 21ου αιώνα – το αμερικανικό ανάλογο της «Μεγάλης Ιδέας» στο υπερπολλαπλάσιο. Από την άλλη, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με τον παραδοσιακό τρόπο της επιχειρούμενης εδαφικής κατάκτησης μας φέρνει κι αυτή στο μυαλό παλαιότερους όρους λειτουργίας των κρατών που θεωρούσαμε (αφελώς ίσως) ότι ανήκουν οριστικά στο παρελθόν. Ενα νέο και πολύπλοκο σύμπαν.
Ο κ. Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΕΚΠΑ.