Στο συλλογικό φαντασιακό τα νησιά κατέχουν περίοπτη θέση ως τόποι που λόγω των ιδιαίτερων γεωμορφολογικών τους χαρακτηριστικών παρέχουν απεριόριστες δυνατότητες στις κοινότητες των εφήμερων επισκεπτών τους. Καθώς περιβρέχονται από θάλασσα διατηρούν γεωγραφική αυτονομία, ενώ τα διαφορετικά, μοναδικά τους σχήματα τα καθιστούν «μικρούς κόσμους» που υπακούν σε άλλους κανόνες απ’ ό,τι η ενιαία επικράτεια της ηπειρωτικής χώρας.
Εντός των περιορισμένων ορίων τους οι επισκέπτες αναγκάζονται να προσαρμοστούν σε νέα δεδομένα, ενώ χρόνος και χώρος διαστέλλονται με την άφιξή τους εκεί. Μια διαδρομή 500 μέτρων που εντός πρωτευούσης γίνεται αντιληπτή ως εξαιρετικά σύντομη μοιάζει στο νησί ένας μικρός μαραθώνιος. Μαζί πυκνώνει κι ο χρόνος: μια διαμονή λίγων μόνο ημερών βιώνεται εντονότερα αφήνοντας την αίσθηση στον επισκέπτη ότι διήρκεσε πολύ περισσότερο.
Η δε αίσθηση της απομόνωσης και της περιχαράκωσης από τον υπόλοιπο κόσμο μπορεί δυνητικά να βιωθεί ως ίλιγγος, ως ρίσκο και ως διακινδύνευση. Ο επισκέπτης επιλέγει να παίξει τις βεβαιότητες της ηπειρωτικής του ζωής στα ζάρια, ακόμα κι αν αυτό μοιάζει να είναι απλώς ένα παιχνίδι του μυαλού που έχει στήσει ο ίδιος για να ξεφύγει από τη ρουτίνα της κανονικής του ζωής.
Την περίοδο της Μεταπολίτευσης και – πολύ χονδρικά – ως τα τέλη της δεκαετίας του ’90 τα ελληνικά νησιά διατηρούσαν ακέραιο τον μύθο τους. Κάθε νησί αποτελούσε μια terra incognita που περίμενε την ανακάλυψή της.
Oταν οι όροι του ταξιδιού άλλαξαν και ο τουρισμός των Google Maps και του Airbnb πήρε τη σκυτάλη, ο κορεσμός επήλθε ραγδαία: η πατίνα της αυθεντικότητας ποδοπατήθηκε από τις ορδές των τουριστών που δεν έψαχναν πλέον τα ίχνη του Κοέν στην Υδρα ή της Τζόνι Μίτσελ στα Μάταλα, αλλά το εστιατόριο με τις καλύτερες αξιολογήσεις και μια ιδιαίτερη πόζα για τον λογαριασμό τους στο Instagram.
Ισως να ήταν η αίσθηση πως όλα έχουν πια ανακαλυφθεί, φωτογραφηθεί και απαθανατιστεί που γέννησε την ανάγκη επέκτασης του νησιωτικού πεδίου και τη δημιουργία ενός τεχνητού, φανταστικού νησιού. Την εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, ωστόσο, η «γέννηση» της Ψιμύθου δεν θα μπορούσε να γίνει παρά μόνο εντός Διαδικτύου και η εξάπλωση του ονόματός της το ίδιο γρήγορα με τα fake news.
Είναι, όμως, η Ψίμυθος το νησί που δίνει στην πάλαι ποτέ γοητευτική ελληνική νησιωτικότητα νέο ενδιαφέρον; Μπορεί, αλήθεια, να συγκριθεί με τις φανταστικές νήσους της λογοτεχνίας όπως τις διαβάσαμε κάποτε από συγγραφείς όπως ο Βερν, ο Στίβενσον ή ο Γκόλντινγκ; Η απάντηση είναι καταφανώς αρνητική.
Η Ψίμυθος είναι περισσότερο ψηφιακός χώρος παρά τόπος ή θέατρο αναμνήσεων, προσωπικών ή συλλογικών. Ο τρόπος με τον οποίο «δημιουργήθηκε», αλλά κυρίως «αναπτύχθηκε», θυμίζει τα ψηφιακά παιχνίδια στα οποία ο παίκτης μπορεί να αλλάξει, να προσθέσει ή να αφαιρέσει στοιχεία σε ένα πρόσωπο ή σε έναν τόπο κατά το δοκούν. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα παιχνίδι δυνατοτήτων και όχι για τόπο που θα ήθελε κανείς όντως να επισκεφθεί. Το επιφανειακό, ψηφιακό αυτό τεχνούργημα επιτείνει μάλλον παρά θεραπεύει τη μοναξιά του αρχικού δημιουργού αλλά και κατ’ επέκταση και όλων των αυτόκλητων συνδημιουργών του.
Οπως παρατηρεί ο Μαρκ Οζέ στο βιβλίο του Μη-τόποι: Εισαγωγή στην Ανθρωπολογία της Σουπερμοντερνικότητας, τέτοιοι τόποι υπάρχουν «μόνο μέσα από τις λέξεις που τους δημιουργούν και με αυτή την έννοια είναι μη-τόποι ή μάλλον φανταστικοί τόποι, μπανάλ ουτοπίες». Στην περίπτωση της Ψιμύθου έχουμε να κάνουμε με μια κούφια λεκτική κατασκευή, με ένα θνησιγενές κατασκεύασμα μιας meta-εποχής που θα υπηρετήσει την πρόσκαιρη ανάγκη των επίδοξων επισκεπτών του πριν αφεθεί να αιωρείται στο ψηφιακό νεκροταφείο του Διαδικτύου. Οπως σημειώνει στο ίδιο κείμενο ο Οζέ, η ίδια η λέξη, εν προκειμένω η Ψίμυθος, δημιουργεί την εικόνα, παράγει τον μύθο και ταυτόχρονα τον κάνει να λειτουργεί. Πρόκειται δηλαδή για ένα κλειστό σύστημα που λειτουργεί με δικούς του κανόνες και όρους.
Οπως τα Κύθηρα, σύμφωνα με τον χαρακτηριστικό στίχο του τραγουδιού, έτσι και την Ψίμυθο δεν θα τη βρούμε ποτέ. Οι δύο ουτοπίες, ωστόσο, μοιάζουν να έχουν ουσιώδεις διαφορές.
Ο κ. Χρήστος Αστερίου είναι συγγραφέας.