Το ερώτημα ποια εκπαίδευση χρειάζονται οι κοινωνίες είναι εξαιρετικής σημασίας. Πράγματι το γνωστικό, διανοητικό, ηθικό, συμπεριφορικό κεφάλαιο μιας κοινωνίας συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο με τον οποίο αυτή διοικείται και λειτουργεί. Είναι εύλογο οι ανησυχίες να είναι πολλές και οι προτάσεις για βελτιώσεις να είναι πυκνές. Συνήθως είναι αποσπασματικές, αλλά ενίοτε είναι συνθετότερες και συνολικότερες. Αλλες προτάσεις έχουν ως υπόβαθρο, κυρίως, συμπεράσματα που αντλούνται από τις επιστήμες της εκπαίδευσης. Αλλες στηρίζονται, πάλι κυρίως, στον εκπαιδευτικό λόγο που έχει κυριαρχήσει ευρύτερα. Εναν λόγο που ενσωματώνει – οσοδήποτε αποτελεσματικά ή στρεβλά – την παρελθοντική και τη σύγχρονη βιωμένη εμπειρία, την περνάει μέσα από ιδεολογικό φίλτρο και εν τέλει εισηγείται πολιτικές παρεμβάσεις. Φυσικά δεν πρόκειται για δύο στεγανές μορφές λόγου. Στοιχεία της μιας ενυπάρχουν ατελώς και στην άλλη μορφή.
Οι δύο αυτές μορφές λόγου ενσωματώνουν μία συχνότατα ψευδή αντίληψη: ότι η καθεμία παίρνει επαρκώς υπόψη της την άλλη. Προκύπτουν έτσι δύο κυρίαρχα αποτελέσματα. Αλλοτε ένας λόγος που αυτο-χρίζεται αυτάρκης και δεν θέλει να θέσει σε περαιτέρω διερεύνηση όσα προτείνει. Αλλοτε ένας πιο συναισθηματικός λόγος, που επειδή θέλει να παραμείνει ανοικτός στις επιρροές που έχει υποεξετάσει, αποφαίνεται ότι η εκπαίδευση, ως ζήτημα γενικού συμφέροντος, μπορεί να συγκεντρώσει ομογνωμία και πολιτική συναίνεση. Είναι όμως έτσι; Τι απαντήσεις μας προσφέρει η ιστορική εξέταση της εκπαίδευσης;
Η πρόθεση να εξετάσουμε χάριν του παρόντος την εκπαίδευση στο παρελθόν, μας ανάγει αμέσως στο καίριο ιστορικό επεισόδιο: στα τέλη του 18ου αιώνα, οπότε ορισμένα κράτη στην κεντρική Ευρώπη σταδιακά αναπτύσσουν κρατικά εκπαιδευτικά συστήματα. Στη συνέχεια τα εκπαιδευτικά συστήματα εξαπλώνονται, αλληλοεπηρεάζονται άλλοτε άμεσα, άλλοτε μακρόσυρτα, εν τέλει συγκλίνουν παγκοσμίως σε υψηλό βαθμό. Από το επεισόδιο αυτό και κατόπιν γίνεται ισχυρό φαινόμενο, οι δημόσιες συζητήσεις που διεξάγονται για την εκπαίδευση να μη λαμβάνουν υπόψη τη νέα δισυπόστατη μορφή που πήρε αυτή ή ορθότερα να συγχέουν τις δύο μορφές. Πρόκειται για την εκπαίδευση ως γνωστική, ψυχολογική, κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού και για το κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Η παιδαγωγική σκέψη και τα εκπαιδευτικά συστήματα πορεύθηκαν και αναπτύχθηκαν κατά τους αιώνες που ακολούθησαν, ενώ επέτυχαν κάποιες διασταυρώσεις. Κυρίως όμως υποκρίθηκαν τους εκπαιδευτικούς εταίρους, χωρίς επαρκή αλληλοκατανόηση. Ευρύτερες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες έδωσαν χώρο στη «δικαίωση» κάποιων παιδαγωγικών θεωριών. Ετσι σταδιακά τα εκπαιδευτικά συστήματα συνέκλιναν διεθνώς σε θέματα που «ωρίμαζαν» πολιτικο-ιδεολογικά (η βασική εκπαίδευση εξαπλώθηκε γεωγραφικά και γιγαντώθηκε ποσοτικά, η δευτεροβάθμια γενικεύτηκε, η τριτοβάθμια πολλαπλασιάστηκε, νέες διδακτικές μέθοδοι κυριάρχησαν). Πάντοτε όμως υπάρχουν τα θέματα εκείνα της εκπαίδευσης που διασταυρώνονται με άλλα ζητήματα της κρατικής και κοινωνικής οργάνωσης. Τα εκπαιδευτικά συστήματα δεν επιτελούν αποκλειστικώς εκπαιδευτική λειτουργία. Επομένως οι συζητήσεις για τον τρόπο που είναι οργανωμένα και για τις προτεινόμενες βελτιώσεις τους, εν μέρει και μακρόσυρτα (όχι νομοτελειακά, αλλά ως ιστορική παρατήρηση) θα συγκλίνουν. Ομως πλήρης πολιτική συναίνεση δεν διαφαίνεται ως εφικτή.
Καθώς αναφερθήκαμε στα εκπαιδευτικά συστήματα ως κυρίαρχη εκπαιδευτική πραγματικότητα κατά τους τελευταίους δυόμισι αιώνες, είναι χρήσιμο να έχουμε σταθερά υπόψη μας και τις ακόλουθες επισημάνσεις: η παροχή στοιχειώδους εκπαίδευσης δεν υπήρξε μια κλασική αναδιανεμητική πολιτική εκ μέρους των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων και δεν ήταν ο εκδημοκρατισμός που οδήγησε στην ποσοτική αύξηση της παροχής εκπαίδευσης. Αυταρχικά καθεστώτα δρομολόγησαν την καθολική βασική εκπαίδευση, παρότι το ίδιο αίτημα σταδιακά διατυπωνόταν με άλλες προθέσεις και άλλη επιχειρηματολογία από επιδραστικούς διανοητές. Τα δεδομένα αυτά είναι εγγεγραμμένα στη λειτουργία των εκπαιδευτικών συστημάτων.
Ακολουθεί μία συμπυκνωτική εικόνα για τα ερωτήματα και τις παρατηρήσεις που προηγήθηκαν. Δεν υπάρχει διάζευξη στο ερώτημα αν η εκπαίδευση είναι επιστημονικό ή πολιτικό ζήτημα, διότι η εκπαίδευση είναι αμφότερα. Πριν εξετάσουμε το ερώτημα ποια εκπαίδευση χρειαζόμαστε είναι εξαιρετικά σημαντικό να γνωρίζουμε τις διαφορετικές σημασίες του όρου «εκπαίδευση». Αλλωστε εδώ μιλήσαμε μόνον για την εκπαίδευση ως θεσμό και την εκπαίδευση ως διάπλαση, ενώ αφήσαμε πολλές άλλες σημασίες και εκδοχές της (ενδεικτικώς, την εκπαίδευση ως περιεχόμενο, ως επικοινωνία, ως ελεύθερη κοινωνική διαδικασία). Κι επίσης, είναι αναγκαίο να συζητάμε στη βάση της ιστορίας της εκπαίδευσης, χωρίς την οποία η βιωματική κατανόηση του θεσμού γίνεται ένας παραμορφωτικός καθρέφτης για τη σκέψη μας. Επομένως, η εκπαίδευση που χρειαζόμαστε είναι ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα για το οποίο δεν πρόκειται να συμφωνήσουμε πλήρως, αλλά μπορούμε να συζητάμε επιστημονικά συντεταγμένα και πολιτικά ανοιχτόμυαλα.
Ο κ. Παναγιώτης Κιμουρτζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Εκπαιδευτικής Πολιτικής και Ιστορίας της Εκπαίδευσης το Πανεπιστήμιο Αιγαίου.