Γεννήθηκα το 1973. Ο Μάης του ’68 δεν υπήρχε για μένα ούτε ως απόηχος, μέχρι που έφτασα στην εφηβεία και άρχισα να έρχομαι σε επαφή με παρέες και ανθρώπους αριστερότερα του κεντρώου φάσματος, με το οποίο ήμουν εξοικειωμένος από το οικογενειακό μου περιβάλλον. Καθηγητές από το ΚΚΕ-ΜΛ, συμμαθητές από τον Ρήγα και τα αναρχικά γκρουπούσκουλα, εφημερίδες, τραγούδια και αφιερώματα στην τηλεόραση. Για τους περισσότερους αριστερούς που έμπαιναν τότε στη χρυσή ωριμότητα, ο Μάης (σκέτος πάντα, όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν) ήταν η ύστατη βιώσιμη επαναστατική αναλαμπή της Ευρώπης, η τελευταία σπίθα στον συλλογικό πόθο τής από κάτω ανατροπής των πραγμάτων, με οδηγό το όνειρο, την καταστασιακή φαντασία και τη νεανική ορμή. Hταν, τηρουμένων των αναλογιών, το «Πολυτεχνείο της Ευρώπης», ή πιο σωστά, το Πολυτεχνείο υπήρξε ο «Μάης της Ελλάδας», με τον επιπλέον τρόμο της χούντας και του αιματηρού φόρου που πληρώθηκε εδώ. Στις σχολικές συνελεύσεις και τις καταλήψεις του ’90, ο Μάης αναφερόταν συχνά-πυκνά από τους πιο «διανοουμενέ» συμμαθητές, εκείνους με τα στρογγυλά γυαλάκια ηλίου και τη μαύρη μπλούζα των Joy Division ή των Cure, την ώρα που άλλοι έβαφαν τοίχους με θρυλικά συνθήματα όπως «δεν θέλουμε δουλειές ούτε και πτυχία, κάτω από την άσφαλτο υπάρχει παραλία», και άλλα παρόμοια. Ωστόσο, ακόμα και τότε, ο συσχετισμός διέθετε κάτι το υπερβολικό και ελαφρά κακόγουστο. Oπως και πολλοί άλλοι της γενιάς μου, ποτέ δεν μπόρεσα να δω εκείνο τον παλιό Μάη σαν κάτι πέραν ενός ποπ θρύλου, ένα γεγονός δηλαδή έντονο μα και θνησιγενές, με μια αναμφισβήτητη εσάνς επαναστατικότητας, αλλά (ίσως ακόμα πιο πολύ) και ενός «εναλλακτικού λάιφσταϊλ», σαν μια ωραία τρέλα που δεν κράτησε πολύ. Oπως συνέβαινε περίπου και με τις δικές μας μαθητικές καταλήψεις.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ακόμα κι αν ο Μάης του ’68 οδήγησε στην πτώση του Ντε Γκωλ και έστειλε στο χρονοντούλαπο μία συγκεκριμένη πολιτική τάξη στη Γαλλία, μεσοπρόθεσμα έκανε τις δυνάμεις του συντηρητισμού να αναταχθούν, έτσι που η δεκαετία του ’70, τόσο στη Γαλλία όσο και στην υπόλοιπη Δύση, άνοιξε πανηγυρικά τον δρόμο για την κατάρρευση του σχήματος της «ιερής τριάδας» (Κεφάλαιο-Εργαζόμενοι-Πολιτική), τη βάση της θεωρούμενης πλέον ως «χρυσής μεταπολεμικής τριακονταετίας», οδηγώντας φαρδιά-πλατιά στην επικράτηση του νεοφιλελεύθερου σχήματος – αυτό που ζούμε δηλαδή μέχρι και σήμερα. Ποιος να το έλεγε, λοιπόν, στα αμούστακα Γαλλάκια που εξεγείρονταν ενάντια στην προοπτική του «métro-boulot-dodo», ότι μερικές δεκαετίες αργότερα, τα παιδιά και (ακόμα περισσότερο) τα εγγόνια τους δεν θα ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν ούτε καν αυτή την επίπλαστη, κούφια και άνευ υπαρξιακού νοήματος καταναλωτική ευημερία που λοιδορούσαν εκείνοι, αλλά αντιθέτως ότι θα παράδερναν μεταξύ εργασιακής επισφάλειας και επιστροφής στο παιδικό τους δωμάτιο, λόγω αγοραστικής ανεπάρκειας του βασικού τους μισθού. Και ότι το σύνθημα «θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα», στην τωρινή του εκδοχή, μόνο ως «cringe-worthy» θα μπορούσε να ιδωθεί απ’ τους σημερινούς, αφόρητα πιο πιεσμένους νέους.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.