Πληθώρα προτάσεων συνταγματικής αναθεώρησης εστιάζουν στον διαχωρισμό της εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας από τον εκλογικό κύκλο. Υπάρχουν προτάσεις για άμεση εκλογή του Προέδρου, είτε μόνιμα – όπως στα ημιπροεδρικά καθεστώτα σαν της Γαλλίας, της Αυστρίας, της Ρωσίας και άλλων πρώην κομμουνιστικών χωρών – είτε υπό όρους, σε περίπτωση αδυναμίας της Βουλής να επιλέξει Πρόεδρο με την απαιτούμενη ενισχυμένη πλειοψηφία.
Αυτή καθαυτή η ιδέα της αποσύνδεσης εκλογής Προέδρου από την προκήρυξη εκλογών είναι βάσιμη, διότι ένας υπερκομματικός παράγων δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σαν πολιτικό όπλο. Και ακόμα γενικότερα, η οπλοποίηση θεσμών υπονομεύει τον σεβασμό που θα έπρεπε να εμπνέουν σε μια δημοκρατία (σκεφτείτε, για παράδειγμα, πολιτικές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη).
Μπορούμε όμως να αποσυνδέσουμε την εκλογή Προέδρου από τον πολιτικό κύκλο, αν σε περίπτωση αδυναμίας συγκέντρωσης των 180 ψήφων στην τρίτη ψηφοφορία της Βουλής τής δώσουμε τη δυνατότητα να εκλέγει Πρόεδρο με μια τέταρτη ψηφοφορία όπου 151 ψήφοι καθορίζουν το αποτέλεσμα.
Αλλοι αναλυτές προσπαθούν να μειώσουν τις «υπερεξουσίες» του πρωθυπουργού, με διεύρυνση των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας. Μέσα σ’ αυτό το σκεπτικό προβάλλει πολλές φορές (αλλά όχι απαραίτητα) η απευθείας εκλογή του Προέδρου. Ομως η απευθείας εκλογή συνεπάγεται την άσκηση των εξουσιών που ανατίθενται στον Πρόεδρο από το Σύνταγμα, με την πιθανή μετατροπή πολιτικών συγκρούσεων σε θεσμικές: τι γίνεται αν εκλεγμένος Πρόεδρος αρνηθεί να υπογράψει Προεδρικό Διάταγμα;
Στην πρώτη «συγκυβέρνηση» Δεξιάς και Αριστεράς στη Γαλλία το 1986, ο πρωθυπουργός Σιράκ αναγκάστηκε να στέλνει τις κυβερνητικές αποφάσεις που ο Πρόεδρος Μιτεράν αρνείτο να υπογράψει στη Βουλή να ψηφίζονται σαν νόμοι. Κατά τη γνώμη μου μια θεσμική δυαρχία δεν θα μεταφυτευόταν πολύ καλά στην ελληνική πολιτική σκηνή και θα αναμόχλευε επώδυνες μνήμες, όπως της σύγκρουσης του Γ. Παπανδρέου με το Παλάτι – για να αναφερθούμε σε νεότερη Ιστορία.
Αντί λοιπόν να δίνουμε εξουσίες στον Πρόεδρο που να υπονομεύουν το πολιτικό σύστημα, καλύτερα θα ήταν να αυξήσουμε τις εξουσίες του με τρόπους που να βοηθούν στην επίλυση προβλημάτων. Σύμφωνα μ’ αυτό το σκεπτικό θα ήθελα να προτείνω δύο τρόπους ενδυνάμωσης του Προέδρου σε περιπτώσεις που το πολιτικό σύστημα παρουσιάζει μειωμένη αποτελεσματικότητα: Α. Τη δημιουργία κυβέρνησης και Β. Τη δημιουργία ανεξάρτητων αρχών. Και οι δύο αυτές εξουσίες είναι «υπό όρους», δηλαδή ο Πρόεδρος θα τις αναλαμβάνει μόνο σε περίπτωση αποτυχίας των άλλων υπαρχόντων μηχανισμών.
Α) Δημιουργία κυβέρνησης.
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας έχει τις λιγότερες δικαιοδοσίες από οποιοδήποτε άλλον ομόλογό του στην Ευρώπη. Η συνήθης διαδικασία μετά τις εκλογές είναι η εξής: ο αρχηγός κράτους συνομιλεί με τους αρχηγούς κομμάτων και άλλες πολιτικές προσωπικότητες και καταλήγει στην ανάθεση διερευνητικής εντολής σχηματισμού κυβέρνησης σε κάποια πολιτική προσωπικότητα (συνήθως στον αρχηγό ή σημαντικό παράγοντα ενός μεγάλου και/ή κεντρώου κόμματος ώστε να υπάρξει κυβερνητική πλειοψηφία). Σε περίπτωση αποτυχίας η διαδικασία επαναλαμβάνεται και ο Πρόεδρος αναθέτει τη διερευνητική εντολή σε άλλο πρόσωπο. Εξαίρεση απ’ αυτή τη διαδικασία παρουσιάζει η Γερμανία, όπου αν η διαδικασία διερευνητικής εντολής αποτύχει, ο Πρόεδρος χάνει τη δικαιοδοσία να συμμετάσχει στην επιλογή εναλλακτικής λύσης, και η πρωτοβουλία μεταφέρεται στην ίδια τη Βουλή. Οι δικαιοδοσίες του γερμανού Προέδρου είναι σοβαρά μειωμένες σε σχέση με τον ιταλό ομόλογό του.
Ο έλληνας Πρόεδρος έχει ακόμα λιγότερες δικαιοδοσίες και η επιρροή του στον σχηματισμό κυβέρνησης είναι σχεδόν μηδενική. Το άρθρο 37 του Συντάγματος καθορίζει με ποια σειρά θα δει ο Πρόεδρος τους πολιτικούς αρχηγούς, σε ποιον θα αναθέσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, για πόσο θα κρατήσει η κάθε φάση διερεύνησης. Για παράδειγμα, αν μια συμμαχία μεταξύ κομμάτων είναι πιθανή υπό τον όρο ότι ο αρχηγός ενός εξ αυτών δεν θα είναι στην κυβέρνηση, ή πρωθυπουργός δεν θα είναι ο αρχηγός του πρώτου ή δεύτερου κόμματος (όπως στη σημερινή αλλά και σε πολλές άλλες κυβερνήσεις της Ιταλίας) ο έλληνας Πρόεδρος δεν έχει καμία δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών.
Η αναθεώρηση του άρθρου 37 σύμφωνα με τα πρότυπα άλλων κοινοβουλευτικών δημοκρατιών θα αυξήσει τις δικαιοδοσίες του Προέδρου δίνοντάς του τη δυνατότητα να βοηθήσει την πολιτική κατάσταση «υπό όρους». Ποιοι είναι οι όροι; Αν ένα κόμμα έχει πλειοψηφία εδρών, βοήθεια δεν χρειάζεται. Αν δύο ή τρία κόμματα έχουν προεκλογικό συνασπισμό και πάρουν πλειοψηφία, η βοήθεια είναι περιττή. Αν δύο ή τρία κόμματα την επομένη των εκλογών συμφωνήσουν σε συνασπισμό πριν καν κληθούν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (όπως ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ στις τελευταίες εκλογές), πάλι προεδρική παρέμβαση δεν είναι αναγκαία.
Β) Διορισμός ανεξάρτητων αρχών.
Η απαιτούμενη πλειοψηφία είναι απαγορευτική όπως έχει δείξει η πρόσφατη Ιστορία. Εκτός από τη μείωση του απαραίτητου ποσοστού, έχω προτείνει την αλλαγή του εκλογικού συστήματος με την εισαγωγή πολλαπλών ψήφων. Το κάθε μέλος του εκλογικού σώματος θα έχει έναν συγκεκριμένο αριθμό ψήφων (πάνω από τις μισές του αριθμού των μελών της ανεξάρτητης αρχής) προς διάθεση σε διαφορετικούς υποψηφίους. Με αυτόν τον τρόπο ο κάθε ψηφοφόρος θα επιλέγει υποψηφίους πέραν του δικού του κόμματος (λεπτομέρειες για την εκλογική διαδικασία http://www.kathimerini.gr/780069/opinion/epikairothta/politikh/h-pollaplh-yhfos-lysh-se-polla-politika-provlhmata).
Αυτό που θα ήθελα να προσθέσω στο παρόν, είναι ότι αν αυτή η διαδικασία δεν αποδώσει αποτελέσματα, η ανάδειξη των ανεξάρτητων αρχών θα μετατίθεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αυτή είναι μια ακόμα επέκταση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου, αλλά υπό όρους: ισχύει μόνον αν αποτύχουν οι άλλες διαδικασίες. Ταυτόχρονα, αυτός ο μηχανισμός ασκεί πίεση στο εκλογικό σώμα για την ανάδειξη των ανεξάρτητων αρχών ώστε να μην αποτύχει στην εκπλήρωση του έργου του.
Συμπερασματικά, αυτοί οι δύο μηχανισμοί αυξάνουν τις δικαιοδοσίες του Προέδρου, αλλά με τρόπους που βοηθούν το πολιτικό σύστημα αντί να το ανταγωνίζονται.
Ο κ. Γιώργος Τσεμπελής είναι καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Anatol Rapoport στο Πανε-πιστήμιο του Μίσιγκαν (ΗΠΑ).