Αλλαγές – επί τα βελτίω – στην Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, τροποποιήσεις στο επίδομα ανεργίας, αλλά και αντιμετώπιση των μειώσεων στις συντάξεις χηρείας για τις περιπτώσεις που ο δικαιούχος εργάζεται ή συνταξιοδοτείται εξ ιδίου δικαιώματος, φέρνει το νέο φορολογικό νομοσχέδιο.

Πρόκειται για τα πρώτα μέτρα τα οποία θα κληθεί να υλοποιήσει η νέα υπουργός Εργασίας κυρία Δόμνα Μιχαηλίδου. Οι ρυθμίσεις αυτές αναμένεται να περιλαμβάνονται στο νέο νομοσχέδιο με ασφαλιστικές και εργασιακές διατάξεις, το οποίο ήδη ετοιμάζεται στο υπουργείο Εργασίας και πρόκειται να έλθει στη Βουλή εντός του ερχόμενου Φεβρουαρίου.

Τις παρεμβάσεις αυτές είχε προαναγγείλει ο προηγούμενος υπουργός Αδωνις Γεωργιάδης αναφερόμενος σε «κλιμακωτή βελτίωση» της επιβάρυνσης των συνταξιούχων από την Εισφορά Αλληλεγγύης, αλλά και επερχόμενες αλλαγές στο επίδομα ανεργίας.

Τα δύο σενάρια

Η κυβέρνηση εξετάζει την αναμόρφωση της εισφοράς και όχι την πλήρη κατάργησή της, κάτι που αποτελεί αίτημα των συνταξιούχων. Η εν λόγω εισφορά επιβάλλεται σε συντάξεις άνω των 1.400 ευρώ κλιμακωτά και κυμαίνεται από 3% έως 14%. Ουσιαστικά αφορά 400.000 συνταξιούχους με συντάξεις άνω των 1.400 ευρώ. Χρηματοδοτεί τον λογαριασμό ΑΚΑΓΕ (Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών) στο οποίο υπολογίζεται ότι έχουν συγκεντρωθεί περί τα 14 δισ. ευρώ.

Η κυβέρνηση αναμένεται κατά τους επόμενους μήνες να ανακοινώσει την τελική της απόφαση για την αναμόρφωση της εισφοράς με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται «ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα».

Τα δύο επικρατέστερα σενάρια για τη νέα ρύθμιση προβλέπουν: Πρώτον, την αλλαγή της αρχιτεκτονικής της εισφοράς ώστε να μην επιβάλλεται από το «πρώτο ευρώ» αλλά μόνο στο ποσό που υπερβαίνει το πλαφόν κάθε κλιμακίου. Δηλαδή κάτι ανάλογο με αυτό που εφαρμόζεται στη φορολογία εισοδήματος. Δεύτερον, τη μείωση των συντελεστών της εισφοράς έτσι ώστε να μη διπλασιάζονται από το πρώτο στο δεύτερο κλιμάκιο (από 3% σε 6%).

Επιλογή

Το θέμα των συντάξεων χηρείας αφορά τις περιπτώσεις των δικαιούχων σύνταξης χηρείας οι οποίοι εργάζονται ή συνταξιοδοτούνται εξ ιδίου δικαιώματος. Σύμφωνα με τον νόμο, οι δικαιούχοι λαμβάνουν σύνταξη χηρείας ίση με το 70% της σύνταξης του θανόντος επί μία τριετία. Μετά την τριετία το ποσό της χηρείας μειώνεται κατά 50% και η σύνταξη χηρείας περιορίζεται από το 70% στο 35% της σύνταξης του θανόντος. Δηλαδή η περικοπή θα πρέπει να επιβληθεί σε όλες τις συντάξεις χηρείας (ανδρών και γυναικών) που δόθηκαν πριν από την 1η Οκτωβρίου 2020 αν σήμερα ο δικαιούχος εργάζεται ή συνταξιοδοτείται.

Ωστόσο, ο συνταξιούχος μπορεί να επιλέξει ποια από τις δύο συντάξεις θα περιοριστεί στο 50% ώστε να επιλέξει προφανώς το μικρότερο ποσό και να έχουν μικρότερες απώλειες.

Μέχρι ώρας η κυβέρνηση δεν έχει ξεκαθαρίσει τι πολιτική θα ακολουθήσει στο θέμα αυτό. Πάντως στις συντάξεις του δημόσιου τομέα έχει ήδη εφαρμοστεί η συγκεκριμένη διάταξη, γεγονός που προδιαθέτει για το τι θα συμβεί και στον ιδιωτικό τομέα.

 Οι προτάσεις

Αλλαγές έρχονται και στο επίδομα ανεργίας. Σύμφωνα με πληροφορίες, το νέο επίδομα ανεργίας θα συνδεθεί άμεσα με τον μισθό αλλά και με τον εργασιακό και ασφαλιστικό βίο του ανέργου.

Στις προτάσεις που εξετάζει το υπουργείο Εργασίας περιλαμβάνεται η αύξηση του ποσού, το οποίο θα συνδεθεί με το ύψος του μέσου μισθού του ανέργου κατά τα τελευταία χρόνια πριν από την έξοδό του στην ανεργία. Αυτό θα ισχύει για ορισμένο χρονικό διάστημα. Δηλαδή κατά τους πρώτους έξι μήνες της ανεργίας το επίδομα να είναι κοντά στον μέσο μισθό. Ακολούθως, θα μειώνεται σταδιακά και μέχρι το τέλος του χρόνου της επιδότησης θα φτάνει στα σημερινά επίπεδα.

Υπενθυμίζεται ότι από την 1η Απριλίου το επίδομα ανεργίας έχει διαμορφωθεί στα 479 ευρώ. Αυτό θα είναι και το κατώτατο όριο που θα θεσμοθετηθεί για τη χορήγηση της συγκεκριμένης παροχής, κάτω από το οποίο δεν θα πέφτει κανένας άνεργος. Σήμερα το επίδομα ανεργίας χορηγείται για 5 έως 12 μήνες, ανάλογα με τις ημέρες εργασίας που έχουν πραγματοποιήσει οι δικαιούχοι.