Η μετάβαση από το ελεύθερο εμπόριο στον νεο-μερκαντιλισμό συνέβη ξαφνικά και προκαλεί παγκόσμιες αναταράξεις. Το νέο οικονομικό περιβάλλον, το οποίο καθορίζεται από την πολιτική δασμών που επέβαλε ο Ντόναλντ Τραμπ, διερευνά στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Από τον πληθωρισμό στους δασμούς» (εκδόσεις Παπαζήση) ο καθηγητής και υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Θεόδωρος Πελαγίδης, ο οποίος είναι καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και διετέλεσε υπουργός Οικονομικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Μαΐου – Ιουνίου 2023.

«Η κυνική νομισματοποίηση της ισχύος είναι ξεκάθαρα πλέον ο κανόνας» παρατηρεί και προσθέτει ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ εργαλειοποιεί τους δασμούς επειδή το επιτρέπει η ισχύς των ΗΠΑ. Το πρόβλημα, κατά την ανάλυσή του, είναι ότι χωρίς μια κάπως «συμπεριληπτική ευημερία» η δυτική δημοκρατία είναι πολύ δύσκολο να λειτουργήσει υπό αυτές τις εξαιρετικά ανταγωνιστικές συνθήκες διεθνώς.

«Η δε κρατική αρωγή δεν δύναται ποτέ να αναπληρώσει αυτά που θα μπορούσε να δώσει μια υψηλών επενδύσεων, υγιής και ανταγωνιστική οικονομία» παρατηρεί.

Κύριε Πελαγίδη, η δεύτερη θητεία Τραμπ συνοδεύεται από ραγδαίες και ριζοσπαστικές αλλαγές στο παγκόσμιο γεωοικονομικό περιβάλλον. Με αφορμή και την έκδοση του βιβλίου σας με τίτλο «Από τον πληθωρισμό στους δασμούς. Η υπονόμευση της φιλελεύθερης διεθνούς οικονομικής τάξης», μπορείτε να μας εξηγήσετε τι βρίσκεται πίσω από όλα αυτά που βλέπουμε;

«Από τις ελεύθερες αγορές και το ελεύθερο εμπόριο, αυτό που αποκαλούσαμε παγκοσμιοποίηση, περνάμε σε ένα παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό πρότυπο που ονομάζεται “μοντέρνος μερκαντιλισμός ή νεο-μερκαντιλισμός”. Κυβερνήσεις ισχυρές, συχνά μη φιλελεύθερες, ενισχυμένες από τα σύγχρονα μέσα που προσφέρει η ψηφιακή εποχή, επιχειρούν να κατευθύνουν τις αγορές προς το εθνικό συμφέρον. Μαζί με τους μεγάλους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και τις μεγάλες εταιρείες των νέων τεχνολογιών διαμορφώνουν τον νέο κόσμο με μια πράγματι απίστευτη ταχύτητα. Στο πλαίσιο αυτό τα εμπορικά ελλείμματα θεωρείται πως αφαιρούν πλούτο αλλά και ισχύ από την εθνική οικονομία. Ως αποτέλεσμα, τουλάχιστον για τις μεγάλες οικονομίες που διαθέτουν μεγάλες εσωτερικές αγορές, επιχειρείται μια βιομηχανική στρατηγική, μια βιομηχανική πολιτική μέσα από το εργαλείο των δασμών, της υποκατάστασης των εισαγωγών, αλλά και μέσα από την προσπάθεια το εθνικό κεφάλαιο να μείνει εντός των εθνικών συνόρων. Ξεκάθαρα από την εποχή της συνεργασίας και του φιλελεύθερου εμπορίου, στη λογική του σχετικού συγκριτικού πλεονεκτήματος που οδηγεί σε χαμηλού κόστους προϊόντα, περνάμε στον ανταγωνισμό και στην επιθετική συμπεριφορά. Η συμπεριφορά αυτή αντικατοπτρίζει δε την εσωτερική οργή και επιθετικότητα εγχώριων κοινωνικών στρωμάτων που δεν έχουν δει σχετική, επαναλαμβάνω σχετική, βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Η κυνική νομισματοποίηση της ισχύος είναι ξεκάθαρα πλέον ο κανόνας. Η διαδικασία αυτή έχει επιταχυντές, μεγάλους πρωταγωνιστές».

Ωραία, και τι είναι αυτοί οι επιταχυντές, οι πρωταγωνιστές που λέτε; Πώς λειτουργούν; Τι επιδιώκουν;

«Η Κίνα οπωσδήποτε είναι ο ένας. Η συγκεντρωτική πολιτική και οικονομική δομή της επιτρέπει την κατεύθυνση υψηλών κεφαλαίων σε τομείς που εκείνη θεωρεί στρατηγικούς, όπως για παράδειγμα τα data centers στη Δυτική Κίνα, η ρομποτική τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη. Στην ελεύθερη αγορά, για να γίνει κάτι τέτοιο, υπάρχει μια διαδικασία με παρόχους και πελάτες (προσφορά και ζήτηση), η οποία όμως μπορεί να πάρει κάποιο διάστημα και επίσης μπορεί να μην υπακούει σε έναν στρατηγικό στόχο. Ενα πρόσθετο πλεονέκτημα για την Κίνα ή και χώρες μη-φιλελεύθερες, με συγκεντρωτικές δομές εξουσίας, είναι ότι ο περιορισμός των δικαιωμάτων και των ελευθεριών λειτουργεί ως συγκριτικό πλεονέκτημα σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Από την άλλη, ο πρόεδρος Τραμπ πολλές φορές ξενίζει με την αντισυμβατικότητα και την αμεσότητά του· κόβει τον κιμά παρουσία του πελάτη».

Εργαλειοποιεί, εννοείτε, τους δασμούς;

«Ακριβώς. Εργαλειοποιεί τους δασμούς, δηλαδή έναν αντίστροφα προοδευτικό φόρο όπου πληρώνουν όλοι οι καταναλωτές το ίδιο, με σκοπό να βοηθήσει την υποκατάσταση εισαγωγών, να περιορίσει το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, να αυξήσει τα κρατικά έσοδα και να αυξήσει τις βιομηχανικές δουλειές και εισοδήματα. Το προνόμιο της ισχύος που κατέχει η Αμερική τού επιτρέπει να επιβάλει δασμούς χωρίς αντιδράσεις. Η αμερικανική αγορά είναι τεράστια και λειτουργεί ως μονοψώνιο για πολλούς εξαγωγείς, όπως για παράδειγμα η Ευρώπη, της οποίας το μερίδιο στις αμερικανικές εισαγωγές είναι 20%, επιτρέπει την επιβολή αυτού που λέμε στη θεωρία ενός “άριστου δασμού” προς όφελος της αμερικανικής οικονομίας. Σχετικώς προβλέπονται έσοδα 300 δισ. το 2025 για το αμερικανικό δημόσιο που υποφέρει από υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα, ενώ η υποτίμηση του δολαρίου μπορεί να βοηθήσει και σε κάποια αποκλιμάκωση του εμπορικού ελλείμματος. Κατά τη γνώμη μου, ο πρόεδρος Τραμπ είναι ένα παράγωγο της ιστορίας, μια γρήγορη προσπάθεια της Αμερικής να προσαρμοστεί σε αυτό που περιγράφουμε παραπάνω, παρά τις όποιες ενστάσεις μπορεί να έχει κάποιος φιλελεύθερος οικονομολόγος όπως εγώ. Σε κάθε περίπτωση είναι φανερό πια ότι χωρίς μια κάπως “συμπεριληπτική ευημερία” η δυτική δημοκρατία που όλοι ξέρουμε και αγαπάμε είναι πολύ δύσκολο να λειτουργήσει υπό αυτές τις εξαιρετικά ανταγωνιστικές συνθήκες διεθνώς».

Σε αυτόν τον ασταθή κόσμο, μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα πώς μπορεί να κινηθεί ώστε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα;

«Να πω ότι συνήθως επισημαίνονται μερικά οικονομικά μεγέθη τα οποία δεν αποτελούν άμεσο κίνδυνο, όπως το δημόσιο χρέος, το οποίο είναι όμως μακροχρόνια τακτοποιημένο, ενώ και οι ψηφιακοί μηχανισμοί της ΑΑΔΕ εξασφαλίζουν επιπλέον έσοδα-μαξιλάρι από την παραοικονομία. Ή το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο δεν αντικατοπτρίζει ένα έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, αλλά προκύπτει κυρίως από το ανάλογα θετικό ισοζύγιο κεφαλαίων (εισροές) και την υψηλότερη ανάπτυξη από τους εμπορικούς εταίρους. Και δεν προκύπτει από δημοσιονομικά ελλείμματα. Αντιθέτως, ο κίνδυνος που βλέπω εγώ είναι ο εξής: Σε μια εποχή που οι προσπάθειες των χωρών είναι να κρατήσουν τα κεφάλαια των αποταμιεύσεών τους εντός των εθνικών συνόρων, αλλά και σε μια εποχή που ο ανταγωνισμός για την προσέλκυση διεθνών κεφαλαίων είναι εξαιρετικά έντονος, οι εισροές κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία ενδέχεται στο μέλλον να μην αποκρίνονται στη μεγάλη ανάγκη που υπάρχει για αύξηση των εγχώριων επενδύσεων ώστε να αυξηθούν η παραγωγικότητα και στη συνέχεια οι μισθοί χωρίς να αυξηθεί το ανά μονάδα κόστος εργασίας. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα εισοδήματα δεν μπορούν να αυξηθούν αν δεν αυξηθεί η παραγωγικότητα μέσω των επενδύσεων. Διαφορετικά η όποια αύξηση των εισοδημάτων θα οδηγήσει σε πληθωρισμό και σε επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου ακυρώνοντας και τις καλές προθέσεις. Το δυσμενές σενάριο ενός περιορισμού στην εισροή αλλοδαπών κεφαλαίων ή μιας στασιμότητάς τους, σε ένα πλαίσιο συνεχών απαιτήσεων για υψηλότερους μισθούς και συντάξεις (καθώς οι μισθοί είναι τοπικοί ενώ οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών διεθνείς), μπορεί να οδηγήσει σε αμφισβήτηση των εγχώριων θεσμών, του οικονομικού και του πολιτικού συστήματος, καθώς η κρατική αρωγή δεν δύναται ποτέ να μπορεί να αναπληρώσει αυτά που θα μπορούσε να δώσει μια υψηλών επενδύσεων, υγιής και ανταγωνιστική οικονομία».