ZOOM στo «ΒΗΜΑ»

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ:
Άγγελος Σκορδάς
ΓΡΑΦΟΥΝ: Ηλιάνα Δανέζη, Πέτρος Κωνσταντινίδης, Γιωργος Μουρμουρης, Παναγιώτης Σωτήρης, Γιώργος Φωκιανός

Εχουν περάσει 15 χρόνια από την τελευταία φορά που μια χρηματοοικονομική κρίση χτύπησε την πόρτα της παγκόσμιας οικονομίας. Το 2008 η κατάρρευση της Goldman Sachs δημιούργησε ένα τσουνάμι αντιδράσεων στις αγορές, με αποτέλεσμα πολλές χώρες, με πρώτη την Ελλάδα, να αντιμετωπίσουν σημαντικό πρόβλημα με το χρέος τους. Η εμπειρία της 10ετούς ύφεσης έχει αφήσει στη χώρα μας τραυματικές μνήμες και το άκουσμα μιας νέας κρίσης προκαλεί τρόμο στα αφτιά των Ελλήνων.

Τι ισχύει όμως; Πόσο ευάλωτη είναι η ελληνική οικονομία σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς και πόσο πρέπει να μας ανησυχεί η ασταθής κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας;

Οι νέες συνθήκες

Από το 2008 μέχρι σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Η πανδημία του κορωνοϊού δημιούργησε παντελώς νέες συνθήκες και έβαλε ταφόπλακα στην εποχή της λιτότητας στην ευρωζώνη, ενώ η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιούργησε την ανάγκη απεξάρτησης από την εισαγόμενη εξ ανατολάς ενέργεια και της επιτάχυνσης της ενεργειακής μετάβασης.

«Υπάρχει μια παγκόσμια μεταβλητότητα (volatility) που δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί τα τελευταία 15 χρόνια» επισημαίνει, μιλώντας στο «Βήμα», ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας. «Ωστόσο, το να ορίσουμε τη συνθήκη αυτή ως κρίση είναι μάλλον άστοχο» σημειώνει, από την πλευρά της, η Μαρία Δεμερτζή, οικονομολόγος και ανώτατη ερευνήτρια στο think tank ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής Bruegel, με έδρα τις Βρυξέλλες. «Ζούμε την περίοδο μετά την κρίση, μια μετάβαση προς μια νέα κανονικότητα – ή τέλος πάντων προς μια διαχειρίσιμη συνθήκη» προσθέτει η ίδια.

Επιμένει ο πληθωρισμός

«Η παρούσα συνθήκη βασίζεται στην ενεργειακή κρίση και στην κρίση στις τιμές των τροφίμων. Οι τιμές αυτές πέφτουν σήμερα και οδεύουν προς τα επίπεδα πριν από το 2021» λέει ο Φραντσέσκο Σαρατσένο, υποδιευθυντής του Οικονομικού Παρατηρητηρίου OFCE του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών του Παρισίου (Sciences Po) και συμπληρώνει:

«Ο πληθωρισμός είναι μεν προσωρινός σαν φαινόμενο, αλλά έχει αποδειχθεί πιο επίμονος από ό,τι περίμεναν οι περισσότεροι. Η επιμονή του πληθωρισμού, σε συνδυασμό με τους στάσιμους μισθούς, οδηγεί σε μείωση της αγοραστικής δύναμης, που με τη σειρά της φέρνει τη συμπίεση της ζήτησης. Αυτός είναι κατά τη γνώμη μου ο βασικός παράγοντας που θα οδηγήσει στην αρνητική πορεία της οικονομίας που περιμένουμε τους επόμενους μήνες».

Στάσιμη ανάπτυξη

Για να ελέγξουν τον πληθωρισμό, οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο έχουν αυξήσει τα επιτόκια δανεισμού τους, στα οποία προσαρμόζονται και οι εμπορικές τράπεζες. Αυτό κάνει τον δανεισμό πιο ακριβό, δημιουργώντας αρνητικό σοκ στη ζήτηση. Ετσι, μειώνεται η κατανάλωση, με αποτέλεσμα να μειώνεται και ο ρυθμός ανάπτυξης.

«Η παγκόσμια οικονομία κινείται σε μια νέα ισορροπία, έχοντας αποφύγει προς το παρόν την ύφεση, παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας και της κρίσης στις αγορές ενέργειας. Ομως, η ισορροπία αυτή χαρακτηρίζεται από χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης και, κυρίως, έχει σημαντικά στοιχεία αστάθειας, δηλαδή αυξημένη πιθανότητα εκτροπής προς μια διαταραχή με σοβαρές συνέπειες» υπογραμμίζει ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ (Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών) και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Νίκος Βέττας.

«Ενας δεύτερος παράγοντας, ο οποίος δεν τονίζεται αρκετά, είναι το γεγονός ότι η νομισματική πολιτική επηρεάζει την οικονομία μακροπρόθεσμα, όχι άμεσα. Οι οικονομολόγοι συμφωνούμε γενικά ότι οι επιπτώσεις της αλλαγής νομισματικής πολιτικής αρχίζουν να είναι ορατές 12 με 18 μήνες μετά» λέει ο Φραντσέσκο Σαρατσένο, υπενθυμίζοντας ότι είμαστε μόλις στην αρχή, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ξεκίνησε την αύξηση των επιτοκίων τον Ιούλιο του 2022.

«Το τέλος των συνεπειών της αλλαγής νομισματικής πολιτικής φαίνεται 29 με 36 μήνες μετά, επομένως τους ερχόμενους μήνες θα δούμε τις επιπτώσεις πιο έντονα»

Κρίση χρέους

«Το τέλος των συνεπειών της αλλαγής νομισματικής πολιτικής φαίνεται 29 με 36 μήνες μετά, επομένως τους ερχόμενους μήνες θα δούμε τις επιπτώσεις πιο έντονα. Αυτό με οδηγεί στο να πιστεύω ότι θα μπούμε σε μια ύφεση – η Γερμανία βρίσκεται ήδη σε ύφεση, τεχνικά μιλώντας, ενώ η Ιταλία πιθανότατα θα μπει στο επόμενο τρίμηνο. Στην καλύτερη περίπτωση θα έχουμε στάσιμη ανάπτυξη συνολικά στην ευρωζώνη για τους επόμενους κάποιους μήνες» προσθέτει.

Ωστόσο, ο οικονομολόγος της Sciences Po δεν θεωρεί πως αυτό θα οδηγήσει σε μια κρίση χρέους. «Η ΕΚΤ δεν θα επιτρέψει κάτι τέτοιο, θα επέμβει άμεσα. Το «whatever it takes» (οτιδήποτε χρειαστεί) του Μάριο Ντράγκι εξακολουθεί να ισχύει» τονίζει.

Η Μαρία Δεμερτζή, ωστόσο, είναι πιο επιφυλακτική: «Σε σύγκριση με το 2008, η ευρωπαϊκή οικονομία είναι πολύ καλύτερα προετοιμασμένη για μια τραπεζική κρίση. Το αν θα εξαπλωθεί ένα πρόβλημα, εξαρτάται από το ποιον θα χτυπήσει. Αν μια μικρή χώρα παρουσιάσει θέμα με το χρέος της, εκτιμώ ότι θα μπορέσουμε να το λύσουμε με τα εργαλεία που έχουμε. Αν όμως μια μεγάλη χώρα έχει θέμα με το χρέος της – και όταν λέμε μεγάλη χώρα, εννοούμε την Ιταλία συγκεκριμένα –, τότε το πρόβλημα θα είναι πολύ σοβαρό. Δεν έχουμε τα ποσά που χρειάζονται και δεν ξέρω αν υπάρχει και η πολιτική βούληση για να λυθεί ένα τέτοιο πρόβλημα».