Ο αμερικανός συγγραφέας O. Henry θέλοντας να περιγράψει τις εμπειρίες του στην Ονδούρα επινόησε το 1904 τον όρο «banana republic», που στα ελληνικά τον αποδίδουμε συνήθως ως «μπανανία». Με μια διεφθαρμένη κυβέρνηση, πιόνι στις πιέσεις του ξένου παράγοντα, η Ονδούρα επιβίωνε χάρη στις μπανάνες, τα κέρδη των οποίων καρπώνονταν μία-δύο ιδιωτικές αμερικανικές εταιρείες, οι οποίες ήλεγχαν και όλο το σύστημα υποδομών της χώρας. Το πετυχημένο «παράδειγμα» της Ονδούρας μεταφέρθηκε και σε άλλες «δημοκρατίες της μπανάνας», όπως Γουατεμάλα, Κόστα Ρίκα, Ελ Σαλβαδόρ και Νικαράγουα. Σήμερα ο όρος «μπανανία» έχει περάσει στην πολιτική και αναφέρεται σε μια χώρα όπου το κράτος δεν λειτουργεί και οι νόμοι δεν εφαρμόζονται.

Απευθυνόμενος όχι σε μπανανοεταιρείες αλλά στους παγκόσμιους κολοσσούς των καταναλωτικών προϊόντων, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε πως «η Ελλάδα δεν είναι μπανανία», ενώ μετά και την επιβολή υψηλών προστίμων σε Unilever και Procter & Gamble δείχνει να το εννοεί.

Φτάνει όμως αυτό; Ειδικά όταν τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι οι καταναλωτές πληρώνουν ακριβότερα πολλά προϊόντα σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης; Μήπως τελικά είμαστε μπανανία;

Crash test σε 10 προϊόντα

Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε «Το Βήμα», συγκρίνοντας τις τιμές όμοιων προϊόντων στα ηλεκτρονικά καταστήματα κορυφαίων αλυσίδων σουπερμάρκετ στην Ελλάδα και σε ακόμα 4 χώρες, προκύπτουν ιδιαίτερα μεγάλες αποκλίσεις.

Ετσι ενώ η αύξηση του ονομαστικού μισθού στη χώρα μας υπολείπεται σημαντικά από την αύξηση των τιμών, οι οποίες φαίνεται να ανεβαίνουν εκ νέου, οι γονείς πληρώνουν ακριβότερα το γάλα πρώτης βρεφικής ηλικίας, από 13,4% έως 43,2%, σε σχέση τις μαμάδες και τους μπαμπάδες στην Ισπανία, στην Αγγλία, στη Γαλλία, όπως και στη γειτονική Κύπρο.

Σε υψηλότερες τιμές συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου οι κάτοικοι έχουν πολύ μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη πωλούνται στα ελληνικά ράφια και οι κάψουλες για το πλυντήριο πιάτων γνωστής πολυεθνικής εταιρείας παρότι διατίθενται στα εγχώρια σουπερμάρκετ με μειωμένη τιμή λόγω εκτεταμένων προωθητικών ενεργειών. Το ίδιο συμβαίνει με δημοφιλή οδοντόκρεμα, όπως και με απορρυπαντικό γενικού καθαρισμού κορυφαίου ξένου ομίλου.

Ο στιγμιαίος καφές στην Ελλάδα είναι ακριβότερος κατά 52,8% συγκριτικά με τη φθηνότερη Γαλλία, ωστόσο ανά τακτά διαστήματα το εν λόγω προϊόν πωλείται με έκπτωση στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα η τιμή να υποχωρεί.

Πασίγνωστο αφρόλουτρο πολυεθνικής εταιρείας πωλείται στην Ελλάδα προς 8,75 ευρώ το λίτρο, όταν στην Ισπανία το ίδιο προϊόν είναι 16,9% φθηνότερο, ενώ στα παιδικά δημητριακά πρωινού οι διαφορές τιμής είναι χαώδεις.

Κάπως πιο ισορροπημένη είναι η κατάσταση όσον αφορά αντιπιτυριδικό σαμπουάν πολυεθνικής με υψηλό μερίδιο στην εγχώρια αγορά, αλλά και δημοφιλές αγελαδινό εισαγόμενο βούτυρο.

Ας σημειωθεί πάντως ότι έλεγχοι για παραβίαση του πλαφόν στο μεικτό περιθώριο κέρδους – και πιθανόν τα πρόστιμα – δεν εξαντλούνται στην Unilever και στην Procter & Gamble, στις οποίες επιβλήθηκε πρόστιμο 2 εκατ. ευρώ – από 1 εκατ. στην καθεμία – για αθέμιτη κερδοφορία. Ηδη βρίσκεται σε εξέλιξη το «ξεψάχνισμα» ακόμα 20 μεγάλων εταιρειών, εκ των οποίων οι 6 πολυεθνικές από τους κλάδους των προϊόντων ατομικής υγιεινής, των απορρυπαντικών και καθαριστικών σπιτιού, του καφέ και των τροφίμων.

 

Πώς «φουσκώνουν»

Γιατί όμως οι πολυεθνικές πουλάνε ακριβότερα τα προϊόντα τους στην Ελλάδα; Εκτός από το προφανές – επειδή μπορούν λόγω της υψηλής ζήτησης -, υπάρχουν διάφοροι λόγοι που επικαλούνται, ειδικά οι εταιρείες που δεν έχουν παραγωγική βάση στη χώρα μας και λειτουργούν μόνο σε εμπορικό επίπεδο.

Το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς που δημιουργεί συνθήκες αύξησης των περιθωρίων κέρδους, η έλλειψη παραγωγικών εγκαταστάσεων, η «εκπαίδευση» των καταναλωτών να κυνηγούν τις προσφορές, που στην πλειονότητά τους είναι ποσοτικές, η χαμηλή διείσδυση της ιδιωτικής ετικέτας, παρά την άνοδο τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς και το κόστος των logistics και της μεταφοράς, είναι οι λόγοι που εξηγούν τις αποκλίσεις των τιμών, επισημαίνουν στελέχη της αγοράς.

Ωστόσο ένας βασικός λόγος για τις διαφορές που καταγράφονται συγκρίνοντας όμοια προϊόντα δεν έχει να κάνει με τις πολυεθνικές, αλλά με τις εθνικές πολιτικές, όπως η διατήρηση του ΦΠΑ στα ύψη, με τη χώρα μας να βρίσκεται στην πρώτη 5άδα των ευρωπαϊκών χωρών με τους υψηλότερους συντελεστές.

Την ίδια ώρα, οι μέθοδοι τις οποίες εφαρμόζουν οι πολυεθνικές για να «φουσκώνουν» τις τιμές των προϊόντων στην ελληνική αγορά ελέγχοντας το 60% των προϊόντων μαζικής κατανάλωσης (τρόφιμα, απορρυπαντικά, είδη νοικοκυριού κ.λπ.) δεν είναι κρυφές ούτε καινούργιες.

Η υπερτιμολόγηση και η υποτιμολόγηση αγαθών και υπηρεσιών κατά τέτοιον τρόπο ώστε να ελαχιστοποιείται η συνολική φορολογική επιβάρυνση του μητρικού ομίλου, η επιβολή υψηλών royalties σε εταιρείες του ίδιου ομίλου, τα υψηλά επιτόκια δανεισμού από τη μητρική στις θυγατρικές και η αγορά πρώτων υλών έναντι ακριβών τιμών από εμπορικές εταιρείες του ομίλου που έχουν έδρα σε άλλες χώρες είναι οι πιο γνωστές τακτικές που ακολουθούνται για να ανεβάζουν το κόστος των πωλούμενων προϊόντων.

Ηρθαν για να μείνουν

Παράγοντες της αγοράς αναφέρουν ότι οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων ήρθαν για να μείνουν και δεν προβλέπεται κάποια μείωση στο άμεσο μέλλον. Να σημειωθεί ότι παρατηρείται το παράδοξο φαινόμενο στην Ελλάδα οι τιμές σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης να είναι πιο υψηλές από άλλες χώρες της Ευρώπης όπου οι κάτοικοι έχουν υπερδιπλάσια εισοδήματα.

Ωστόσο για τις αυξήσεις των τιμών, όπως αναφέρει ο κ. Γιάννης Πηλίδης, πρόεδρος της Ενωσης Μικρών και Μεσαίων Σουπερμάρκετ, φταίνε, ως κάποιο σημείο, και οι ίδιοι οι καταναλωτές. «Μια πολυεθνική πουλάει σε μια χώρα ένα προϊόν και τι κάνει; Δοκιμάζει τις αντοχές του καταναλωτή. Δηλαδή λέει μια πολυεθνική: στόχος μου είναι στην Ελλάδα να πουλήσω 100.000 τεμάχια από το συγκεκριμένο προϊόν. Αν η τιμή στην οποία πουλιέται το προϊόν καλύπτει τον στόχο της πολυεθνικής, η εταιρεία αυτή δεν πρόκειται να ρίξει ποτέ την τιμή. Αν αντί 100.000 πουλήσει 70.000 τεμάχια, αρχίζουν και χτυπάνε τα καμπανάκια και αρχίζει να μειώνει τις τιμές. Δηλαδή τα κύματα ακρίβειας οφείλονται και λίγο στους καταναλωτές. Αν αναρωτιόμαστε γιατί στην Ελλάδα τα ίδια προϊόντα είναι ακριβότερα απ’ ό,τι σε άλλες χώρες, η απάντηση είναι απλή: επειδή οι έλληνες καταναλωτές τα πληρώνουν.

Στη Γερμανία τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν μερίδιο 35%. Στην Ελλάδα έχουν 20%. Οι Γερμανοί παρ’ όλο που είναι πιο ευκατάστατοι προτιμούν τα προϊόντα ετικέτας περισσότερο από τους Ελληνες. Με αποτέλεσμα να πιέζονται οι πολυεθνικές ώστε να κρατούν τις τιμές σε χαμηλότερα επίπεδα. Οι πολυεθνικές καθορίζουν την εμπορική τους πολιτική ανάλογα με τις πωλήσεις τους. Τα περιθώρια που έχουν είναι μεγάλα. Αν δεν πέσουν οι πωλήσεις, δεν πρόκειται να πέσουν οι τιμές. Η πικρή αλήθεια είναι ότι οι τιμές τα τελευταία δύο χρόνια ανέβηκαν κατά μέσο όρο γύρω στο 30%. Ο όγκος πωλήσεων στα χρόνια αυτά μειώθηκε κατά 5%. Αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές αντέχουν τις αυξήσεις στις τιμές» επισημαίνει.

«Φωτιά» στα ακίνητα

Αρνητική πρωτιά καταγράφει η χώρα μας στον δείκτη υπερβολικής επιβάρυνσης λόγω κόστους στέγασης. Το 2022 το 27% του πληθυσμού της χώρας επωμίστηκε κόστος στέγασης που αναλογούσε σε ποσοστό άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του, όταν το αντίστοιχο ποσοστό πληθυσμού στη ζώνη του ευρώ διαμορφώθηκε σε 9,4%. Η θέση της Ελλάδας στην κατάταξη επηρεάζεται από το χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ας σημειωθεί ότι οι συνιστώσες που συμπεριλαμβάνονται στο κόστος στέγασης είναι η τακτική συντήρηση και επισκευή και το κόστος των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (νερό, ηλεκτρική ενέργεια, φυσικό αέριο και θέρμανση), και επιπλέον για τους μεν ιδιοκτήτες οι πληρωμές τόκων ενυπόθηκων δανείων, ασφάλιση και φόροι, για τους δε ενοικιαστές οι πληρωμές ενοικίου.

Αυξάνονται οι οφειλές

Το σφυροκόπημα της ακρίβειας στα νοικοκυριά αποτυπώνεται και στην ανοδική πορεία που καταγράφουν οι απλήρωτοι λογαριασμοί του ρεύματος. Παρά τις επιδοτήσεις, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές υφιστάμενων και παλαιών πελατών στη χαμηλή τάση συνέχισαν να αυξάνονται προς όλες τις εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας, φτάνοντας τα 2,1 δισ. ευρώ.

Οπως προκύπτει από τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (πρώην Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας), η πλειονότητα των οφειλών, ήτοι 1,05 δισ. ευρώ, αφορά τους οικιακούς πελάτες, ενώ οι μικρές εμπορικές-βιομηχανικές επιχειρήσεις (φούρνοι, καταστήματα, βιοτεχνίες κ.λπ.), που λειτουργούν επίσης στη χαμηλή τάση, έχουν σωρεύσει οφειλές 950 εκατομμυρίων. Σχεδόν στα 107 εκατ. έχουν φτάσει οι συνολικές οφειλές των καταναλωτών που είναι ενταγμένοι στο Κοινωνικό Τιμολόγιο (ΚΟΤ).

Απανωτά τσουνάμι ακρίβειας

Απειλούνται με φτωχοποίηση τα νοικοκυριά

Τα ελληνικά νοικοκυριά βρίσκονται αντιμέτωπα με απανωτά τσουνάμι ακρίβειας, καθώς στις ήδη πολύ υψηλές τιμές τροφίμων και καταναλωτικών προϊόντων έρχονται να προστεθούν οι αυξήσεις στην τιμή της ενέργειας, της στέγασης, αλλά και των επιτοκίων στα δάνεια. Πρόκειται για ένα περιβάλλον που καταναλωτές και ειδικοί της αγοράς χαρακτηρίζουν ως «η τέλεια καταιγίδα», η οποία απειλεί με φτωχοποίηση μεγάλο μέρος των νοικοκυριών που βλέπουν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται πολύ λίγο τη στιγμή που όλα γύρω ακριβαίνουν. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Eurostat η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων έχει κατρακυλήσει στο 56,9% το 2022, από το 87,2% το 2006.

Από την πλευρά της η κυβέρνηση επιχειρεί να διατηρήσει μια ανεκτή ισορροπία μεταξύ της κοινωνικής πολιτικής και των δημοσιονομικών στόχων ποντάροντας στην αποτελεσματικότητα των μέτρων κατά της αισχροκέρδειας, όπως οι εντατικότεροι έλεγχοι και τα αυστηρά πρόστιμα σε μεγάλες εταιρείες, καθώς και σε πρωτοβουλίες για τη στήριξη συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, π.χ. νέοι, αναφορικά με την απόκτηση κατοικίας.

Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά η κυρία Παναγιώτα Καλαποθαράκου, πρόεδρος της ΕΚΠΟΙΖΩ, «οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων είναι το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα ελληνικά νοικοκυριά τον τελευταίο καιρό. Στη συνέχεια έχουμε την ενέργεια, δηλαδή τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου, που παρά τις επιδοτήσεις που είχαμε και οι οποίες έχουν τώρα μειωθεί, είναι αναντίστοιχα υψηλοί σε σχέση με την αγοραστική δύναμη του καταναλωτή. Επίσης έχουμε πολλές καταγγελίες που εδράζονται στην αύξηση των επιτοκίων των δανείων. Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Οι δόσεις έχουν απογειωθεί και ακόμα και οι συνεπείς οφειλέτες δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Πολύ υψηλές είναι και οι προμήθειες που χρεώνουν οι τράπεζες. Ενας άλλος σημαντικός τομέας είναι και τα ενοίκια. Είναι τεράστιο πρόβλημα γιατί ένα μεγάλο μέρος του εισοδήματος πάει στην κάλυψη αναγκών στέγης. Τα ενοίκια που ζητάνε αυτή τη στιγμή είναι εκτός ελληνικής πραγματικότητας και δεν μπορεί κάποιος με έναν βασικό μισθό περίπου 1.000 ευρώ να πληρώνει. Σε μεσαίες περιοχές το δυάρι νοικιάζεται πλέον από 500 ευρώ και πάνω»

«Πραγματικά δεν ξέρω τι θα κάνουμε τον χειμώνα. Θα ζεσταθούμε; Θα μαγειρεύουμε; Θα ανάβουμε τον θερμοσίφωνα; Τι θα κάνουμε; Η κυβέρνηση λέει ότι θα βάλει φραγμούς στις πολυεθνικές, αλλά όποιες προσπάθειες γίνονται πέφτουν στο κενό» τονίζει ο κ. Γ. Λεχουρίτης, πρόεδρος του Ινστιτούτου Καταναλωτών. «Ενας παράγοντας για τον οποίο μιλάνε πολλοί και δεν γίνεται τίποτα είναι ο ΦΠΑ, ο οποίος στην Ελλάδα για τα τρόφιμα είναι πολύ υψηλότερος απ’ ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και αυτό σίγουρα επηρεάζει τις τιμές. Κάποια στιγμή θα πρέπει να το δούμε και αυτό» σημειώνει ο κ. Λευτέρης Κιοσές, γενικός διευθυντής του Iνστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ).