Πρόσφατα, ανώτερο στέλεχος μιας εκ των εταιρειών διαχείρισης κόκκινων δανείων παραδέχθηκε σε μια επικοινωνιακού τύπου εκδήλωση ότι «περίπου 2.000.000 οντότητες» (αυτόν ακριβώς τον όρο χρησιμοποίησε) παραμένουν υπόχρεες απέναντι στους servicers και τα όποια περιουσιακά τους στοιχεία, ακίνητα και δραστηριότητες είναι δεσμευμένα, ελεγχόμενα και έτοιμα προς εκποίηση, αν για οποιονδήποτε λόγο οι οφειλέτες δεν είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από τη μακρόχρονη υπερχρέωσή τους. Οι περίπου 2.000.000 οικονομικές οντότητες, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, οφείλουν περίπου 40 δισ. ευρώ και οι servicers φιλοδοξούν να εισπράξουν για λογαριασμό των συνδεδεμένων τραπεζών, κατ’ ελάχιστον τα 23 δισ. ευρώ από αυτά. Γεγονός που σημαίνει ότι σχεδόν το 40% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας παραμένει δεσμευμένο από μια ασφυκτική θηλιά χρέους.
Το ερώτημα
Και το ερώτημα που λογικά και ευθέως τίθεται, είναι κατά πόσον αυτή η επώδυνη συνθήκη και εξάρτηση επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Οι τρέχοντες οικονομολόγοι, οι θεράποντες της αγοράς, αντιμετωπίζουν τη συγκεκριμένη απολύτως περιοριστική της οικονομικής ελευθερίας συνθήκη, ως φυσική εξυγιαντική διαδικασία, μη αξιολογώντας την έκταση, το βάρος και το βάθος της. Αλήθεια, ποια πανεπιστημιακή οικονομική σχολή ερεύνησε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και την επίδρασή της στο σώμα της οικονομίας και της κοινωνίας; Καμία!
Είναι αυτό ευρύτερο θέμα και πρόβλημα. Εσχάτως περισσεύουν διεθνώς οι αμφισβητήσεις για τους προσανατολισμούς της οικονομικής επιστήμης. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που την παρουσιάζουν σχεδόν σαν αίρεση, επικρίνοντας τα υψηλού επιπέδου δυτικά πανεπιστημιακά ιδρύματα ότι διδάσκουν την ιδεολογία ως αλήθεια. Σύμφωνα με έκθεση του Rethinking Economics, που αξιολόγησε 16 κορυφαία βρετανικά πανεπιστήμια, μεταξύ των οποίων η Οξφόρδη, το LSE, το Κέιμπριτζ και άλλα, τα οικονομικά διδάσκονται ως επί το πλείστον απομονωμένα από τις άλλες κοινωνικές επιστήμες. Σύμφωνα πάντα με την ίδια έρευνα, το 55% των μεγάλων βρετανικών πανεπιστημίων δεν παρέχουν ουσιαστική διδασκαλία για κρίσιμες πλευρές και πτυχές της δυτικής οικονομικής ανάπτυξης, όπως η δουλεία, ο αποικισμός, η παγκόσμια ιστορία και η ηθική.
Τα παραπάνω θέματα απουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό από τα αμφιθέατρα και τις τάξεις των καλύτερων πανεπιστημίων της Ευρώπης. Από τις 480 θεωρητικές ενότητες που αξιολογήθηκαν, σχεδόν το 90% επικεντρώνεται στην κυρίαρχη νεοκλασική οικονομική θεωρία, η οποία διδάσκεται σχεδόν εξ ολοκλήρου. Είναι χαρακτηριστικό επίσης το γεγονός ότι σύγχρονα θέματα και προβλήματα, όπως αυτά της κλιματικής κρίσης και της βιωσιμότητας, παραπέμπονται προς τιμολόγηση στις αγορές.
Βάσει και των παραπάνω, ορισμένοι από τους πολλούς πια επικριτές φθάνουν στο σημείο να υποστηρίζουν ότι η δυτική οικονομική επιστήμη είναι απολύτως προβληματική, αποδίδοντάς την ως ιδεολογική επιβολή, μεταμφιεσμένη σε παιδαγωγική. Και σημειώνουν περιπαικτικά ότι «στα κορυφαία πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου τα οικονομικά δε διδάσκονται, παρά λατρεύονται!».
Επιμένουν δε ότι «δεν παρακολουθούν την πραγματική ζωή, παρά διδάσκουν τα οικονομικά, απομονωμένα από την πολιτική, από την κοινωνιολογία ή την ανθρωπολογία, με γνώμονα μόνο τις αγορές, σαν αυτές να λειτουργούν εν κενώ, ωσάν οι θεσμοί και η εξουσία να μην έχουν σημασία, να μην επιδρούν και να μην έχουν καμία επιρροή».
Η κλιματική κρίση
Προς επίρρωση των παραπάνω σημειώνουν πως όταν διδάσκεται η κλιματική κρίση, αυτή ανάγεται σε πρόβλημα τιμολόγησης, ο άνθρακας για τους διδάσκοντες είναι μια εξωτερική επίδραση και η πιθανή πια περιβαλλοντική κατάρρευση ως κάτι που μπορεί να ανταλλαχθεί.
Οι πιο υποψιασμένοι δεν κρύβουν ότι «αυτή είναι η κληρονομιά του Μίλτον Φρίντμαν, το δόγμα του έχει αντικαταστήσει την έρευνα, με αποτέλεσμα η ιδεολογία του να αποτελεί θεμέλιο του προγράμματος σπουδών και τα νεοφιλελεύθερα μοντέλα του να έχουν αντικαταστήσει στην κυριολεξία τον κόσμο».
Προχωρούν δε ακόμη παραπέρα, υπογραμμίζοντας ότι το αποτέλεσμα της επικρατήσασας οικονομικής θεολογίας είναι οικονομολόγοι μιας κοπής, απολύτως ταυτισμένοι με το κεφάλαιο και αποκομμένοι από την πραγματική ζωή και τις ανάγκες των πολλών ανθρώπων. Και το κυρίαρχο δόγμα της δεν είναι άλλο παρά αυτό που θέλει «το κράτος να μην μπορεί, να αποτυγχάνει και μόνο οι ανοιχτές και αυτορρυθμιζόμενες αγορές να είναι αυτές που μπορούν». Ουδέν ψευδέστερον, λένε οι αμφισβητίες, και παραπέμπουν στα πολλά παραδείγματα της Ασίας, σε αντιπαραβολή με εκείνα της Αμερικής, η οποία πλέον αποδίδει ολοένα και περισσότερες σάπιες υποδομές, που προδίδουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες και δεν επιτρέπουν τη διεκδικούμενη παραγωγική ανασύνταξη και ανασυγκρότηση της άλλοτε κυρίαρχης αμερικανικής παραγωγής.
Και προσθέτουν χαρακτηριστικά ότι το αποτέλεσμα της επικράτησης των συγκεκριμένων δογμάτων ήταν «μια γενιά οικονομολόγων ακατάλληλα εκπαιδευμένων απέναντι στην πραγματικότητα, τυφλών απέναντι στον κόσμο που υποτίθεται μελετούν, οικονομολόγους που αντιμετωπίζουν τις αγορές ως φυσική επιλογή, τις ανισότητες ως αποτελεσματικές, τις μόνες ικανές να κινήσουν τον κόσμο και σε αντιδιαστολή βλέπουν τις κυβερνήσεις ως στρεβλωτικούς μηχανισμούς και τις όποιες απόπειρες ελέγχου προβληματικές».
Κατήχηση, όχι επιστήμη
Κοινώς, τα νεοφιλελεύθερα δόγματα κυριαρχούν, τα πανεπιστήμια ερευνούν μονοσήμαντα υπέρ αυτών, αρνούμενα να ασχοληθούν με ό,τι τα κρίνει και τα αμφισβητεί. «Αυτό δεν είναι επιστήμη, είναι κατήχηση και δογματική, πρόκειται για ένα ιερατείο που υπηρετεί το κεφάλαιο και όχι τις κοινωνίες», υπογραμμίζουν μετά πάθους οι αμφισβητίες και προτρέπουν την ακαδημαϊκή κοινότητα να ασχοληθεί «με την πραγματική οικονομία και ζωή, να συμπεριλάβουν την Ιστορία στην έρευνά τους, να αναδείξουν πτυχές της ηθικής, των θεσμών και να ασχοληθούν με αυτές καθαυτές τις υλικές συνθήκες της ζωής».
Αλλά, όπως οι ίδιοι επισημαίνουν, μια τόσο διαφορετική προσέγγιση θα σήμαινε την αντιμετώπιση της αυτοκρατορίας του χρέους και των αποτυχιών της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων και την ελευθέρωση του κόσμου από τη λαβή της Σχολής του Σικάγου. Ίσως απέχουμε πολύ από το γκρέμισμα του ναού που έχτισε εδώ και πολλές δεκαετίες ο Μίλτον Φρίντμαν, αλλά οι αμφισβητήσεις περισσεύουν. Τα ακαδημαϊκά ιδρύματα δεν μπορούν πλέον να τις προσπεράσουν, ούτε επιδεικτικά να τις αγνοήσουν. Οφείλουν κατ’ ελάχιστον, στο όνομα της ακαδημαϊκής τους ελευθερίας που προασπίζονται, να εντάξουν στις έρευνές τους τις άλλες εκδοχές της οικονομικής ανάπτυξης…



