Ανατρέχοντας στην Ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων ξεχωρίζει, μεταξύ άλλων, ένα κλασικό μοτίβο: Η εκάστοτε ηγεσία στην Αγκυρα, κεμαλικής ή ισλαμιστικής προέλευσης, εξοργίζεται όταν η Αθήνα εμπλέκει στα διμερή ζητήματα τρίτους παίκτες. Δηλαδή τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ευρωπαίους. Ή, ακόμη περισσότερο, όταν «το κακομαθημένο παιδί της Δύσης», όπως συχνά αποκαλείται στη γείτονα η Ελλάδα, καταγγέλλει διεθνώς τον τουρκικό αναθεωρητισμό με στόχο να ανακόψει τη γεωπολιτική μεγέθυνση της χώρας.

Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες που φθάνουν στο «Βήμα» από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, αλλά και όπως προκύπτει από το κλίμα που καλλιεργείται συστηματικά τις τελευταίες εβδομάδες στην Τουρκία, ο Ταγίπ Ερντογάν φέρεται έντονα εκνευρισμένος έναντι της Αθήνας καθώς διαπιστώνει ότι, παρά τους ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας και τις προσπάθειες σύγκλισης, η ελληνική πρωτεύουσα επιχειρεί να ανασχέσει τόσο τη συμπερίληψη της Αγκυρας στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής αυτονομίας, όσο και την πιθανολογούμενη επιστροφή της στο πρόγραμμα των F-35.

Οσον αφορά το πρόγραμμα SAFE, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δεσμευτεί σε τουλάχιστον τρεις πρόσφατες δημόσιες παρεμβάσεις του ότι θα απαιτήσει από τον τούρκο πρόεδρο να αποσύρει το casus belli προκειμένου να επιτραπεί η πρόσβαση της Αγκυρας στα ευρωπαϊκά κονδύλια για την άμυνα. Οσο δε για τα αμερικανικά μαχητικά, αμέσως μόλις έγινε γνωστό ότι ο Ντόναλντ Τραμπ προσκάλεσε στον Λευκό Οίκο τον κ. Ερντογάν, κύκλοι της Αθήνας υπενθύμιζαν τις κυρώσεις που ισχύουν σε βάρος της Αγκυρας υπό τον σκληρό όρο απενεργοποίησης των ρωσικών S-400, αναδεικνύοντας παραλλήλως τις εν εξελίξει πρωτοβουλίες του ελληνοαμερικανικού λόμπι με στόχο να κρατηθεί η Τουρκία μακριά από το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Ουάσιγκτον.

Το χρονικό της ματαίωσης

Αμφότερες οι ελληνικές πρωτοβουλίες ανακυκλώθηκαν συστηματικά στη δημόσια σφαίρα της Τουρκίας, κατακρινόμενες κατά κόρον από τον φιλοκυβερνητικό αλλά και τον αντιπολιτευόμενο Τύπο. Στη βάση αυτών, και σε συνδυασμό με την ελληνοτουρκική ένταση που τις τελευταίες εβδομάδες κλιμακώνεται στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο με επίκεντρο την εμπλοκή της Chevron στα νότια της Κρήτης, η ατμόσφαιρα πέριξ της πολυαναμενόμενης συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη είχε πυροδοτηθεί εν τη γενέσει της. Ως γνωστόν, η τελική κατάληξη ήταν να αναβληθεί η συνάντηση κατόπιν του – διπλωματικά απρεπούς – αιτήματος αναβολής από την τουρκική πλευρά.

Η πρώτη αντίδραση της ελληνικής αποστολής ήταν να υποβαθμίσει την αναβολή, καθώς τα προγράμματα των δύο ηγετών ήταν πράγματι ασφυκτικά, ενώ η πρωτοβουλία του αμερικανού προέδρου να συγκαλέσει διάσκεψη για το Παλαιστινιακό με τη συμμετοχή και του κ. Ερντογάν, μισή ώρα μετά το προγραμματισμένο ελληνοτουρκικό τετ α τετ της Τρίτης, έγινε γνωστή μόλις το προηγούμενο βράδυ.

Ομως, λίγες ώρες αργότερα και προτού η αναβολή μετατραπεί σε ματαίωση, το ζήτημα έλαβε αξιοσημείωτη δυναμική, πρώτα με τη διαρροή της «Μιλιέτ» περί ενόχλησης της Αγκυρας για την πρόωρη δημοσιοποίηση του ραντεβού από την ελληνική πλευρά και στη συνέχεια με την παρέμβαση της «ανώτατης κυβερνητικής πηγής», η οποία διέψευσε την τουρκική εφημερίδα αλλά και ουσιαστικά ξεκαθάρισε ότι το τετ α τετ κορυφής δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί.

Ρωγμή στο θετικό κλίμα

Το θετικό κλίμα είχε διαρραγεί καθώς, όπως επιβεβαιώνουν και ελληνικές πηγές, υπήρχε πράγματι καταρχήν συμφωνία να ανακοινωθεί η συνάντηση ταυτοχρόνως και από κοινού, όπως για παράδειγμα συμβαίνει τα τελευταία χρόνια σε κάθε τετ α τετ μεταξύ Γεραπετρίτη και Φιντάν επί ουδέτερου εδάφους. Σύμφωνα, πάντως, με τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών, ακόμα και την επομένη της αναβολής, στις 24 Σεπτεμβρίου, «έγινε προσπάθεια» για να βρεθεί ο κατάλληλος χρόνος, η οποία προφανώς απέτυχε, ενώ εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι έως τώρα αποτελεσματικοί δίαυλοι επικοινωνίας των δύο υπουργών αυτή τη φορά δεν λειτούργησαν.

Διαφορετική πηγή με απόλυτη γνώση όσων εξελίχθηκαν στην αμερικανική μεγαλούπολη λέει στο «Βήμα» ότι κατά τη διάρκεια των πρώτων ωρών μετά την αναβολή οι δύο πλευρές βρίσκονταν όντως σε επικοινωνία. Προφανώς, όμως, η ενόχληση στο πρωθυπουργικό επιτελείο ήταν τόσο έντονη που ακόμα και αν ερχόταν συγκεκριμένη πρόταση από τους Τούρκους ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα την αποδεχόταν.

Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, η αιτιολόγηση της αναβολής εξαιτίας της διάσκεψης για τη Γάζα δεν έπεισε την Αθήνα και ο έλληνας πρωθυπουργός συμπέρανε ότι πρόκειται για μεθόδευση της τουρκικής πλευράς. Η άσχημη τροπή που έλαβαν τα πράγματα προκάλεσε γενικότερη αμηχανία στην ελληνική αποστολή, η οποία, όπως αποδεικνύεται και από το επίπεδο των λοιπών συναντήσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη, φαίνεται ότι πόνταρε περισσότερο απ’ ό,τι ίσως θα έπρεπε στη συνάντηση με τον κ. Ερντογάν.

Η μεγάλη ευκαιρία στον Λ. Οίκο

Σύμφωνα με το έτερο, συνδυαστικό, σενάριο ο Ταγίπ Ερντογάν χρησιμοποίησε την πρόσκληση του Τραμπ στη διάσκεψη ως αφορμή προκειμένου να υποβάλει την ελληνική αποστολή σε «χουνέρι» και διά αυτής της οδού να μεταδώσει με ηχηρό τρόπο την ενόχλησή του στην Αθήνα. Ανώτερη διπλωματική πηγή λέει στο «Βήμα» ότι «είναι πολύ πιθανό η Αγκυρα να είναι δυσαρεστημένη εξαιτίας της στάσης της Αθήνας για το SAFE και τα F-35», χωρίς όμως να συνδέει άμεσα το ζήτημα με την αναβολή.

Ο τούρκος πρόεδρος πάντως εν όψει και του ραντεβού με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, το οποίο προσελάμβανε ως τη δική του μεγάλη ευκαιρία για συνολική επανατοποθέτηση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη αισθανόμενος ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση και εκτιμώντας βάσιμα ότι η θέση της χώρας του στο κομβικό σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου με τη Μέση Ανατολή ενδυναμώνεται όλο και περισσότερο.

Την ίδια ώρα, η Τουρκία βρίσκει ευήκοα ώτα σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες: Η συμπερίληψή της, όχι μόνο στο εγχείρημα της αμυντικής αυτονομίας, αλλά γενικότερα στη νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας της Γηραιάς Ηπείρου, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

Αλλωστε, τα θερμότατα λόγια του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ για την αξία της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας αποκαλύπτουν τις προθέσεις της Συμμαχίας, άρα και της Ουάσιγκτον: «Τα εργοστάσια που παράγουν πυρομαχικά στο Τέξας δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν τη δουλειά τους χωρίς τη στενή συνεργασία με εταιρείες που έχουν τη βάση τους στην Τουρκία» είπε στην Αττάλεια στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού ο κ. Ρούτε. Και ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν έσπευσε να μεταφέρει το πρότζεκτ επί χάρτου ώστε να γίνει ευκρινέστερα κατανοητό: «Από το Τέξας στην Αγκυρα».

Αρα, για τον κ. Ερντογάν το σκηνικό της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών έμοιαζε ιδανικό για να επιδοθεί σε ένα παιχνίδι ισχύος έναντι της Αθήνας, πολλώ δε μάλλον όταν χρεώνει στην ελληνική πλευρά εκστρατεία έναντι της προσπάθειάς του να ενισχύσει έτει περαιτέρω το γεωπολιτικό αποτύπωμα της Αγκυρας στην ευρύτερη περιοχή, υπό τις ευλογίες μάλιστα της πλειοψηφίας των δυτικών εταίρων.

Μάλιστα, όπως θυμίζει έμπειρος έλληνας διπλωμάτης με μακρά θητεία στη γείτονα, ο τούρκος πρόεδρος δεν είναι από τους πολιτικούς που ξεχνούν. «Και αυτό που δεν ξεχνά είναι ότι λίγες εβδομάδες μετά τη συνάντησή του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην Κωνσταντινούπολη το 2022 (σ.σ.: ήταν μόλις η δεύτερη πρώτη επαφή των δύο ηγετών μετά την εποχή της κρίσης του Εβρου και του Ορούτς Ρέις), ο Πρωθυπουργός πραγματοποίησε εκείνη τη μνημειώδη ομιλία στο Κογκρέσο όπου και κατήγγειλε ευθέως τον τουρκικό αναθεωρητισμό ζητώντας από τους νομοθέτες να μην εγκρίνουν ποτέ την ανανέωση του στόλου των τουρκικών μαχητικών».

Παραλλήλως, εξελισσόταν επιτυχώς η προσπάθεια του ελληνοαμερικανικού λόμπι να παραμείνει η Αγκυρα εκτός των αμερικανικών εξοπλισμών. Τότε, όμως, επί προεδρίας Μπάιντεν, ήταν τα «πέτρινα χρόνια» των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.

Τα ελληνικά «όπλα»

Η Αθήνα επιχείρησε μεν σε δεύτερο χρόνο να αποδραματοποιήσει τα όσα συνέβησαν στη Νέα Υόρκη, επαναλαμβάνοντας ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας με την Αγκυρα οφείλουν να λειτουργούν και εκτιμώντας πως οι δύο ηγέτες θα συναντηθούν στο εγγύς μέλλον, την ίδια ώρα όμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαμήνυε ότι η ελληνική κυβέρνηση ουδέποτε πρόκειται να ζητήσει την άδεια της Τουρκίας για να ασκεί τα κυριαρχικά δικαιώματά της, όπως στην περίπτωση της Chevron.

Στο πρωθυπουργικό επιτελείο αλλά και στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών στηρίζονται κατά κόρον στην αμερικανική παρουσία στα νότια της Κρήτης, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η συμμετοχή του αμερικανικού κολοσσού στον διαγωνισμό επιβεβαιώνει τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα, άρα και την ελληνική μεθοδολογία στο μείζον ζήτημα οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών.

Αλλωστε, το ενδιαφέρον της Chevron για τα τεμάχια «Κρήτη-1» και «Κρήτη-2», στο όριο της μέσης γραμμής, όπως αυτή χαράχθηκε το 2011 με τον νόμο Μανιάτη, προκάλεσε την εντονότατη αντίδραση της Αγκυρας, η οποία κινούμενη συνδυαστικά με την ελεγχόμενη κυβέρνηση της Τρίπολης, επιχείρησε ανεβάζοντας το γεωπολιτικό ρίσκο να αποτρέψει την εμπλοκή της Chevron στο ελληνικό πεδίο της Ανατολικής Μεσογείου.

Ταυτοχρόνως, στην κυβέρνηση θεωρούν δεδομένο ότι το ζήτημα άρσης του casus belli θα παραμείνει συνδεδεμένο με τη συμμετοχή της Αγκυρας στο SAFE, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα, ενώ θα συνεχιστούν τόσο οι διπλωματικές προσπάθειες όσο και η κινητοποίηση των ελληνικής καταγωγής αμερικανών βουλευτών προκειμένου να αποτραπεί η εκ νέου συμπερίληψη της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35.

Οπως, δε, αναπαράγεται τις τελευταίες ημέρες από τα κυβερνητικά στελέχη, η Ελλάδα έχει προβάδισμα παραλαμβάνοντας το πρώτο F-35 εντός του 2028. Παραλλήλως, βέβαια, υπενθυμίζεται ότι στις αγοραπωλησίες όπλων μεταξύ τρίτων χωρών δεν προβλέπονται παρεμβάσεις, παρά μόνο η επιβολή όρων μη χρήσης εναντίον συμμαχικών κρατών.

Αγνωστος παράγοντας της εξίσωσης παραμένει το Ισραήλ, με αναλυτές να σημειώνουν ότι το τελευταίο που θα ήθελε να δει ο κ. Νετανιάχου στη Μέση Ανατολή, και δη στους ουρανούς της Συρίας, είναι μια ενισχυμένη τουρκική Πολεμική Αεροπορία.

Πέραν αυτών, όμως, στην Αθήνα καλούνται να απαντήσουν σε ένα κομβικό δίλημμα: Μέχρι ποιου σημείου είναι διατεθειμένοι να παρεμποδίζουν τις κινήσεις της Αγκυρας προς τη Δύση, ρισκάροντας μια αχαρτογράφητη οπισθοδρόμηση στην εποχή της ακραίας ελληνοτουρκικής έντασης. Οι ισορροπίες στις πολύπλοκες σχέσεις Αθήνας – Αγκυρας – Ουάσιγκτον – Βρυξελλών ήταν πάντοτε λεπτές. Ενίοτε, όμως, αποδεικνύονταν και επικίνδυνες.

Το casus belli και από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών

Στη διεθνοποίηση της τουρκικής απειλής πολέμου και μάλιστα από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, δηλαδή του θεσμικού οργάνου που κατ’ εξοχήν δρα υπέρ της παγκόσμιας ειρήνης, προχώρησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αναδεικνύοντας όμως παραλλήλως την αξία της διατήρησης των «ήρεμων νερών». «Το casus belli πρέπει να αρθεί και δεν έχει καθόλου χώρο στις σχέσεις μεταξύ γειτόνων και φίλων.

Πρέπει να ακολουθήσουμε το μονοπάτι της διπλωματίας και όχι των όπλων» επεσήμανε χαρακτηριστικά ο Πρωθυπουργός, αναδεικνύοντας παραλλήλως το Διεθνές Δίκαιο ως θεμέλιο λίθο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Υπενθύμισε δε ότι η Αθήνα δεν αναγνωρίζει άλλη διαφορά πλην της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.