Πόση επιρροή δύναται να ασκήσει μια μικρή, περιφερειακή χώρα σε γεγονότα παγκόσμιας εμβέλειας όπως είναι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία; Είναι εύλογο η Ελλάδα να τάσσεται με τρόπο εμφατικό υπέρ του ενός εκ των εμπολέμων, ακόμα και αν δεν θίγονται τα συμφέροντά της; Και τι συμβαίνει όταν το στρατόπεδο που επιλέγεις κινδυνεύει να ηττηθεί;
Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα τα ερωτήματα αυτά απασχόλησαν κατά κόρον την ελληνική διπλωματία, ειδικά στην περίπτωση των δύο Παγκόσμιων Πολέμων. Το 1917-18, μάλιστα, οι παντελώς διαφορετικές εγχώριες προσεγγίσεις οδήγησαν στον επώδυνο Εθνικό Διχασμό, που συνόδευσε το συλλογικό υποσυνείδητο έως τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Μονοδιάστατες απαντήσεις
Η μαζική επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία έφερε την Αθήνα ενώπιον αντίστοιχων – αλλά σαφώς πιο εύκολων στην απάντηση – διλημμάτων, τα οποία όμως σήμερα, και καθώς φαίνεται ότι το Κίεβο σύρεται στο τραπέζι μιας άνισης διαπραγμάτευσης, αποκτούν διαφορετική δυναμική.
Παρά τις παραδοσιακές σχέσεις με τη Ρωσία, ιδίως σε θρησκευτικό και πολιτισμικό επίπεδο, η παραβίαση της εδαφικής κυριαρχίας και της ακεραιότητας μιας τρίτης χώρας καταδικάστηκε ρητά από την Ελλάδα. Η χώρα συντάχθηκε με τον στενό πυρήνα των συμμάχων της: την Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ, που στήριξαν ποικιλοτρόπως την Ουκρανία.
Στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, άλλωστε, είδαν σαφείς παραλληλισμούς με την παράνομη τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου. Οσο δε για την υλική βοήθεια που δόθηκε στο Κίεβο – ισχνή όπως λένε στρατιωτικοί αναλυτές και ανταλλάξιμη με δυτικούς εξοπλισμούς –, το επιχείρημα ήταν αρκετά καθαρό: «δεν γυρίζεις την πλάτη στον αμυνόμενο, όταν στο μέλλον μπορεί να είσαι εσύ αυτός που θα απαιτήσει βοήθεια από τους εταίρους του».
«Για λόγους αρχής και ουσίας, η Ελλάδα επέλεξε να ταχθεί με το μέτωπο που υιοθέτησε σαφή πολιτική στάση εναντίον της αναθεωρητικής συμπεριφοράς του ρωσικού αυταρχικού καθεστώτος, αναδεικνύοντας ομοιότητες και αναλογίες με την αναθεωρητική συμπεριφορά της Τουρκίας και επενδύοντας στην αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας από εκείνους από τους οποίους προσβλέπει ανάλογη υποστήριξη» λέει στο «Βήμα» ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Παναγιώτης Τσάκωνας.
Ο Σωτήρης Ντάλης, επίσης καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και πρόεδρος του τμήματος Μεσογειακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, επισημαίνει ότι «οι στρατιωτικές εισβολές δεν διαχωρίζονται σε “καλές” και “κακές”. Ορθώς η Ελλάδα ακολούθησε την ευρωπαϊκή θέση. Η ελληνική εξωτερική πολιτική ήταν αποτελεσματική όταν δεν ήταν συγκυριακή. Είναι στάση αρχών με γνώμονα τη διεθνή νομιμότητα».
Ανώτατες διπλωματικές πηγές αναγνωρίζουν ότι «οποιαδήποτε συμφωνία που θα προκύψει ως προϊόν της επιβολής της ισχύος συνιστά πρόβλημα για την ελληνική διπλωματία». Ως εκ τούτου η Αθήνα θα εξακολουθήσει να κινείται στη γραμμή της «εφαρμογής κανόνων και αρχών» και να «τάσσεται καθολικά κατά του αναθεωρητισμού και της αλλαγής συνόρων». Στο ίδιο πνεύμα, σημειώνεται πως «οποιαδήποτε συναίνεση θα συνιστούσε από μέρους μας παραδοχή απόκλισης από τους κανόνες».
Στο επίπεδο της εφαρμογής μιας ενδεχόμενης συμφωνίας διαβεβαιώνεται πως η Ελλάδα θα συμμετάσχει στην ανασυγκρότηση και στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, αποκλείοντας όμως την στρατιωτική παρουσία. «Στον γεωπολιτικό πλειστηριασμό δεν έχουμε να δώσουμε ό,τι οι άλλοι» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Η αντιπολίτευση πάντως, εκ δεξιών και εξ αριστερών, δεν έχασε την ευκαιρία να καταγγείλει την κυβέρνηση για υπέρμετρα φιλοουκρανικές επιλογές: «Αφοπλίζετε τα νησιά και συμμετέχετε εμμέσως σε έναν πόλεμο από τον οποίο η Ελλάδα μόνο να χάσει έχει».
«Η θέση της Ελλάδας οφείλει να στοιχίζεται με την Ευρώπη και τις αξίες της, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι στον νέο συναλλακτικό κόσμο το Διεθνές Δίκαιο δεν είναι αυτοσκοπός αλλά σημαντικό εργαλείο υποστήριξης και προώθησης του εθνικού της συμφέροντος» εκτιμά ο κ. Τσάκωνας, προσθέτοντας ότι η συζήτηση για μια «διαφορετική στάση» είναι καλοδεχούμενη αλλά «εξακολουθεί δυστυχώς να κινείται στο πλαίσιο των “ευσεβών πόθων” και του ευκταίου, χωρίς να προτείνει συγκεκριμένες πολιτικές κινήσεις».
Στο περιθώριο των εξελίξεων
Το καθεστώς του Βλαντίμιρ Πούτιν ενοχλήθηκε σφοδρά από τη στάση της Ελλάδας, την οποία και στοχοποίησε τον Μάιο του 2022 κατατάσσοντάς την επισήμως στη λίστα των «εχθρικών χωρών». Είχε προηγηθεί η απέλαση 12 ρώσων διπλωματών. Η Μόσχα ίσως ανέμενε διαφορετική αντιμετώπιση από ένα ομόδοξο έθνος.
Πιο λογικό πάντως μοιάζει να επεδίωκε τη δημιουργία ρηγμάτων στο εσωτερικό ενός εκ των ευάλωτων κρατών-μελών της Ενωσης. Επί της ουσίας πάντως οι ελληνορωσικές σχέσεις διερράγησαν, χωρίς να υπάρχει στον ορίζοντα σημείο επιστροφής.
Πλέον όμως, και καθώς είναι φανερό ότι η Ελλάδα αδυνατεί να διαδραματίσει ρόλο στις εξελίξεις πέριξ του Ουκρανικού, πληθαίνουν τόσο οι φωνές κριτικής στο εσωτερικό όσο, κυρίως, και ο προβληματισμός για τη θέση της χώρας στην υπό διαμόρφωση νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας της Ευρώπης αλλά και γενικότερα σε έναν κόσμο που αλλάζει υπέρ των ισχυρών και εις βάρος όσων επιμένουν να κινούνται με πυξίδα τις αρχές της διεθνούς νομιμότητας.
Πολλώ δε μάλλον όταν στον αντίποδα φαίνεται ότι η Τουρκία θα βρεθεί στο επίκεντρο τόσο του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας όσο και του συστήματος εγγυήσεων της μεταπολεμικής Ουκρανίας.
Στην ελληνική πρωτεύουσα γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν ούτε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα ούτε, κυρίως, την προθυμία της Αγκυρας. Η τουρκική στρατιωτική βιομηχανία αναπτύσσεται ραγδαία, ενώ ο Ταγίπ Ερντογάν δηλώνει άμεσα διαθέσιμος να αναπτύξει ένοπλες δυνάμεις στα ρωσοουκρανικά σύνορα.
Ταυτοχρόνως, συνομιλεί εξίσου εύκολα τόσο με τη Μόσχα όσο με το Κίεβο. Η Αθήνα θα έπρεπε να σκεφτεί τρόπους ενίσχυσης της δικής της παρουσίας στις εξελίξεις, εκτιμά ο κ. Τσάκωνας: «Καθώς δεν διαθέτει ανάλογα ισχυρά χαρτιά, η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να βιαστεί να “αυτοαποκλειστεί” από την ανάληψη κάποιου – έστω μικρού – ρόλου στην υλοποίηση ενδεχόμενης ειρηνευτικής συμφωνίας» υπογραμμίζει.
Την ανάγκη να συμμετέχει η Ελλάδα ενεργά στη διαδικασία γεωπολιτικής «ενηλικίωσης» της Ευρώπης αναδεικνύει και ο κ. Ντάλης: «Με στρατηγική εξωστρέφεια και φαντασία, πρέπει να επιδιώξουμε να έχουμε κάποια επιπλέον οφέλη από τον σταθεροποιητικό ρόλο μας. Μας ενδιαφέρει μετά την αναβάθμιση της Αλεξανδρούπολης μια περαιτέρω γεωπολιτική και γεωοικονομική αναβάθμιση του ελληνικού νησιωτικού εδάφους».
«Κλειδί» η γεωγραφία
Αυτό βεβαίως που δεν άρεσε στην Αθήνα είναι ότι άκουσαν τον Εμανουέλ Μακρόν, τον πλέον ισχυρό σύμμαχο της χώρας, να προσκαλεί την Τουρκία ως εγγυήτρια δύναμη στην Ουκρανία. Διπλωματικές πηγές αντιτείνουν μιλώντας στο «Βήμα» ότι οι ελληνογαλλικές σχέσεις δεν αμφισβητούνται, υπενθυμίζοντας μάλιστα την έμπρακτη στήριξη στην ελληνοτουρκική κρίση του 2020, αλλά και την πρόσφατη αναφορά του κ. Μακρόν στην ανάγκη προστασίας των ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου.
Ακόμα ένα σημείο προβληματισμού αλλά και κριτικής έγκειται στις ισορροπίες εντός του τριγώνου Αθήνας – Αγκυρας – Ουάσιγκτον, καθώς μέχρι στιγμής φαίνεται ότι ο Λευκός Οίκος αποδίδει περισσότερη σημασία στην επιρροή της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ την ίδια ώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Οπως όμως συνηθίζουν να λένε πέριξ του υπουργείου Εξωτερικών, ο κ. Γιώργος Γεραπετρίτης διατηρεί άριστες σχέσεις και ανοιχτή επικοινωνία με τον αμερικανό ομόλογό του Μάρκο Ρούμπιο.
Στην Αθήνα προτάσσουν ότι η χώρα παραμένει ένας εκ των δύο ισχυρών πυλώνων της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, αλλά και δύναμη που δρα διαχρονικά υπέρ της ασφάλειας και, κυρίως, της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν αυτή η στάση, που έχει αποκληθεί ειρωνικά του «προβλέψιμου συμμάχου», αρκεί για να σταθεί η χώρα με αξιώσεις στον νέο, ανατρεπτικό κόσμο που γεννιέται στις μέρες μας.






