Το ταξίδι στη σκανδιναβική πρωτεύουσα αποδείχθηκε πλούσιο σε μουσειακές εμπειρίες. Ωστόσο το βίωμα δύο εκθέσεων στα δυο σημαντικότερα μουσεία της Στοκχόλμης ήταν αποκαλυπτικό της σημασίας που δίνουν στον μουσειολογικό νοηματικό σχεδιασμό των εκθέσεών τους. Κάτι τέτοιο φυσικά αντικατοπτρίζει τη στάση των δύο αυτών μεγάλων δημόσιων ιδρυμάτων προς το κοινό τους, σε ένα κράτος που είναι γνωστό ότι φροντίζει πολλαπλά τους πολίτες του.

Το ένα από τα εν λόγω μουσεία είναι το Nordiska Museet, το εθνικό μουσείο σκανδιναβικής ιστορίας, που, σε 1.700 τ.μ., με 4.000 αντικείμενα και 22 ιστορικές αφηγήσεις προσώπων, αφηγείται τη ζωή 500 χρόνων ιστορίας της Σκανδιναβίας (από το 1500 ως σήμερα). Το αφήγημα παρακολουθεί τη χρονική διαδρομή μέσα από κομβικές τομές στη φύση, στη συγκρότηση της οικογένειας και στην ανάπτυξη των ιδεών.

Το άλλο είναι το Moderna Museet, το γνωστό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, που με την πολιτική του Πόντους Χούλτεν, περίφημου διευθυντή του από το 1954 ως το 1973 (και από το 1973 ως το 1981 διευθυντή του Beubourg), ανέδειξε ένα περιφερειακό ως τότε μουσείο, μιας περιφερειακής για την τέχνη Στοκχόλμης, σε πόλο παγκόσμιας αναφοράς. Οι εκθέσεις του και σήμερα παρακολουθούν τις παρακαταθήκες εξωστρέφειας, κοινωνικής συμμετοχής και πολύπλευρης μελέτης των συλλογών του, που ο ίδιος είχε τότε θέσει.

Σε τέσσερις περιόδους

Το Nordiska άνοιξε τη νέα μόνιμη έκθεσή του το 2024, σε έναν σοφά μελετημένο νοηματικό σχεδιασμό, που ανέδειξε, παρακολουθώντας το αφήγημα, ο εντυπωσιακός σχεδιασμός του βραβευμένου σουηδικού γραφείου MUSEΕA, των Σοφία Κέντμαν και Σερζ Μαρτίνοφ..

Το μουσειολογικό σκεπτικό της έκθεσης ορίζει τέσσερις μεγάλες περιόδους-εποχές για να ξετυλίξει αυτή την 500χρονη πορεία του. Ως Χειμώνας χαρακτηρίζεται η αυγή της ιστορίας της Σκανδιναβίας, δηλαδή ο 16ος αι. (1500-1600), ως Ανοιξη ο 17ος αι. (1600-1700), ως Καλοκαίρι ο 18ος (1700-1800), ως Φθινόπωρο ο19ος και μέρος του 20ού αι. (1800-1930), για να επιστρέψουμε στον Χειμώνα του τέλους του 20ού και του παρόντος.

Το παραπάνω σχήμα δεν αποτελεί απλά ένα εύρημα. Παρακολουθώντας πώς αλλάζει η φύση, πώς αλλάζουν οι κοινωνικές δομές και πώς διαμορφώνονται οι τομές στην ιστορία των ιδεών και των αντιλήψεων, διαβάζοντας τα σύντομα και περιεκτικά κείμενα και βλέποντας σε οθόνες τις διηγήσεις ανάλογα ενδεδυμένων ηθοποιών, ο επισκέπτης βιώνει: το πέρασμα από τις δύσκολες συνθήκες ζωής του Χειμώνα (16ος αι.), στην άνθιση-ανάπτυξη της Ανοιξης (17ος αι.), στην καθησυχαστική απόλαυση-ραστώνη του Καλοκαιριού (18ος αι.) και στα αρχόμενα σημάδια φθοράς μιας αμφισβητούμενης μπελ επόκ (19ος και μέρος του 20ού αι.), για να οδηγηθεί σε έναν νέο Χειμώνα (τέλος 20ού και παρόν).

Πρόκειται για μια ευφάνταστη αναλογία που δηλώνει θέση και στάση απέναντι στην ερμηνεία της ιστορίας και των γεγονότων που τη συγκροτούν.

Παράλληλα ο μουσειογραφικός σχεδιασμός παρακολουθεί εξίσου ευφάνταστα αυτόν τον τετραμερή σημειολογικό χωρισμό, χρωματίζοντας και σκηνογραφώντας αναλόγως και το περιβάλλον των σχετικών ενοτήτων: Το υπόλευκο, γαλάζιο και γκρίζο του Χειμώνα με τους πάγους να επικρέμανται, διαδέχεται ένα πράσινο της Ανοιξης, ακολουθεί το κίτρινο πορτοκαλί ως και κόκκινο του Καλοκαιριού, για να ξεφτίσει στα γαλαζογκρίζα και πάλι χρώματα ενός (γκλίτερινγκ ωστόσο) Χειμώνα της παρούσας ζωής με τα διλήμματα που έχει να αντιμετωπίσει στη φύση, την κοινωνία και τις ιδέες: το τοπίο να έχει αλλοιωθεί, η τεχνολογία να προσπαθεί συνεχώς να αναιρέσει τις καταστροφές που ο άνθρωπος έχει επιφέρει στο περιβάλλον, την πυρηνική οικογένεια να έχει απεμποληθεί σχεδόν, το πλήθος των νέων ιδεών, μέσα από τις οποίες η μονάδα δύσκολα μπορεί να αναζητήσει πυξίδα…

Τα εκθέματα αποτελούν τεκμήρια των παραπάνω ενοτήτων και ερμηνεύουν τις τομές σε κάθε έναν από τους τρεις κόμβους της φύσης, της κοινωνίας και των ιδεών, ενώ 9 εμβληματικά αντικείμενα εικονοποιούν την αλήθεια των κειμένων, συνοδεύομενα και από ένα πλήθος περίπου 20 επιπλέον σε ένα σύνολο που συνθέτει μια εικαστική εγκατάσταση.

Η έκθεση είναι πολλαπλά και μεθοδικά επεξεργασμένη, τόσο νοηματικά όσο και μουσειογραφικά, που σίγουρα κανένας προϋπολογισμός δεν θα μπορούσε να αμείψει ικανοποιητικά όλους όσους τη συνέλαβαν και την υλοποίησαν.

Παρελθόν και παρόν

Περνώντας στο Moderna Museet θα σταθούμε στη δική του μόνιμη έκθεση, η οποία άνοιξε το 2024 και θα είναι ανοιχτή ως τον Νοέμβριο του 2026. Εδώ δεν έχουμε ένα μουσείο ιστορίας, αλλά ένα μουσείο μοντέρνας (και σύγχρονης) τέχνης.

Στην παρούσα μεγάλη «μόνιμη» έκθεση, με τον χαρακτηριστικό σουρεαλιστικό τίτλο «Υπόγειος Ουρανός», το περιεχόμενο αφορά τον σουρεαλισμό από τη διακήρυξή του, 100 χρόνια πριν, το 1924, από τον Αντρέ Μπρετόν. Ωστόσο δεν κάνει απλά μια ιστορική έκθεση, αλλά παρουσιάζει και έργα, δάνεια από άλλα μουσεία, που έχουν στην ιστορία της τέχνης επηρεαστεί από τον σουρεαλισμό ως και τις μέρες μας.

«Το κίνημα αυτό που γεννήθηκε σε καιρούς ταραγμένους καθρεφτίζει εν πολλοίς και το δικό μας “ενδιαφέρον” παρόν» λέει η επιμελήτρια της έκθεσης Λένα Εσλινγκ. Ετσι, πλάι στους κλασικούς του σουρεαλισμού Ρενέ Μαγκρίτ, Μέρετ Oπενάιμ, Μαν Ρέι, Φράνσις Πικάμπια θα δούμε καλλιτέχνες από νεότερες γενιές, όπως η Λεονόρα Κάρινγκτον, ο Ρόμπερτ Ράουσεμπεργκ, η Ντοροτέα Τάνινγκ ή έργα του σήμερα, όπως τα τεχνητής νοημοσύνης βίντεο της Ανιέσκα Πόλσκα, τα «υπνωτιστικά» γλυπτά του Ταρίκ Κίσβανσον ή τις αυτόματες γραφές της Φατίμα Μοάλιν.

Και εδώ ο μουσειογραφικός σχεδιασμός ομαδοποιεί και αντιπαραθέτει έργα, τα εκθέτει σε διαφορετικά περιβάλλοντα, ακολουθώντας τη νοηματική γραμμή της επιμελήτριας που έχει πρόθεση να κάνει φανερό το μουσειολογικό σκεπτικό της που αγκυρώνεται στην επίγνωση των συνθηκών του σήμερα: ο σουρεαλισμός είναι κίνημα ιστορικό με καταβολές στους ταραγμένους καιρούς των αρχών του 20ού αι., αλλά αφορά και το ταραγμένο σήμερα.

Μουσείο και κοινωνία

Η κριτική σχέση με το παρόν αλλά και η σχέση με την ιστορία και το παρελθόν είναι μερικές από τις παρακαταθήκες που ο Πόντους Χούλτεν στο γνωστό του σημείωμα με τίτλο «Πώς επιθυμεί κανείς να λειτουργεί ένα μουσείο μοντέρνας τέχνης;» έθεσε για την τέχνη.

Πρόσθεσε ακόμα ότι η σχέση ενός μουσείου με την κοινωνία αποτελεί τον λόγο ύπαρξής του, όπως και η ανάγκη της κριτικής παρουσίασης των έργων τέχνης, αφού προηγηθεί η κατανόησή τους και αφού υπάρχει επίγνωση των πολύπλευρων όψεων που κάθε φορά τα έργα εμπεριέχουν. Ολα αυτά ήταν παρόντα στη μεγάλη αυτή έκθεση μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης.

Τι προκύπτει αβίαστα από τις δύο αυτές μόνιμες εκθέσεις δύο τόσο διαφορετικών μουσείων; Οτι η θεωρία της μουσειολογίας, αυτονόητη για μια έκθεση ιστορίας, είναι εκ των ων ουκ άνευ και ακόμη πιο κρίσιμη για μια έκθεση τέχνης που νοιάζεται για τον επισκέπτη. Η αποκαλούμενη επιμέλεια εκθέσεων δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά μια «άλλη» κατηγορία μουσειακής έκθεσης που χρειάζεται όλον τον μουσειολογικό προβληματισμό που έχει αναπτυχθεί στις μέρες μας και στη χώρα μας.