Αρχές Σεπτεμβρίου, απόγευμα. Οι προετοιμασίες είναι πυρετώδεις και το σκηνικό, απέναντί μας ακριβώς, σχεδόν έτοιμο. Καθόμασταν με τον Αιμίλιο Χειλάκη και συζητούσαμε προτού αρχίσει η πρόβα του θιάσου στο Θέατρο Αθηνών, επί της Βουκουρεστίου. Μπορούσα να φανταστώ τις πολλές πόρτες που έβλεπα να ανοιγοκλείνουν, τα ακατάπαυστα πηγαινέλα, τον σουρεαλιστικό σαματά. Ωστόσο, χρειάστηκα περισσότερο χρόνο για να επεξεργαστώ (και να εξοικειωθώ με) τη μεταμόρφωσή του στο έργο «Μη σου τύχει…!» (L’Emmerdeur) του Φρανσίς Βεμπέρ, παρότι ο δημοφιλής ηθοποιός και γλαφυρός αποδείχθηκε στις περιγραφές του και έδειχνε να χαίρεται, το όλο εγχείρημα, πάρα πολύ.

Λοιπόν, ελάτε, ας ξεχάσουμε για λίγο τις πλείστες ερμηνείες του σε δραματικούς ρόλους. «Ναι, πρώτη φορά το κάνω, θα με δείτε να πρωταγωνιστώ σε μια φάρσα…» είπε προς «Το Βήμα» ο Αιμίλιος Χειλάκης ενθουσιασμένος, έχοντας πάντως την υποψιασμένη ματιά εκείνου που έχει αναδεχθεί την ευθύνη μιας διαφορετικής πρόκλησης. Συν-σκηνοθετεί (και συν-διασκευάζει) με τον Μανώλη Δούνια μια γαλλική (και κατάμαυρη) κωμωδία η οποία ριζώνει στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Αν δεν σας παραπέμπει κάπου, ακαριαία, το ονοματεπώνυμο του συγγραφέα, τότε οφείλουμε να αναφέρουμε το ευρύτερα γνωστό «Δείπνο ηλιθίων» (και «Το κλουβί με τις τρελές», την κινηματογραφική του μεταφορά).

Το ανθρώπινο τέλος

Πώς όμως προέκυψε αυτή η επιλογή για τη νέα θεατρική σεζόν; «Θελήσαμε να μελετήσουμε τον κανόνα του κωμικού, όχι μέσα από μια συνηθισμένη κωμωδία αλλά, συγκεκριμένα, μέσα από μια φάρσα. Τι είναι αυτό που μας κάνει να ξεσπάμε σε γέλια; Και πώς γίνεται αυτό; Υπάρχει κάποιος μηχανισμός; Υπάρχει συνταγή; Διαπιστώνω ότι, σε κάθε περίπτωση, η συνταγή είναι απαιτητική, δύσκολη και λεπτεπίλεπτη, αν δεν ενδιαφέρεσαι για άτσαλα και χοντροκομμένα πράγματα. Το δικό μας μαγείρεμα περιλαμβάνει πολλά στοιχεία, και ξεκαρδιστικά και ζοφερά αρώματα, δεν αποκλείει τίποτα, είναι ανοιχτό και ευέλικτο. Το έργο του Φρανσίς Βεμπέρ διαπραγματεύεται με απρόβλεπτο τρόπο κάτι πολύ σκληρό, τον θάνατο, το τέλος. Είναι σπουδαίο και θαρραλέο, κατά τη γνώμη μου, να καταφέρεις να διακρίνεις όχι απλώς μια κωμική αλλά και μια γελοία διάσταση στο ανθρώπινο τέλος» εξήγησε ο Χειλάκης.

Ο ίδιος υποδύεται έναν αρκούντως βαρετό τύπο ο οποίος έχει αποφασίσει (για αισθηματικούς λόγους, απατημένος και εγκαταλειμμένος καθώς είναι από τη νεότερη σύζυγό του) να αυτοκτονήσει. Με αυτόν τον σκοπό βρίσκεται, ξένος μεταξύ ξένων, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Στο διπλανό δωμάτιο, περιμένει ένας άλλος τύπος, πιο σκοτεινός αυτός, περιμένει να κάνει τη δουλειά του, να εκτελέσει δηλαδή ένα συμβόλαιο θανάτου, πληρωμένος δολοφόνος είναι άλλωστε.

Πώς εξελίσσεται (με την εμπλοκή και των υπόλοιπων γυναικείων χαρακτήρων, εννοείται) αυτή η αλλόκοτη συνθήκη; Σαν κυκεώνας, ασφαλώς. «Οχι μόνο θέλω μετά μανίας να αυτοκτονήσω, αλλά είμαι και μες στην τρελή χαρά για αυτό…» συνέχισε ο Χειλάκης, ακτινογραφώντας τον ήρωά του. «Οπως μας επισήμαναν ακόμη και ειδικοί στους οποίους απευθυνθήκαμε, δεν είναι και τόσο παράδοξο αυτό, το να μην είμαι χάλια, το να μην κλαίω τη μοίρα μου, ως επίδοξος αυτόχειρας. Αντιθέτως, έχοντας συμφιλιωθεί μέσα μου με την ιδέα του τέλους, είμαι καλά, είμαι διαυγής και ικανοποιημένος, εξ ου και δεν παραλείπω να σπάσω τα νεύρα στους πάντες, εδώ που τα λέμε. Μάλιστα η δική μου αλλόκοτη συμπεριφορά κλονίζει, διαταράσσει την πρακτική σχέση που έχει ο επαγγελματίας δολοφόνος με την έννοια του θανάτου» συμπλήρωσε.

«Στην παράστασή μας, στην προσέγγισή μας, το πατριαρχικό μοντέλο είναι θανατηφόρο. Αντιθέτως, η θηλυκή παρουσία και η φεμινιστική οπτική προωθούν τη ζωή, την επιζητούν και παλεύουν για αυτήν» σχολίασε ο Χειλάκης, όταν η κουβέντα μας άρχισε να κινείται σε ένα γενικότερο πλαίσιο, κοινωνικό.

Ηθοποιός και σκηνοθέτης

«Κομματικοποιημένος δεν υπήρξα ποτέ. Είμαι πολιτικοποιημένος από τα δεκαπέντε μου χρόνια, όταν διάβασα ποιήματα του Μπρεχτ και συγκλονίστηκα. Μετά έμαθα ότι ήταν και δραματουργός», πιθανότατα σε κάποια από τις «καταλήψεις στα Εξάρχεια», όπου γινόταν τότε «ένας είδος διαφώτισης που σε έσπρωχνε στη γνώση, ένα πρώιμο πανεπιστήμιο σχετικά με τη λειτουργία του πραγματικού κόσμου» τόνισε ενθυμούμενος τη διάπλασή του.

Ο Αιμίλιος Χειλάκης είναι πια, συνολικά, τριάντα πέντε χρόνια στο θέατρο ως ηθοποιός και δεν αργεί, αισίως, να κλείσει και την εικοσαετία ως σκηνοθέτης. «Σκηνοθέτης έγινα όταν διαφώνησα κάθετα με έναν σκηνοθέτη. Παραπονιόμουν για το ένα και για το άλλο, ξέρετε. Ενας φίλος μου με προέτρεψε τότε να σταματήσω να γκρινιάζω σαν μαθητής δραματικής σχολής. «Αν κάτι δεν σου αρέσει, αν κάτι δεν το εγκρίνεις», μου είπε, «προτείνεις κάτι δικό σου». Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι ήμουν ένας κακομαθημένος άνθρωπος που, επειδή διαφωνούσε με έναν άλλον, γινόταν προσβλητικός. Επαθα μετά μια κατάθλιψη και ίσιωσα…» υπογράμμισε με αυτοκριτικό σαρκασμό ο Χειλάκης.

Ο «Κύριος Εικοσάρικος»

«Να προσθέσω επίσης τα εξής μιας και κάνουμε σύντομους απολογισμούς: ευτυχώς που έχω αποτύχει στη ζωή μου, που έχω καταστραφεί οικονομικά και που πλέον καταλαβαίνω ότι το πιο κρίσιμο σε αυτή τη δουλειά είναι οι συνάδελφοι, διότι αυτό που δημιουργούμε παρέα κάθε φορά είναι αυτό που στέκεται πάνω και ψηλότερα από τον καθένα και τη καθεμιά μας ξεχωριστά». Κατά τα λοιπά, «όσο μεγαλώνεις, αντιλαμβάνεσαι ότι θέατρο δεν κάνεις μόνο για να αφήσεις το αποτύπωμα που μπορείς, όποιο κι αν είναι αυτό, θέατρο κάνεις και για να ζήσεις, έτσι είναι, και μόνο έτσι γίνεται κανείς πιο συνεπής, και στις επιλογές του και στις συναντήσεις του με το κοινό».

Ο Αιμίλιος Χειλάκης ισχυρίζεται ότι γνωρίζει ποιος είναι πιο σημαντικός παράγοντας του ελληνικού θεάτρου. «Βεβαίως. Αυτός είναι ο Κύριος Εικοσάρικος. Είναι αυτός που σε έχει επιλέξει, έχει πληρώσει για να σε δει και έχει λάβει τη θέση του. Είναι συνεπής στο ραντεβού και προσμένει από εσένα να ανταποκριθείς αναλόγως, να του πεις την ιστορία, να του την πεις συναρπαστικά, να του διαρρήξεις τον χωροχρόνο. Διότι ναι, ωραία η αισθητική, να τη δούμε και να τη θαυμάσουμε, αλλά τι γίνεται με την ιστορία; Οταν δεν λες την ιστορία, κάπου χάνεται το νόημα. Εχω βαρεθεί, ας πούμε, να βλέπω θυμωμένους ανθρώπους επί σκηνής χωρίς, ωστόσο, να βλέπω πώς ακριβώς έφτασαν σε αυτόν τον θυμό».

Μέσα στο επόμενο διάστημα θα δούμε τον Αιμίλιο Χειλάκη στη μεγάλη οθόνη ως καζαντζακικό «Καπετάν Μιχάλη», σε μια «απρόσμενη ταινία δράσης του Κώστα Χαραλάμπους με άψογη εικόνα», ενώ ήδη τον παρακολουθούμε «στην τηλεοπτική σειρά «Οι Πανθέοι» που προβάλλεται στον ΣΚΑΪ. Πώς τα φέρνει καμιά φορά η τύχη, έχω μνήμες από την πρώτη τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος του Τάσου Αθανασιάδη και τώρα συμμετέχω στην καινούργια».

Από 12 Οκτωβρίου στο Θέατρο Αθηνών (Βουκουρεστίου 10, τηλ. 210 3312343). Παίζουν: Αιμίλιος Χειλάκης, Χριστόδουλος Στυλιανού, Τάνια Τρύπη, Ελένη Καρακάση, Ευγενία Ξυγκόρου και Νίνα Φώσκολου.