Ο μικρός Φώτης δεν ταίριαζε. Δεν ήταν «αντράκι» – ένας όρος που, όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια, εξακολουθεί να κουβαλάει την ίδια τοξική απαίτηση ματσίλας από γονείς και κοινωνία.

Ο Φώτης ήταν ομοφυλόφιλος, και πολύ πριν μάθει να το λέει, έμαθε να το κρύβει. Κι έτσι, κάποια στιγμή, αποφάσισε να κλειστεί στο δωμάτιό του, μακριά από έναν κόσμο που του έμαθε την κακοποίηση πριν του δείξει ότι υπάρχει και η αποδοχή, με μόνη του συντροφιά την ελληνική τηλεόραση των 90ς.

Εκείνη έγινε ο οδηγός του, ο δάσκαλός του, η πηγή των κανόνων – των «dos and don’ts» που επέβαλλε μια κοινωνία που ήταν βαθιά ομοφοβική, αλλά ταυτόχρονα γεμάτη κρυφούς ομοφυλόφιλους – πολύ περισσότερους απ’ ό,τι θα τολμούσε ποτέ να παραδεχτεί.

Ομως να που τρεις δεκαετίες μετά ο Φώτης παίρνει την εκδίκησή του. Ο Βασίλης Βηλαράς την παρουσιάζει στο bijoux de kant HOOD art space στο Μοναστηράκι, σε αυτό τον μικρό, «οικογενειακό» χώρο που σε κάνει να νιώθεις πως κοιτάς μέσα από μια κλειδαρότρυπα, σαν να παρακολουθείς κάποιον που εξομολογείται χωρίς να ξέρει πως τον βλέπεις.

«Η εκδίκηση του Φώτη» είναι μια τέτοια εξομολόγηση, ένα one man show του Βηλαρά, που υπογράφει επιπλέον το κείμενο και τη σκηνοθεσία, εμποτισμένο με όλα τα χαρακτηριστικά του δημιουργού της: χιούμορ, ειρωνεία, οξυδέρκεια, τρυφερότητα, μεγάλη καρδιά και ένα αχνό, μελαγχολικό παράπονο. Εχει δε γίνει με τα απολύτως απαραίτητα: μέσα σε ένα λιτό χώρο, με μια οθόνη-τηλεόραση που προβάλλει τηλεοπτικά αποσπάσματα της ελληνικής ποπ κουλτούρας των ’90s, εικόνες που σημάδεψαν μια ολόκληρη γενιά και ακόμα παραπάνω.

Με αυτά συνομιλεί ο αντι-ήρωάς του σε αυτόν τον μονόλογο που είναι ουσιαστικά ένας διάλογος όχι μόνο με ελληνικές σειρές και αγαπημένους χαρακτήρες, αποσπάσματα και ρεπορτάζ ειδήσεων, αλλά και με το πληγωμένο αγόρι που μεγαλώνει, σε μια εποχή που δεν είχε ακόμα βρει λέξεις, ή τουλάχιστον όχι καλοπροαίρετες, για ανθρώπους σαν εκείνο.

Ως παιδί των ’90s (γεννημένος το 1983), ο Βηλαράς είχε δει αρκετές από αυτές τις σειρές την εποχή που προβάλλονταν, όμως για την παράσταση έκανε ξανά συστηματική έρευνα το περασμένο καλοκαίρι, ανατρέχοντας σε τηλεοπτικά αρχεία για να αλιεύσει τα πιο χαρακτηριστικά «μαργαριτάρια». Spoiler alert: το αγαπημένο σίριαλ του ήρωα αποδεικνύεται πως είναι το «Εμείς κι εμείς» (εκτός φυσικά από το «Ντόλτσε Βίτα»).

Ο Φώτης και ο Μάθιου

«Μα οι άνθρωποι έκαναν παρέα σε αυτή τη σειρά και αυτό το έβρισκα πολύ συγκινητικό» θα πει στο «Βήμα» ο Βηλαράς. «Δεν ήμουν κλεισμένος στο δωμάτιο όπως ο Φώτης, αλλά γενικά οι παρέες που είχα ήταν ένα ψέμα. Ολα τα παιδιά μοιράζονταν μεταξύ τους πράγματα, όπως στο γυμνάσιο που αρχίζεις και λες γκομενικά, όμως εγώ δεν έλεγα ποτέ τίποτα ή έλεγα ψέματα, κάτι που δημιουργούσε απόσταση με τους άλλους. Είχα ανθρώπους γύρω μου αλλά επί της ουσίας ήμουν μόνος». Γιατί, βέβαια, ο Φώτης είναι ο Βασίλης, όπως και πάρα πολλοί φίλοι του. «Οταν μιλάς με άλλα γκέι αγόρια έχουν όλοι πολύ κοινές αναφορές, ξεκινάς να λες μια ιστορία από τη ζωή σου και όλοι έχουν ζήσει κάτι παρόμοιο. Το όνομα δεν έχει σχέση με όλα αυτά, είναι ένας φόρος τιμής σε έναν φίλο μου που αγαπούσα πολύ και που πέθανε όταν ήμασταν μικροί».

Υπάρχει όμως κι ένας δεύτερος φόρος τιμής, βαθιά συνδεδεμένος με την ίδια την καρδιά της παράστασης, αν και δεν αρθρώνεται με λέξεις στην παράσταση. Είναι για τον Μάθιου Σέπαρντ, τον γκέι νεαρό από μια κωμόπολη του Γουαϊόμινγκ ο οποίος πέθανε το 1998, στα 21 του, αφότου ξυλοκοπήθηκε άγρια και δέθηκε σε έναν φράχτη όπου τον άφησαν να πεθάνει. Η σιωπηλή αναφορά στον νεαρό Αμερικανό ήταν καθοριστικής σημασίας και για την επιλογή του χώρου.

«Ο Σέπαρντ ήταν φοιτητής όταν δολοφονήθηκε, αλλά πάντα τον σκεφτόμουν ως ένα παιδί σε μια τάξη με τριάντα παιδιά. Επειδή στο μυαλό μου η παράσταση είναι αφιερωμένη σε εκείνον, όπως και στον Βαγγέλη Γιακουμάκη, ήθελα να παίζεται μπροστά σε τριάντα ανθρώπους, σαν να απευθύνομαι στους συμμαθητές του». Ετσι, το περιβάλλον των περίπου σαράντα καθισμάτων λειτουργεί όχι απλώς ως σκηνικό, αλλά ως μια υπόμνηση: ως ένας χώρος που κουβαλά τις ιστορίες όσων δεν πρόλαβαν να μιλήσουν οι ίδιοι.  Ο Φώτης θα πάρει εκδίκηση για όλους τους φιλοξενώντας σε κάθε παράσταση έναν guest καλεσμένο σε ρόλο- έκπληξη.

Μετά τον «Λοιμό»

Η ιδέα για την παράσταση πηγαίνει πίσω στο 2022, όταν ο Βηλαράς παρουσίασε τον «Λοιμό», το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που ολοκληρώθηκε με τον «Σεισμό» και τον «Καταποντισμό». Διότι αφότου ξεκίνησε με το Θέατρο των Κωφών, βρήκε τελικά τη δική του φωνή μέσα από ένα queer θέατρο με έντονη ακτιβιστική χροιά, που φέρνει στο προσκήνιο τη σεξουαλικότητα απενοχοποιημένη, δίνοντας φωνή σε ανθρώπους που τη στερούνται ή τη στερήθηκαν.

«Ο “Λοιμός” μιλούσε για το πόσο κακοποιητικός μπορεί να είναι ο λόγος στα τραγούδια, κι έτσι μου ήρθε η ιδέα να κάνω κάτι αντίστοιχο για την τηλεόραση. Τα μεσημέρια, όταν τρώω, πάντα με συντροφεύει το πρόγραμμα της τηλεόρασης στη θαλπωρή και την ασφάλεια του σπιτιού, αλλά όταν μεγάλωνα, δεν ένιωθα καθόλου έτσι. Αρχικά μπλέχτηκα με άλλα πρότζεκτ και δεν προχώρησε. Τώρα όμως ήρθε η ώρα του.  Αυτό που μοιάζει με μια χαριτωμένη πρόζα με ζορίζει κάθε φορά, γιατί κρύβει όλο μου το τραύμα. Είναι όμως και μια θεραπευτική διαδικασία. Πιστεύω ότι, όταν ολοκληρωθεί αυτή η ιστορία, θα βγω πιο δυνατός και θα συμφιλιωθώ με πολλά πράγματα».

Ακόμα και αν τα πράγματα μοιάζουν να μην προχωρούν προς τα εμπρός αυτή την περίοδο; «Υπάρχει μεγάλο πισωγύρισμα. Εχω κλείσει τους λογαριασμούς μου στα κοινωνικά δίκτυα, γιατί δεχόμουν βρισιές και κατάρες. Είναι πολύ δυσάρεστο που πολλά από αυτά προέρχονταν από γυναίκες, που κι αυτές φέρουν έναν εσωτερικευμένο σεξισμό. Νομοθετικά κάποια πράγματα είναι πιο κατοχυρωμένα, αλλά να ζεις έτσι έξω δεν είναι καθόλου ανώδυνο. Γίνεται δύσκολο ακόμη και να κάνεις τα πιο απλά πράγματα, όπως να δώσεις ένα φιλί στον σύντροφό σου το πρωί, καθώς φεύγει».

INFO

«Η εκδίκηση του Φώτη».

Στο bijoux de kant HOOD art space, Πολυκλείτου 21, Μοναστηράκι

Από τις 24 Νοεμβρίου και για 14 παραστάσεις (κάθε Δευτέρα και Τρίτη).