Με τον «λοξό» και αντισυμβατικό της τρόπο, ξεκινώντας από τον κρυπτικό τίτλο «Ολα πρέπει να αλλάξουν ΡΝ. Σ9», η Νάντια Αργυροπούλου βάζει τη σφραγίδα της στην 9η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης. Και, όπως δηλώνει στο «Βήμα», θέλει να κάνει κάτι διαφορετικό, «κάτι αναγκαίο, ίσως και κάτι καλύτερο».
Ο τίτλος προϊδεάζει για τις προθέσεις της για αυτή τη διοργάνωση: «Να ξαναδοθεί νόημα στην έννοια της αντίστασης, της αμφισβήτησης και της απείθειας και στη δυνατότητα και ικανότητα της τέχνης να λέει την αλήθεια στην (όποια) εξουσία. Να αρνείται την “εξημέρωσή” της, να εμπλέκεται στα αιτήματα της εποχής, να μιλάει άφοβα για τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη, την ακροδεξιά επέλαση και τον τεχνοκαπιταλιστικό φεουδαλισμό. Να αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος των μικρών καθημερινών επαναστάσεων όπως συντελούνται μέσα από εστίες αλληλεγγύης κοινωνικών αυτοοργανωμένων ομάδων» όπως εξηγεί στο «Βήμα».
Αποκωδικοποιώντας τον τίτλο
«ΡΝ» όπως Ριζοσπαστική Νοημοσύνη. «
Ολοι μιλούν για την Τεχνητή Νοημοσύνη είτε με ανέμελη αισιοδοξία είτε με τρόμο ενώ σειρά κακοφτιαγμένων καλλιτεχνικών διοργανώσεων κανονικοποιούν την ελλιπή πρόσληψη των στοιχείων της. Αλλά μιλάμε άραγε αρκετά για τις φασιστικές εκδοχές της και τον τρόπο που διαμορφώνουν τον λόγο και τη σκέψη μας; Ή, ακόμη πιο απλά, μιλάμε για τα τεράστια data centers που χτίζονται στα κενά της άγνοιάς μας, ακόμη και στην Ελλάδα; Μιλάει η τέχνη γι’ αυτό και πώς; Μήπως αυτολογοκρίνεται για να μη θορυβήσει τον δυνητικό χορηγό που επενδύει σε τέτοιες υποδομές, οι οποίες απορροφούν τεράστιες ποσότητες φυσικών πόρων, όπως το νερό; Αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε δεν είναι η αφηρημένη ιδέα μιας “νοημοσύνης” που θα λύσει τα πάντα για εμάς με όρους καπιταλιστικής ευδαιμονίας, αλλά ένας ριζοσπαστικός νους: διερευνητικός και ανήσυχος, συλλογικός, δίκαιος, με την ικανότητα να αμφισβητεί την έννοια της όποιας “Αποκάλυψης”, να αλλάζει, να δρα σε πραγματικό χρόνο, να υλοποιεί με όρους απολαυστικής μαχητικότητας».
«Σ9» όπως Σαλονίκη: «Μου αρέσει αυτή η εκδοχή της ονόματος, που προέρχεται από τον αραβικό κόσμο του Μεσαίωνα και σήμαινε “προς τη Θεσσαλονίκη”. Γιατί τη συναντώ στους συναρπαστικούς στίχους του θηλυκού ραπ και στην καθημερινή γλώσσα της πόλης και των τραγουδιών που την αναζητούν, γιατί εμπεριέχει την έννοια του “ολούθε” και του “από τα κάτω”. Εξάλλου δεν πρόκειται για μια έκθεση για την πόλη, αλλά για μια έκθεση από και προς την πόλη».
Αυτό το ακρωνύμιο λοιπόν είναι η πυξίδα της επιμελητικής πρακτικής η οποία έχει ως ακρογωνιαίους λίθους το κείμενο «Wayward Lives, Beautiful Experiments. Intimate histories of social upheaval» της θεωρητικού λογοτεχνίας Σαϊντίγια Χάρτμαν για την έννοια του waywardness – της απείθαρχης, μικρής επανάστασης στην καθημερινή ζωή – και το κείμενο του ακαδημαϊκού ερευνητή στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης Νταν ΜακΚουίλαν «Non fascist AI».
ΔΕΘ και Καλοχώρι
Τα έργα θα παρουσιαστούν στις εγκαταστάσεις της ΔΕΘ- Helexpo (Περίπτερα 2 & 3, κτίριο MOMus – Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης).
«Η ΔΕΘ, για μένα, είναι κάτι περισσότερο από ένας χώρος παρουσίασης, είναι ένα κομμάτι του προσώπου της Ελλάδας. Φιλοξένησε σαν εθνική “σκηνή” το φαντασιακό μιας χώρας που, από τη δεκαετία του ’60 και μετά, οραματιζόταν έναν ισχυρό πρωτογενή τομέα, διεθνή βιομηχανία, και εμπορικές σχέσεις με τα Βαλκάνια. Με τα χρόνια όμως αναδύθηκε στη θέση τους, ανεπαίσθητα όπως στους γνωστούς στίχους, η πραγματικότητα του real estate και των ακριβών hub με λίγη από πολιτισμό.
»Εκεί που θα μπορούσε να μεγαλώνει οργανικά ένα συλλογικά διαφορετικό, συναινετικό σχέδιο με σημείο αιχμής τα κοινά και τον δημόσιο χώρο, αρθρώνονται στερεοτυπικά τελετουργικά δράσης-αντίδρασης: επίδειξη της εξουσίας που έχει, κατέχει και διανέμει κατευναστικά ενώ γύρω διαδραματίζονται επεισόδια γενικευμένου και αδιέξοδου θυμού. Κι όμως, ακόμη και τα χαλασμένα πράγματα έχουν δυνατότητες: μπορούν να μετασχηματιστούν, αν ξαναδιαβαστούν με συλλογική τόλμη και το είδος της φαντασίας που υπερβαίνει την αφόρητη κοινοτοπία της καταναλωτικής ανάπτυξης. Είναι μια ευκαιρία για μια άλλη εξουσία που διαχέεται και αλλάζει».

Φλαμίνγκο στη λιμνοθάλασσα του Καλοχωρίου. Η παρουσία της Μπιενάλε στην περιοχή θα υπογραμμίσει, με τα λόγια της Νάντιας Αργυροπούλου, ότι «η έκθεση διεκδικεί αυτόν τον υδροβιότοπο ως ζωτικό της πεδίο. Ενα πεδίο που δεν ανήκει στην τέχνη, αλλά στο κοινό βίωμα, που η τέχνη καλείται να σεβαστεί».
Σημειωτέον, και όχι τυχαία ως προς τις προθέσεις της Αργυροπούλου, πρόκειται για χώρο στο επίκεντρο κοινωνικής αντιπαράθεσης γύρω από τον δημόσιο χώρο: από τη μία, σχέδιο κατεδάφισης μέρους του για τη δημιουργία κέντρου νεοφυών επιχειρήσεων, εμπορικού χώρου και ξενοδοχείου και από την άλλη σχέδιο για μητροπολιτικό πάρκο και ήπιες χρήσεις.
Ενας άλλος χώρος που έχει επιλεγεί είναι η λιμνοθάλασσα του Καλοχωρίου στα δυτικά όρια της πόλης, για χρόνια πηγή περιβαλλοντικής υποβάθμισης, που αποτελεί μέρος του Εθνικού Πάρκου Δέλτα Αξιού.
«Οχι, δεν θα υπάρχουν έργα εκεί, σε ένα μέρος όπου τα “έργα” είναι ήδη παρόντα με συναρπαστικό τρόπο που αγνοούμε: τα πουλιά, ο αέρας, τα ζώα που διασχίζουν το τοπίο, το νερό και η γειτνίαση όλων αυτών με το χωριό των προσφύγων και τη βιομηχανική ζώνη. Θα πάμε όμως για να αναγνωρίσουμε πως η έκθεση διεκδικεί αυτόν τον υδροβιότοπο ως ζωτικό της πεδίο. Ενα πεδίο που δεν ανήκει στην τέχνη, αλλά στο κοινό βίωμα και που η τέχνη καλείται να σεβαστεί, να υπερασπιστεί, να τοποθετήσει σε κάθε συζήτηση για το παρόν και το μέλλον».
Συμπληρωματικά, έργα σε επιμέλεια Αργυροπούλου θα παρουσιαστούν και στο MOMus – Πειραματικό Κέντρο Τεχνών στο Λιμάνι Θεσσαλονίκης, σε σύμπραξη με την 66η διοργάνωση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της πόλης, σε μια ουσιαστική συνάντηση επιμελητικών προσεγγίσεων – και μια κοινή στιγμή ενεργοποίησης για την πόλη με εγκαίνια που απέχουν μόλις μία μέρα (30/10 για το Φεστιβάλ και 31/10 για την Μπιενάλε).
Μια μικρή πρόγευση
H έκθεση περιέχει με διαφορετικούς τρόπους εκείνα τα στοιχεία που εμπνέουν, σηματοδοτούν και υλοποιούν την «αλλαγή» στην οποία καλεί ο τίτλος της: την έννοια της απο-ανάπτυξης (degrowth), του κοινωνικού και ακαδημαϊκού αιτήματος υπέρ μιας διαφορετικής, δίκαιης χρήσης των κάθε είδους πόρων ζωής.
Μια εκτενή θεματική γύρω από το παιχνίδι, τα σπορ και ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο με την επαναστατική ιστορία και προοπτική εναλλακτικών εκδοχών τους που όχι μόνο είναι τέχνη αλλά μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο που δεν λειτουργεί σήμερα σε όφελος των πολλών.
Η θεματική αυτή αναπτύσσεται με τη συνεργασία συγκεκριμένων πρωτοβουλιών και αυτοοργανωμένων ομάδων και θα συμπεριλάβει ενδεχομένως έναν ιδιαίτερο αγώνα τριπλού ποδοσφαίρου: μια πολιτικο-καλλιτεχνική πρόταση εμπνευσμένη από τις ιδέες της Καταστασιακής Διεθνούς και του δανού ζωγράφου και θεωρητικού Ασγκερ Γιορν. Θα παρουσιαστεί μια ειδικά διαμορφωμένη εκδοχή του DisobedienceArchive του Μάρκο Σκοτίνι σε διάλογο με παραδείγματα από την ελληνική πραγματικότητα, το αρχείο «Η αντίσταση των πυγολαμπίδων» της Αργυροπούλου, καθώς και με την παρουσίαση δράσεων από πλατφόρμες της κοινωνίας των Πολιτών με έδρα τη Θεσσαλονίκη και σύνδεση με το διεθνές οικοσύστημα ριζοσπαστικής σκέψης.

Εργα της Μπιενάλε θα παρουσιαστούν και στο MOMus – Πειραματικό Κέντρο Τεχνών στο Λιμάνι Θεσσαλονίκης, σε σύμπραξη με την 66η διοργάνωση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της πόλης.
Συμμετέχουν περί τα τριάντα άτομα και το 90% των έργων τους προέρχεται από το πεδίο του movingimage. Για παράδειγμα, ο Δανός Γιάκομπ Στίνσεν θα παρουσιάσει το «Berl-Berl», ένα επτακάναλο βίντεο για την εξαφάνιση των υδροβιοτόπων γύρω από το Βερολίνο που θα παρουσιαστεί εδώ ως live simulation, τροφοδοτούμενο με δεδομένα από το τοπικό έλος. Οι αδελφοί Λάκης και Αρης Ιωνάς (Τhe Callas) θα αποκαλύψουν μια λιγότερο γνωστή πτυχή των διαχρονικά συνεργατικών έργων τους.
Ο Διονύσης Καβαλλιεράτος παρουσιάζει ένα έργο κινούμενης εικόνας φτιαγμένο χειροποίητα και με υλικά έργα ώστε να προκύπτει ένα μεικτό τοπίο ανατρεπτικού χιούμορ και διερώτησης πάνω στην ιστορία, την ψευδαίσθηση, την ανατροπή. Είναι εικαστικοί με τους οποίους συνεργάζεται η Αργυροπούλου αλλά συμμετέχουν επειδή «η πρακτική τους και η συνολική συμμετοχή τους στα πράγματα συνδιαμορφώνει το πνεύμα της έκθεσης, με έμφαση στην αισθητική κοινωνικότητα – όπως την ορίζουν τα Black Studies – και στο αίτημα για αλληλεγγύη, για “διαφοροποίηση χωρίς διαχωρισμό”, για ένα κοινό δηλαδή, δίκαιο και ισότιμο βίωμα που συμπεριλαμβάνει οργανικά και το έργο τέχνης. Εδώ, μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η πρακτική των καλλιτεχνών όπως εκφράζεται συνολικά παρά τα μεμονωμένα έργα και μια μορφολογικά προσδιορισμένη εξέλιξη της δουλειάς τους».
«Ορατή πέρα και από την Ελλάδα»
Η Αργυροπούλου επελέγη με απευθείας ανάθεση από τη Θούλη Μισιρλόγλου, καλλιτεχνική διευθύντρια του MOMus – Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, που αποτελεί και τον φορέα υλοποίησης της διοργάνωσης.
«Είναι τολμηρή η επιλογή της Διεύθυνσης της Μπιενάλε στο πρόσωπό μου και σηματοδοτεί νομίζω την ειλικρινή επιθυμία της να αλλάξουν τα πράγματα. Αυτό με χαροποιεί και μέχρι στιγμής είμαι ελεύθερη στις επιλογές μου, πράγμα εξαιρετικά σημαντικό, αλλά το όλο πλαίσιο (οργανωτικό, χρηματοδοτικό, κρατικής πολιτικής και γενικότερου προσανατολισμού) πρέπει να γίνει πιο τολμηρό, επίμονο, εναλλακτικό ως προς τη στόχευση του έτσι ώστε η αλλαγή, η συμβολή μιας ακόμη περιφερειακής Μπιενάλε όπως αυτή της Θεσσαλονίκης, η οποία είναι μάλιστα έκφραση του δημόσιου τομέα, να είναι ιδιαίτερη, ριζοσπαστική, ορατή πέρα και από την Ελλάδα, ουσιαστική όχι για την τέχνη αόριστα αλλά για τη ζωή.
»Οι συνθήκες και οι όροι χρηματοδότησης τέτοιων διοργανώσεων είναι ένα θέμα που δεν συζητείται ποτέ πραγματικά καθώς αναπαράγονται απλώς αριθμοί και δεν εξετάζονται οι διαδικασίες και το πλέγμα εξουσίας που τις εγκαθιδρύει και διαιωνίζει σαν να είναι μοίρα αναπόδραστη. Δεν είναι πρόβλημα μόνο η δυσαναλογία πόρων και απαιτήσεων ή προσδοκιών από τους οικονομικούς παρόχους (κράτος ή ιδιώτες) αλλά και οι διαδικασίες, η ανηλεής γραφειοκρατία και η έλλειψη εξειδικευμένου πλέγματος φροντίδας, που απαγορεύουν ουσιαστικά σε καλλιτέχνες χωρίς ισχυρά πλαίσια οργανωτικής υποστήριξης να συμμετέχουν και να αντεπεξέλθουν».






