Ο Γιάννης Νταλιάνης μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου η τέχνη ήταν παρούσα – θείος του, ο τραγουδιστής Σώτος Παναγόπουλος. Του άρεσαν τα ποιήματα αλλά και τα πειράματα, όπως του άρεσε και η μεταμόρφωση, να παριστάνει κάτι που δεν είναι.

Σπούδασε Φυσική και θέατρο, πρώτα στη σχολή του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου Πειραιά του Λεωνίδα Τριβιζά με δασκάλους τη Μάγια Λυμπεροπούλου, τον Πλωρίτη, τον Μάρκαρη, τον Λευτέρη Βογιατζή. Συνέχισε πλάι στον Πέλο και στην Αλέκα Κατσέλη. Και κατάλαβε ότι το σημαντικότερο είναι να αποτελούν όλα αντίδραση σε ό,τι συμβαίνει γύρω σου στη σκηνή – «αφήνοντας στην άκρη το πώς θα πω εγώ το ένα ή το άλλο», όπως λέει ο ίδιος.

Την πρώτη του εμφάνιση, σπουδαστής ακόμα, την έκανε δίπλα στον Δημήτρη Χορν, στο «Τίμων ο Αθηναίος», στο Ηρώδειο. Και από τότε μπήκε το νερό στο αυλάκι.

Παντρεμένος με τη Μαριλίτα Λαμπροπούλου – έχουν δύο κόρες, επιλέγουν άλλοτε να δουλεύουν μαζί και άλλοτε χώρια. Την προσεχή σεζόν εκείνη θα τον σκηνοθετήσει στους «Τσέντσι» του Πέρσι Σέλεϊ (Δημοτικό Θέατρο Πειραιά), ενώ το καλοκαίρι θα συμπράξουν στον «Οιδίποδα Τύραννο» σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα (Επίδαυρος).

Τώρα ανεβάζει τον «Ταρτούφο» του Μολιέρου με τον Μάνο Καρατζογιάννη (Σταθμός), παίζει στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά (Εθνικό), ενώ κάνει και τηλεόραση.

Τι σας οδήγησε στην επιλογή του «Ταρτούφου»;

«Ο «Ταρτούφος» ανήκει στα έργα του Μολιέρου με τα οποία έχω ασχοληθεί πολύ. Τον είχα δουλέψει πριν χρόνια στη σχολή της Νέλλης Καρρά, σε μια άλλη εκδοχή – είχαμε κάνει μια ιστορική προσέγγιση πάνω στον «Ταρτούφο» και στον «Δον Ζουάν» συγχρόνως. Εντρύφησα τότε και μου έμεινε σαν ένα έργο με πολύ πλούσιο υλικό, με αυτή την ισορροπία που έχει ανάμεσα στα κωμικά στοιχεία και στην τραγικότητα που αποκτά στην εξέλιξή του. Ο Ταρτούφος, ένας άνθρωπος καταρχήν καλός, αλλάζει τελείως συμπεριφορά. Και ήθελα να ερμηνεύσει τον ρόλο ο Μάνος Καρατζογιάννης, για αυτή τη φυσική ευγένεια που διαθέτει σαν εξωτερικό περίβλημα, σαν προσωπίδα για τον Ταρτούφο. Παράλληλα με τη σκοτεινιά και την τρέλα που θα έχει εν δυνάμει σαν φαντασία».

Ποια στοιχεία του Μολιέρου σας γοητεύουν;

«Το καλό που έχει ο Μολιέρος είναι ότι δεν προσδίδει παραπάνω από ένα ακραίο, φανατικό χαρακτηριστικό στους ήρωές του. Εστιάζει σε αυτό, αλλά από τη στιγμή που είναι ακραίο παρασύρει κι άλλα πράγματα και μεταμορφώνει τον άνθρωπο. Οπως η μεταμόρφωση του Οργκόν, ενός μέσου αστού, όταν πέφτει θύμα ενός απατεώνα επειδή έχει ανάγκη να πιστέψει σε κάτι. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από εμάς. Σήμερα δεν έχουμε ανάγκη να πιστέψουμε; Σήμερα που έχουν πέσει οι ιδεολογίες, οι μεγάλες ιδέες. Είμαστε κι εμείς ευάλωτοι ανά πάσα στιγμή να γίνουμε θύματα κάποιου, ενός επιτήδειου, που θα οδηγήσει, έναν ολόκληρο λαό μερικές φορές, με τη δύναμη, το πάθος και την υποκρισία του σε πράγματα ακραία».

Η υποκρισία, διαχρονικό χαρακτηριστικό μας…

«Σε όλους τους χώρους εξουσίας καραδοκεί πάντα και η υποκρισία – χωρίς να κατηγορεί κανείς συλλήβδην όλους τους πολιτικούς. Γι’ αυτό άλλωστε και απαγορεύτηκε το έργο στην εποχή του. Με δελέασε να το φέρω σε ένα σήμερα που θα θίγει πράγματα που αφορούν την εξουσία, εκείνους που μας εξουσιάζουν και όχι στενά κομματικά ούτε στενά στον χώρο της Εκκλησίας. Πολλά κακώς κείμενα του 17ου αιώνα υπάρχουν ακόμα κατά κόρον».

Σκηνοθετείτε κυρίως κλασικά κείμενα, μεγάλους συγγραφείς.

«Δεν είναι συνειδητή επιλογή. Αλλά όντως είμαι πιο προσηλωμένος στο κλασικό χωρίς να αποκλείω τα άλλα. Ισως επειδή από τους μεγάλους συγγραφείς έχεις να μάθεις πολλά. Δεν έχει νόημα να τους αμφισβητήσεις. Θεωρώ πως ο συγγραφέας, πολλώ δε μάλλον όταν είναι κλασικός, βρίσκεται ψηλά. Και έρχεται ο σκηνοθέτης ως μεσάζων να μεταφέρει μια ερμηνεία, μια εκδοχή στους ηθοποιούς – αυτό είναι το τρίγωνο. Μιλάμε για μεγάλα, τεράστια πνεύματα».

Πώς νιώθετε ανάμεσα στον Μολιέρο και στον Σαίξπηρ;

«Είναι κάπως… Στη συγκεκριμένη περίπτωση πάντως ήταν αλλιώς σχεδιασμένα τα πράγματα αλλά λόγω της κατάληψης του Τσίλλερ βρέθηκα με δύο πρεμιέρες – σύμπτωση. Για να μην ξανασυμβεί θα φροντίσω στο μέλλον να προβλέψω ακόμα και τους αστάθμητους παράγοντες! Είναι πάντως συναρπαστικό. Σε τόσο μεγάλα πνεύματα συγγραφέων αρχίζεις και αξιοποιείς το ένα υπέρ του άλλου. Βλέπεις ξαφνικά ανάμεσα στα δύο έργα θέματα κοινά κι ας διαφέρουν σε τόσα άλλα. Από την μία η σαφής τραγωδία του Σαίξπηρ, με όλη τη βιαιότητα που της έχει προσδώσει ο Δημήτρης Καραντζάς και από την άλλη ο Μολιέρος που παρά τη σκοτεινιά και τα σημαντικά θέματα, έχει ως όπλο του το χιούμορ, που δεν θέλω να παρακάμψω με τίποτα. Ο Καπουλέτος, που ερμηνεύω, επιβάλλει στην κόρη του έναν γάμο με τον Πάρη, για τους δικούς του λόγους. Ο Οργκόν επιβάλλει στη Μαριάνα έναν γάμο με τον Ταρτούφο».

Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Το ένα βοηθάει στο άλλο;

«Νομίζω ότι κερδίζουν και οι δύο. Προσπαθώ τουλάχιστον. Οπως ένας άνθρωπος που και οδηγεί και είναι πεζός και μπορεί να το αξιοποιήσει αυτό για να είναι καλύτερος και οδηγός και πεζός. Ως σκηνοθέτης κατανοώ περισσότερο τώρα τους σκηνοθέτες μου, τις δυσκολίες, το άγχος, την πίεση που πρέπει να μας ασκήσουν. Αλλά και σαν ηθοποιός καταλαβαίνω τις δυσκολίες των ηθοποιών, πώς πρέπει κανείς να τους χειριστεί. Κι αυτό με κάνει πιο ανοιχτό».

Μιλάτε για κατανόηση ή για επιβολή;

«Η κατανόηση δεν πρέπει να παρεξηγηθεί με την ανεκτικότητα και με τη μη άσκηση πίεσης όταν χρειαστεί. Ο ηθοποιός χρειάζεται κάποια στιγμή να πιεστεί. Οσο πρόθυμος και δεκτικός κι αν είναι από τη φύση του, όσο ορεξάτος κι αν είναι, κάθε ηθοποιός έχει μια φυσική αδράνεια να μετατοπιστεί. Είναι πάντα ικανός να μετατοπιστεί πιο λίγο από αυτό που θα μπορούσε εν δυνάμει. Αυτή η μετατόπιση απαιτεί μια πίεση, μια δύναμη. Το θέμα είναι στο πώς θα ασκηθεί. Γιατί αλλιώς ο ηθοποιός θα μείνει στις ευκολίες του. Το πιο δύσκολο και η βασική μου έγνοια στη σκηνοθεσία είναι να βλέπω το θέατρο όχι μέσα από τη ματιά του σκηνοθέτη αλλά μέσα από ένα ομαδικό πρίσμα. Και σε αυτό με είχε επηρεάσει η συνεργασία και οι συζητήσεις με τον Λευτέρη Βογιατζή. Να μη με απασχολεί μόνον ο ρόλος μου αλλά σε συνδυασμό με όλο το θέμα. Να με ενδιαφέρει η ιστορία που λέμε όλοι μαζί. Κυρίαρχο είναι οι σχέσεις των ανθρώπων που είναι πάνω στη σκηνή, ώστε το ένα να γεννάει το άλλο. Στις περισσότερες παραστάσεις δεν βλέπω πραγματική αλληλεπίδραση. Οταν όμως γεννηθεί κάτι, τότε δημιουργείται μια απόλαυση για ηθοποιούς και κοινό».

Δύσκολη η διαχείριση της καθημερινότητας σε ένα σπίτι ηθοποιών;

«Η διαχείριση του χρόνου είναι το πιο δύσκολο – πώς μπορεί ο ένας να βοηθήσει τον άλλον. Οσο προλαβαίνουμε, ανταλλάσσουμε εμπειρίες. Οταν δουλεύουμε στην ίδια παράσταση, είναι πιο εξουθενωτικό, γιατί μεταφέρεις στο σπίτι τις ζυμώσεις που γίνονται. Αλλά δεν δουλεύουμε αποκλειστικά μαζί. Εχουμε κοινές οπτικές απέναντι στο θέατρο, αλλά διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης και μεθόδου».