«Τ’ αηδόνια δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες» έγραφε ο Σεφέρης στην «Ελένη». Από τότε βέβαια το χωριό της ορεινής Λεμεσού έχει αλλάξει αισθητά. Παρ’ όλα αυτά, η φύση παραμένει γοητευτική, τα πουλιά συνεχίζουν να κελαηδούν και, σε μια ανοιξιάτικη καθημερινή επίσκεψη, μπορεί κανείς να πιστέψει για λίγο πως είναι και οι μοναδικοί κάτοικοι του τόπου. Αυτή η πρώτη εντύπωση, όμως, δεν διαρκεί: εργασίες ανακαίνισης και επεκτάσεις ξενοδοχειακών μονάδων προετοιμάζουν το νέο, «αναβαθμισμένο» πρόσωπο της περιοχής.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, το μικρό ξενοδοχείο Μινέρβα μάλλον θα συνεχίσει να λειτουργεί σαν καταφύγιο ηρεμίας και περισυλλογής. Μια εστία φιλοξενίας που παρέμενε κλειστή για σχεδόν τρεις δεκαετίες και ενεργοποιήθηκε ξανά ως εκθεσιακός χώρος πριν από δύο χρόνια – ένας δορυφόρος του Pylon Art Center της Λεμεσού, μιας πρωτοβουλίας του Αλέξανδρου Διογένους. Αυτή την περίοδο και έως τον Σεπτέμβριο, φιλοξενεί την έκθεση «Newcomers / Εφθασαν μόλις» της Μαρίας Λοϊζίδου. Πρόκειται για μια πολυμεσική εγκατάσταση, καθώς η κύπρια εικαστικός αξιοποιεί στο έπακρο όλους τους χώρους του πρώην ξενοδοχείου.
Τα ξενοδοχεία των Πλατρών, όπως και άλλα σε διάφορα σημεία της Κύπρου, έχουν κατά καιρούς φιλοξενήσει ανθρώπους από γειτονικές χώρες που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Οπως θα πει στο «Βήμα» η Λοϊζίδου: «Με ενδιαφέρει αυτός ο χώρος, γιατί φιλοξένησε πολύ κόσμο και όχι εύπορο. Ηταν ένα ταπεινό ξενοδοχείο, σε αντίθεση με άλλα της περιοχής. Φιλοξένησε παιδιά στη διάρκεια του πολέμου στην Κύπρο το 1974, αλλά και ανθρώπους κάθε φορά που υπήρχε ανάγκη. Εχουμε φίλους Παλαιστίνιους που έμειναν εδώ, όπως και σε άλλα ξενοδοχεία του νησιού». Δεν πρόκειται για δωρεάν φιλοξενία – με εξαίρεση την περίπτωση του πολέμου του ’74 – αλλά για ένα είδος προσωρινής ενοικίασης, μέχρι να περάσει η κρίση που βίωνε η χώρα τους. Η Λοϊζίδου προσέγγισε λοιπόν το ξενοδοχείο Μινέρβα ως έναν χώρο «σε αναμονή», διατηρώντας στοιχεία που ενισχύουν αυτό το αφήγημα. Αφαίρεσε τις κουρτίνες για να «μπει η φύση μέσα», έβαψε ορισμένα παράθυρα και κάλυψε τα παλιά έπιπλα του ξενοδοχείου, αποφεύγοντας τη νοσταλγία που προκαλούν τα «ερείπια».
Οι πέντε ενότητες
Η έκθεσή της εκτυλίσσεται σε πέντε ενότητες και ένα ενδιάμεσο πέρασμα – υποδοχή, τραπεζαρία, tv-room, σκάλες, υπνοδωμάτια – όπου έργα της Λοϊζίδου και αντικείμενα του ξενοδοχείου συνδιαλέγονται μέσω απρόσμενων χειρονομιών. Σε ένα μικρό δωμάτιο, μέσα από γυάλινη όψη, παρουσιάζονται τέσσερα τετράδια με σχέδια από προηγούμενες εκθέσεις και ένα άγραφο κίτρινο τετράδιο που περιμένει να γεμίσει με εμπειρίες της παρούσας έκθεσης (Newcomers, 2025). Λίγο πιο πάνω, σε ένα πλατύσκαλο με καθρέφτες και σχέδιο τοίχου, η εικαστικός σχολιάζει την αίσθηση του «ενδιάμεσου», καλώντας τον θεατή σε μια σιωπηλή αναμέτρηση με τον εαυτό του. Στο πρώτο δωμάτιο του ορόφου συγκεντρώθηκαν όλα τα κρεβάτια και στρώθηκαν με καθαρά σεντόνια – μια νέα χειρονομία φιλοξενίας, ανοιχτή στις ανάγκες του παρόντος. «Ορισμένοι επισκέπτες μου είπαν πως είχαν φιλοξενηθεί εδώ το ’74. Εγώ δεν έχω μνήμες από τότε, αλλά ήθελα να δημιουργήσω έναν χώρο πρόθυμο να προσφερθεί ξανά».
Σε ένα δωμάτιο του ισογείου, που λειτουργεί και ως αποθηκευτικός χώρος, τοποθέτησε έργα από τις δύο πρόσφατες εκθέσεις της σε Παρίσι και Λονδίνο (στο Musée de la Chasse et de la Nature το 2023 και Freud Museum το 2024). Τα έργα παρουσιάζονται σε μεταλλικές ραφιέρες, χωρίς ιεραρχία, αφήνοντας στον επισκέπτη την ελευθερία να επιλέξει τι θα παρατηρήσει και πώς θα συνδεθεί με αυτά.
Το «δωμάτιο των κεντημάτων»
Ιδιαίτερα συγκινητική είναι η εγκατάσταση στο «δωμάτιο των κεντημάτων». Ανάμεσα σε παπλώματα, κουρτίνες και εργόχειρα από τη συλλογή της εικαστικού, ο επισκέπτης ακούει μια ηχητική αφήγηση με οδηγίες για το πώς να πλέξει κανείς στο χέρι ή να ράψει ένα αδιάβροχο παλτό. Το έργο, αφιερωμένο στην επαναλαμβανόμενη χειρονομία, τιμά τον ανθρώπινο κόπο και την επιμονή για επιβίωση, εντοπίζοντας την ποίηση στην πράξη της φροντίδας. Οι κουβέρτες με βελονάκι που έχει συγκεντρώσει λειτουργούν και ως πηγή έμπνευσης για τη δουλειά της: τα απλά, επαναλαμβανόμενα μοτίβα τους ενσωματώνονται στις μεταλλικές πλέξεις των μεγάλων εγκαταστάσεών της. «Αυτά τα μοτίβα, τα δανείζομαι από την παράδοση. Αν δώσεις σε κάποιον οδηγίες, είναι χειρονομίες επανάληψης που μπορεί να τις κάνει ο καθένας. Είναι μια κοινή γλώσσα. Αυτές οι μορφές υπάρχουν σε πολλούς πολιτισμούς, είναι μια αλήθεια που μας συνδέει».
Η απομυθοποίηση της τέχνης
Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν δύο εργόχειρα που η Λοϊζίδου είχε κεντήσει ως παιδί. «Συνέπεσε με το ότι αποχαιρετούσα το πατρικό μου, καθώς οι γονείς μου δεν ζουν πια» λέει. «Καθώς έστηνα την έκθεση, θυμήθηκα ότι το σπίτι χρονολογείται περίπου από την ίδια εποχή με το Mινέρβα. Τα εργόχειρα αυτά είναι σχεδόν 55 ετών – δεν είχα τότε συνείδηση ότι έφτιαχνα κάτι σπουδαίο. Απλώς τα έκανα για να γεμίσω τους άδειους τοίχους, όπως μου είχε ζητήσει η μητέρα μου». Τα είχε κεντήσει πάνω σε σακούλες αποθήκευσης οσπρίων από τον συνεργατισμό, όπου εργαζόταν ο πατέρας της. «Οταν τα ξαναβρήκα, με συγκίνησε το γεγονός ότι δεν μπορούσα να τα τοποθετήσω χρονικά. Αναρωτήθηκα: αν τα δει κάποιος, θα τα αντιληφθεί ως παλιά ή ως καινούργια; Αυτό το μπέρδεμα με συγκινεί και είναι ανακουφιστικό μέσα στην απομυθοποίηση της τέχνης και του “έργου” ως φετίχ».
Η απομυθοποίηση αυτή αφορά μια βαθύτερη επανεκτίμηση του τι σημαίνει καλλιτεχνική πράξη, αλλά και τι απογίνεται τελικά ένα έργο. «Είμαι σε μια ηλικία, αλλά και φάση στη δουλειά μου, όπου αναρωτιέμαι: τι σημαίνει η αξία ενός έργου; Πού καταλήγει; Τι απομένει; Εκεί με ενδιαφέρει πια η έκθεση ως αφήγημα. Απευθύνεται σε όλους, ανεξάρτητα από το αν κάτι θα πουληθεί ή όχι. Είναι μια δημοκρατική διαδικασία, πέρα από την αγορά, από την ανάγκη να επιβιώσουμε οικονομικά. Δυσκολεύομαι με τη διαχείριση της δουλειάς μας όταν απομονώνεται σε αντικείμενο».
Το ερώτημα για τη θέση της τέχνης σε περιόδους κρίσης είναι κεντρικό στο έργο της. «Το σκέφτομαι έντονα, ιδιαίτερα και μέσα από την περφόρμανς που παρουσίασα στο Θέατρο Ριάλτο στη Λεμεσό στο πλαίσιο της έκθεσης. Εκεί έφερα το αρχείο των σχεδίων μου – περισσότερα από 2.500 σχέδια σε χαρτί. Μέσα από αυτά διερωτώμαι: μπορεί μια εικαστική χειρονομία να συνδεθεί με την Ιστορία; Με την ιστορία του τόπου, ή με την ιστορία γενικά;». Στις εικαστικές αναζητήσεις της Λοϊζίδου αναδύεται η ανάγκη για σύνδεση, για παρηγοριά, για ένα κοινό έδαφος. «Αυτό είναι το ερώτημα: πώς βρίσκουμε αναφορές που ενθαρρύνουν μια κοινότητα σε κρίση; Μια κοινότητα που δεν ξέρει πού ανήκει, ή που βιώνει τη μετατόπιση, την ανάγκη, την προσφυγιά. Δεν ξέρω αν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά, αλλά με παρηγορεί ότι οι επιμελητές που με προσκαλούν να εκθέσω, χειρίζονται πια τέτοια ζητήματα. Κι έτσι νιώθω ότι η δουλειά μου δεν μένει αμέτοχη».
INFO
«Νewcomers / Εφθασαν μόλις» στο ξενοδοχείο Μινέρβα, Πλάτρες, Pylon Art & Culture ως τις 14 Σεπτεμβρίου.



