Δυστυχώς, μια σύμβαση εμπιστευτικότητας που έχει υπογράψει δεν επέτρεψε στον Γιώργο Καραμίχο να μας αποκαλύψει τι γυρίσματα έκανε πριν από λίγες ημέρες στη Νέα Υόρκη, όμως ο δημοφιλής ηθοποιός είχε πολλά και ενδιαφέροντα να πει για το νέο του θεατρικό εγχείρημα.
Υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Αλέξανδρου Ραπτοτάσιου, ερμηνεύει στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης το «Vanya» του Σάιμον Στίβενς, το έργο του πολυβραβευμένου συγγραφέα (γνωστού στην Ελλάδα από το «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα»), το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου με τον Αντριου Σκοτ.
Πρόκειται για μια νέα εκδοχή του «Θείου Βάνια». «Εδώ βλέπουμε τον ομώνυμο ήρωα πολλά χρόνια αργότερα: έχει χαθεί το κτήμα, έχει φύγει και η Σόνια και όλοι οι άλλοι και έχει μείνει μόνος του να δουλεύει σε ένα σουπερμάρκετ. Οταν είναι εκεί, πριν ανοίξει το κατάστημα, «λογαριάζεται» με τον εαυτό του, σκέφτεται τι θα μπορούσε να έχει κάνει στη ζωή του και δεν το έκανε. Είναι αυτό που περνάμε όλοι κάποια βράδια, τα μικρά δικαστήρια που στήνουμε στο μυαλό μας: «Τι θα γινόταν αν είχα αντιδράσει αλλιώς;» ή «Πώς θα είχε εξελιχθεί η ζωή μου αν τότε έπαιρνα άλλη απόφαση;». Κάπως έτσι το ξαναζεί, μήπως βρει επιτέλους μια απάντηση ή μια λύση».
Εσείς ξεμπερδεύετε εύκολα με το παρελθόν ή είστε από αυτούς που βασανίζονται με όσα συνέβησαν κάποτε;
«Εξαρτάται από το θέμα. Υπάρχουν πράγματα που περνούν πιο ανώδυνα. Υπάρχουν όμως κι άλλα, στα οποία αναγκαστικά επιστρέφεις συνεχώς. Κάθε τόσο αναφλέγονται ξανά και ξανά θέματα που νόμιζες ότι είχαν γίνει στάχτη, αλλά τελικά έκανες λάθος. Γενικώς, σκέφτομαι πολύ, ξανακοιτάζω τα πράγματα και δεν είναι εύκολο να ξεπεράσω κάτι. Δεν κλείνω εύκολα λογαριασμούς. Εάν όμως τους κλείσω, είναι οριστικό. Σημαίνει ότι το έχω επεξεργαστεί σε βάθος και έχω απομακρυνθεί συναισθηματικά. Αλλά μέχρι τότε με τρώει πραγματικά, γιατί δένομαι με τους ανθρώπους· ακόμη και μια απλή συνάντηση για εμένα είναι επένδυση χρόνου».
Θα κάνω μια πολύ αναμενόμενη ερώτηση: Θεωρείτε πως ο Τσέχοφ εξακολουθεί να είναι επίκαιρος σήμερα;
«Τα βασικά ζητήματα που μας απασχολούν ως ανθρώπους είναι τα ίδια πάντοτε. Γι’ αυτό ακριβώς λέμε τα κλασικά έργα «κλασικά». Οσο περνούν τα χρόνια, όχι μόνο δεν αποδυναμώνονται, αλλά ενισχύονται ακόμη περισσότερο, γιατί λειτουργούν και κάθετα και οριζόντια στον χρόνο. Τόσα πράγματα που έθιγε ο Τσέχοφ φανταζόμασταν ότι θα είχαν λυθεί μετά από περισσότερο από έναν αιώνα, αλλά βλέπουμε ότι είναι σήμερα πιο επείγοντα.
Στον «Βάνια», για παράδειγμα, ο Αστρόφ μιλάει ήδη από τότε για την οικολογική καταστροφή, για τα δάση που χάνονται και την ψευδαίσθηση πως αν χτίζουμε εργοστάσια και σχολεία ο κόσμος μορφώνεται και γίνεται πιο πλούσιος, ενώ αυτό δεν ισχύει κατ’ ανάγκην. Επίσης, βλέπουμε την ανεπάρκεια των ανθρώπων να είναι ειλικρινείς με τα θέλω τους. Αυτό εμένα με πονάει πιο πολύ. Δεν εκπαιδευόμαστε να ξέρουμε τι θέλουμε και να το διεκδικούμε. Εμένα μου πήρε σχεδόν πενήντα χρόνια να το καταλάβω. Είναι χρονοβόρα διαδικασία, γιατί έχουμε μάθει ακριβώς το αντίθετο.
Μεγαλώνουμε βλέποντας ανθρώπους που δουλεύουν σε θέσεις που δεν επιθυμούν, που μένουν σε σχέσεις που δεν τους εκφράζουν, που φοβούνται να αφήσουν τη βολή τους. Εκπαιδευόμαστε να ικανοποιούμε τις προσδοκίες των άλλων αντί να αφουγκραστούμε τη δική μας επιθυμία. Η προσωπική επιθυμία, όμως, είναι αυτή που φέρνει τη γνησιότητα και την ελευθερία. Η αληθινή ελευθερία δεν έρχεται από το «κάνω ό,τι γουστάρω», αλλά από το «δεσμεύομαι σε αυτό που θέλω». Οταν δεν νιώθεις ασφαλής, δεν μπορείς να είσαι ελεύθερος – ζεις σε διαρκή πανικό.
Και ο Τσέχοφ γι’ αυτό είναι μεγάλος, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες με τα ανεκπλήρωτα όνειρα, που ποθούν κάτι άλλο από αυτό που έχουν, αντανακλούν και την κατάρα του δυτικού πολιτισμού που νομίζει ότι αποκτώντας υλικά αγαθά θα βρει την ευτυχία. Οταν ζεις χωρίς γερά θεμέλια, με τόσο εύθραυστη ισορροπία, είναι εύκολο και να σε χειραγωγήσουν πολιτικά, πείθοντάς σε ότι για όλα φταίει κάποιος «εξωτερικός εχθρός». Οταν είσαι ανασφαλής, θα κάνεις ό,τι σου πουν, αρκεί να νιώσεις προστατευμένος».
Αναφέρεστε στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα;
«Μα είναι, για παράδειγμα, πολύ εύκολο να πιστέψεις ότι φταίνε οι πρόσφυγες που πνίγονται στις θάλασσες και πως αυτοί θα μας πάρουν την όποια ασφάλειά μας. Είναι πολύ εύκολο να βρεις «εχθρούς», ειδικά σε μια χώρα σαν τη δική μας, όπου δεν υπάρχει αίσθηση απόδοσης δικαιοσύνης. Ζούμε σε μια χώρα όπου εδώ και χρόνια την τέχνη είτε την αγνοούν είτε την κατακρίνουν. Δεν θα ξεπεράσω ποτέ εκείνη τη φράση της υπουργού Πολιτισμού ότι «εξαπατήθηκε από κάποιον χάρη στην υποκριτική του δεινότητα».
Εκείνη τη στιγμή είναι σαν να καταδικάζει όλους τους καλλιτέχνες ότι «ξεγελούν» τον κόσμο, ενώ στην πραγματικότητα οι καλλιτέχνες παραδέχονται ότι δεν ξέρουν και αναζητούν, ρισκάρουν. Και πήγε κάποιος στην Εθνική Πινακοθήκη και βανδάλισε μια έκθεση χωρίς να συλληφθεί, ενώ αν ήμουν εγώ ή εσείς ή ένας οποιοσδήποτε πολίτης θα μας είχαν συλλάβει αμέσως. Δεν υπάρχει αίσθηση δικαίου. Στη Βουλή των Ελλήνων, κάποιος βουλευτής απευθύνεται σε μια συνάδελφό του παροτρύνοντας της να «κάνει ένα παιδί».
Κι εκείνη τη στιγμή δεν χάνει αυτομάτως τη βουλευτική του έδρα, ενώ είναι αντισυνταγματική και προσβλητική η συμπεριφορά του. Συνεχίζει να μιλά και όχι μόνο δεν τιμωρείται, αλλά έτσι νομιμοποιούνται χιλιάδες άλλοι κρυφοφασίστες να βγουν στα social media και να γράψουν «και λίγα της είπε», «η ασχημομούρα» ή άλλες απαράδεκτες προσβολές. Και σκέφτομαι «Δεν μπορώ να ζω εγώ με πολίτες που εκφράζονται έτσι». Αυτό είναι το πρόβλημα: τέτοιες συμπεριφορές νομιμοποιούνται και διαχέονται παντού. Η ουσία είναι ότι όλα έχουν τη ρίζα τους στην έλλειψη αίσθησης ασφάλειας και δικαίου. Οταν ο πολίτης δεν νιώθει ασφαλής, πιστεύει όποιον του τάζει «ασφάλεια». Και αυτό κάποτε οδηγεί στο να στοχοποιείται οτιδήποτε διαφέρει, να ψάχνουν όλοι για εξιλαστήρια θύματα».
Τι άλλο έχουμε να περιμένουμε επαγγελματικά από εσάς;
«Συνεχίζεται με μεγάλη επιτυχία η προβολή του «Υπάρχω», της ταινίας για τη ζωή του Καζαντζίδη, όπου υποδύομαι τον Μάκη Μάτσα. Υπάρχει στο Ertflix ο δεύτερος κύκλος της «Ερημης χώρας». Σε λίγο καιρό θα βγει στο Prime Video της Amazon μια ξένη σειρά, το «Malice», με τον Ντέιβιντ Ντουκόβνι και τον Τζακ Γουάιτχολ, στην οποία εμφανίζομαι σε τρία επεισόδια».
Η επιστροφή σας στο Θέατρο Τέχνης τι σημαίνει για εσάς; Εχει μια ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση;
«Για να πω την αλήθεια, παίζοντας τώρα στο Θέατρο Τέχνης ένιωσα πως μόνο εκεί θέλω να παίζω. Ηταν σαν να γύρισα στο σπίτι μου, αλλά με την έννοια της κατάκτησης, όχι της απλής επιστροφής. Επειτα από τόσες διαδρομές, βρέθηκα πάλι εκεί και ειδικά στο Υπόγειο του Τέχνης υπάρχει για εμένα ένας δεσμός πολύ ισχυρός, μια αίσθηση οικειότητας που δεν ξέρω πώς να την εξηγήσω. Είναι κάτι πολύ βαθύ που με συνδέει μαζί του».