Οταν το 2019 η «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Εθνική Λυρική Σκηνή, η Σβετλάνα Σοζντάτελεβα είχε εντυπωσιάσει αποδίδοντας με δύναμη και πάθος τον δυσκολότατο πρωταγωνιστικό ρόλο της Κατερίνας Ισμαήλοβα. Η ρωσίδα υψίφωνος με την αξιοσημείωτη διεθνή καριέρα επιστρέφει τώρα με τον ίδιο ρόλο, στην ίδια, σκηνοθετημένη από τη Φανί Αρντάν παραγωγή, για να εγκαινιάσει τη νέα περίοδο λειτουργίας της ΕΛΣ. Και για να μας αποκαλύψει, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, μια έξυπνη, τρυφερή, χαριτωμένη αλλά και δυναμική γυναίκα πίσω από την τραγουδίστρια που λάμπει στη σκηνή.

Τώρα λοιπόν που τη γνωρίζετε καλά – καθώς την έχετε τραγουδήσει πολλές φορές, μεταξύ άλλων στη Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης – ποια είναι για εσάς η Κατερίνα Ισμαήλοβα;

«Είναι ένας πολύ ισχυρός χαρακτήρας. Νέα, όμορφη, γεμάτη ενέργεια, γεμάτη μητρική αγάπη, γεμάτη θηλυκή δύναμη. Ομως ο κόσμος γύρω της είναι σκληρός, βίαιος, αδιάφορος. Μοιάζει να είναι κλειδωμένη σε ένα κλουβί, και αυτό μπορούμε να το δούμε στην παραγωγή μας. Το δωμάτιο της Κατερίνας είναι μικρό, στενό, ζει κλεισμένη εκεί σαν σε κελί φυλακής. Οταν λοιπόν συναντά τον έρωτα καταστρέφει αυτό το κλουβί, σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά της. Δεν δικαιολογώ την Κατερίνα, αλλά μπορώ να την καταλάβω».

Η παρτιτούρα του Σοστακόβιτς είναι φημισμένη για την περιπλοκότητά της. Πώς αντιμετωπίζετε τις προκλήσεις αυτής της μουσικής;

«Υπάρχει αρκετό «υστερικό» και οργισμένο, δηλαδή δραματικό, τραγούδι στον ρόλο, αλλά υπάρχουν και πολύ τρυφερές στιγμές. Μου αρέσει αυτή η ποικιλία των φωνητικών χρωμάτων. Μου δίνει την ευκαιρία να εκφράσω όλο τον πλούτο της φωνής μου. Ευτυχώς, έλαβα καλή μουσική παιδεία. Ως παιδί, έπαιζα βιολί, μετά σπούδασα στο Academic Music College με ειδίκευση στη διεύθυνση χορωδίας και στη συνέχισα στο πανεπιστήμιο για να γίνω τελικά τραγουδίστρια. Αυτό το υπόβαθρο με βοηθάει πολύ στην αναμέτρησή μου με τέτοια απαιτητικά έργα».

Η εν λόγω όπερα περιλαμβάνει σκηνές βίας και έντονου πάθους τις οποίες ο τραγουδιστής καλείται να αποδώσει με ρεαλισμό, σαν να είναι ηθοποιός. Την ίδια στιγμή πρέπει να επιτύχει την όσο το δυνατόν καλύτερη φωνητική απόδοση. Μοιάζει δύσκολο, όχι;

«Θεωρώ πως για έναν τραγουδιστή της όπερας είναι πολύ σημαντικό να έχει καλή ψυχολογική αλλά και σωματική κατάσταση. Για να ερμηνεύσεις έναν ρόλο όπως αυτός πρέπει να είσαι δυνατός. Παρατήρησα ότι και στην Ελλάδα πολλοί αθλούνται, κάνουν γυμναστική και τζόκινγκ. Αυτό μου αρέσει. Προσπαθώ κι εγώ να προπονούμαι γιατί είναι αδύνατο να παίξω έναν τέτοιο ρόλο όπως η Κατερίνα χωρίς καλή φυσική κατάσταση».

Ποιος είναι ο πιο απαιτητικός ρόλος του ρεπερτορίου σας μέχρι τώρα;

«Αυτή τη στιγμή μελετώ τη Βρουνχίλδη από το «Λυκόφως των θεών» του Βάγκνερ. Είναι ένας τεράστιος και πολύ σημαντικός ρόλος για μένα. Θα τον τραγουδήσω στο Λονδίνο τον Απρίλιο με τη London Philharmonic Orchestra. Νιώθω σαν να σκαρφαλώνω στο Εβερεστ».

Και ποιος ρόλος είναι ο πιο αγαπημένος σας;

«Σε κάθε ρόλο μου δίνω ένα κομμάτι από την καρδιά μου. Ακόμα κι όταν οι ηρωίδες μου είναι σκληρές, όπως η Κατερίνα ή η Λαίδη Μάκβεθ, προσπαθώ να βρω κάτι ανθρώπινο μέσα τους και ίσως τελικά τις συμπονώ».

Ποιος σας ενέπνευσε στον δρόμο που ακολουθήσατε;

«Δεν έχω μουσικούς στην οικογένειά μου, όμως η μητέρα μου μού είπε ότι άρχισα να τραγουδάω πριν καν αρχίσω να μιλάω. Λάτρευα τη μουσική και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά όταν άκουγα όμορφες μελωδίες. Η μητέρα μου με έστειλε στην παιδική χορωδία και ήμουν χαρούμενη εκεί. Στα νιάτα μου γνώρισα μια δασκάλα φωνητικής την Ταμάρα Σεμενόβα, η οποία είχε τεράστια επιρροή πάνω μου. Στο σπίτι της άκουσα καλλιτέχνιδες όπως η Μαρία Κάλλας και η Ρενάτα Τεμπάλντι για πρώτη φορά στη ζωή μου. Χάρη στη μεγάλη δισκοθήκη της άκουσα όλους τους σπουδαίους τραγουδιστές του παρελθόντος. Πρόσφατα έφυγε από τη ζωή αφήνοντας βαθύ σημάδι στην ψυχή μου».

Ποια είναι τα καλλιτεχνικά σας όνειρα;

«Ονειρεύομαι να διατηρήσω τη φωνή και την καλή φυσική μου κατάσταση όσο περισσότερο γίνεται. Να τραγουδήσω το βαγκνερικό ρεπερτόριο. Και τον Γιάνατσεκ. Στις όπερές του υπάρχουν ρόλοι όπως η Κοστέλνιτσκα στη «Γενούφα» και η Εμίλια Μάρτι στην «Υπόθεση Μακρόπουλου» που θα με ενδιαφέραν πολύ γιατί είναι χαρακτήρες δυνατοί και δραματικοί».

Πέρα από τον φωνητικό εξοπλισμό, τι χρειάζεται για να κάνει κάποιος διεθνή καριέρα;

«Μιλώντας για εμένα, υποθέτω πως οφείλω την καριέρα μου στην παθιασμένη μου αγάπη για την όπερα, στο ταλέντο μου, στην πολυετή δουλειά και στο θάρρος μου. Ξέρω ότι υπάρχουν πολλοί υπέροχοι τραγουδιστές που πιθανώς μπορούν να τραγουδήσουν καλύτερα από εμένα. Εχω όμως συνειδητοποιήσει πως υπάρχει κάτι ιδιαίτερο στην προσωπικότητά μου και αυτό θέλω να το δείξω, θέλω να το δώσω στους ανθρώπους. Είναι σκληρή η δουλειά μου, με πολλές αμφιβολίες και πολλούς αυτοπεριορισμούς. Αλλά γνωρίζω ότι μπορώ και ότι πρέπει!».

Νιώθετε ποτέ πως όλη αυτή η αφοσίωση στην υγεία της φωνής είναι ένα είδος σκλαβιάς;

«Δεν μου αρέσει η λέξη «σκλαβιά, αλλά ναι, ένας τραγουδιστής πρέπει πάντα να υπηρετεί τη φωνή του και να συνεχίζει να την εκπαιδεύει. Ακόμα κι όταν τριγύρω υπάρχει ένα όμορφο Αιγαίο και θέλει μόνο να βρίσκεται στην παραλία και να κολυμπάει. Προσπαθώ να συνδυάσω τα πράγματα. Και να κάνω τις φωνητικές μου ασκήσεις και να απολαμβάνω αυτό το όμορφο μέρος».

Τι αγαπάτε περισσότερο στη ζωή σας και γιατί;

«Είμαι χαρούμενος άνθρωπος και αγαπώ πολλά πράγματα. Αγαπώ την οικογένειά μου, τον λατρεμένο άντρα μου, τους γιους μου, τους φίλους μου. Μου δίνει μεγάλη χαρά να τους φροντίζω. Λατρεύω επίσης τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Πρόσφατα άρχισα να ενδιαφέρομαι για την κεραμική, και τώρα είναι το αγαπημένο μου χόμπι».

Ζούμε σε δύσκολους καιρούς. Συμβαίνουν πολλά δυσάρεστα γύρω μας. Εχουν πει πως η μουσική μπορεί να γιατρέψει τον πόνο. Μπορεί πραγματικά;

«Πιστεύω πως αν κάθε άνθρωπος κάνει κάτι καλό στην ψυχή του, στην οικογένειά του, στο σπίτι του, στον κήπο του – ο κόσμος γύρω μας θα είναι καλύτερος. Οταν δουλεύω στο εξωτερικό αισθάνομαι μεγάλη ευθύνη γιατί εκπροσωπώ με έναν τρόπο τη Ρωσία. Προσπαθώ λοιπόν κι εγώ να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ επαγγελματικά και όχι μόνο. Για μένα είναι πολύ σημαντικό και ενδιαφέρον να επικοινωνώ με διαφορετικούς ανθρώπους, να γνωρίζω τους πολιτισμούς και τις όμορφες παραδόσεις τους, να δουλεύω μαζί τους φιλικά και ειρηνικά. Υπό αυτή την έννοια, η μουσική και το θέατρο είναι μία παγκόσμια γλώσσα, και είμαι χαρούμενη που μπορώ να τη μιλήσω και να τη διαδώσω».

Πρεμιέρα στις 21 Οκτωβρίου στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Παραστάσεις θα δοθούν και στις 24, 27 και 31 του μήνα και στις 5 και 9 Νοεμβρίου. Μουσική διεύθυνση Φαμπρίτσιο Βεντούρα. Σκηνοθεσία Φανί Αρντάν, αναβίωση σκηνοθεσίας Ιων Κεσούλης. Με τους Σβετλάνα Σοζντάτελεβα, Γιάννη Γιαννίση, Γιάννη Χριστόπουλο, Σεργκέι Σεμισκούρ, Σοφία Κυανίδου, Τάσο Αποστόλου, Πέτρο Μαγουλά κ.ά.