Με τη νέα έκδοση της συλλογής διηγημάτων Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος το αναγνωστικό κοινό της χώρας μας έχει την ευκαιρία να γνωρίσει αντιπροσωπευτικό τμήμα του μυθοπλαστικού έργου της Φλάνερι Ο’Κόνορ, που αποτελείται από δέκα διηγήματα, τα οποία εξέδωσε σε βιβλίο στη διάρκεια της σύντομης ζωής της.
Η άτυχη αυτή συγγραφέας, που πέθανε το 1964 στα τριάντα εννέα της χρόνια, έγραψε συνολικά τριάντα ένα διηγήματα και δύο μυθιστορήματα, αλλά και πλήθος δοκίμια, άρθρα και λογοτεχνικές κριτικές.
Η ίδια θεωρούσε τον εαυτό της πρωτίστως μυθιστοριογράφο, όμως τα δύο μυθιστορήματά της, το Και βιασταί αρπάζουσιν αυτή (που μετέφρασε σε ανύποπτο χρόνο ο Αλέξανδρος Κοτζιάς) και το Wise Blοod (Ξύπνιο αίμα) μολονότι σημαντικά, δεν είναι ίσης αξίας με τα εκπληκτικά της διηγήματα· κάποια από αυτά μπορούν κάλλιστα τα σταθούν δίπλα στα αριστουργηματικά «Ενα ρόδο για την Εμιλυ» και «Ανυδρος Σεπτέμβρης» του γίγαντα της αμερικανικής πεζογραφίας στον 20ό αιώνα Γουίλιαμ Φόκνερ – κι αυτό δεν είναι βέβαια μόνο δική μου άποψη.
Η συγγραφέας άλλωστε είχε πει ότι ανάμεσα σε όσους την επηρέασαν ξεχωρίζουν δύο σπουδαίοι συγγραφείς του αμερικανικού Νότου: ο Φόκνερ και ο Εντγκαρ Αλαν Πόου.
Ολα τα διηγήματα της Φλάνερι Ο’Κόνορ είναι σαν να υπακούουν στον αναντικατάστατο ορισμό για το διήγημα του Πόου: Το διήγημα είναι μέρος μυθιστορήματος που μπορεί να διαβαστεί σε δημόσια παρουσίαση.
Η ίδια διάβασε πολλές φορές δημοσίως το Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος, που δίνει τον τίτλο στη συλλογή αυτών των διηγημάτων, και το σχολίασε στην αλληλογραφία της και σε αναφορές σε άλλα κείμενά της.
Εντυπωσιακή απόδοση του κάθε χαρακτήρα
Διαβάζοντας το βιβλίο ο αναγνώστης σχηματίζει την εντύπωση πως το κάθε διήγημα, παρά την εκπληκτική του αυτονομία και αφηγηματική οικονομία, θα μπορούσε να επεκταθεί σε μυθιστόρημα. Και ακόμη, αν διαβάσει και τη συλλογή Everything That Rises Must Converge (Ο,τι ανυψώνεται πρέπει να συγκλίνει), που κυκλοφόρησε το 1965, έναν χρόνο μετά τον θάνατό της, συμπεραίνει ότι η συγγραφέας μας έδωσε συνολικά τη δική της ανυπέρβλητη σάγκα του αμερικανικού Βαθέος Νότου.
Μολονότι το διήγημα που τιτλοφορεί τη συλλογή είναι και το γνωστότερο, δύσκολα ξεχωρίζει κανείς ποιο από τα δέκα του τόμου είναι το καλύτερο – ούτε, νομίζω, και υπάρχει λόγος. Μπορείς να ξεχάσεις τον φοβερό ιεροκήρυκα στον «Ποταμό»;
Εδώ το ποτάμι είναι μια σαρκαστική, θα έλεγα, αλλά και τραγική αλληγορία του Ιορδάνη ποταμού και του χριστιανικού βαπτίσματος. Ή το πώς χειρίζεται η συγγραφέας το θέμα της εκμετάλλευσης και της απληστίας στο «Η ζωή που σώζεις μπορεί να είναι και η δική σου»; Υποτίθεται πως πρωταγωνιστής είναι κάποιος κύριος Σίφτλετ αλλά αναρωτιέσαι: είναι άραγε αυτός ή η φοβερή γριά Λιουσινέλ Κρέιτερ;
Δεν υπάρχει όμως κανένας χαρακτήρας που να μην περιγράφεται με εκπληκτική ενάργεια από τη συγγραφέα: Νέοι, γέροι και παιδιά – αληθινά παιδιά που μπορούν και να παίζουν και να είναι υπάκουα αλλά και να ατακτούν, να αυθαδιάζουν ή ακόμη και να βρίζουν.
Η Ο’Κόνορ ήταν καθολική στο θρήσκευμα, και μάλιστα πιστή σε όλη της τη ζωή, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία της και τα σχόλια που περιλαμβάνει στα θεωρητικά της κείμενα. Ο Βαθύς Νότος, δηλαδή η λεγόμενη «Ζώνη της Βίβλου» δεν ήταν βέβαια μόνο προτεσταντική ή καλύτερα ευαγγελική, όπως τη χαρακτήρισε από τη δεκαετία του 1920 ο Χ.Λ. Μένκεν. Σε μεγάλα τμήματά της, όπως στη Νότια Λουιζιάνα, η πλειονότητα των κατοίκων ήταν καθολικοί.
Μια ιδιόμορφη εκδοχή του προπατορικού αμαρτήματος
Το θρησκευτικό στοιχείο έπαιζε και εξακολουθεί να παίζει στον Βαθύ Νότο ακόμη και σήμερα σημαντικό ρόλο. Μπορεί κανείς να θεωρήσει πως στο υπόστρωμα των εννιά από τα δέκα διηγήματα που απαρτίζουν το Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος βρίσκεται μια ιδιόμορφή εκδοχή του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά αν αυτό το πάρει κανείς τοις μετρητοίς θα αδικήσει και τη συγγραφέα και τον εαυτό του.
Στην πραγματικότητα η Φλάνερι Ο’Κόνορ είναι βυθισμένη στο μυθικό παρελθόν του αμερικανικού Νότου, και στο παρελθόν αυτό η εμμονή στην πίστη, στη μετά θάνατον ζωή, στην κρίση ζώντων και νεκρών είναι ενδημικά γνωρίσματα που συνδέονται άρρηκτα με την αλόγιστη βία.
Τα γοτθικά γνωρίσματα στα διηγήματα της Ο’Κόνορ είναι βέβαια εμφανέστατα και η ίδια τα παίρνει πολύ στα σοβαρά, όμως ταυτοχρόνως τα σχολιάζει σαρδόνια. Κάθαρση στο έργο της δεν υπάρχει, ούτε και σωτηρία – που πάντοτε είναι υποθετική.
«Δεν υπάρχει αληθινή απόλαυση»
Θα μείνω μόνο στο πρώτο διήγημα του τόμου, κυρίως για λόγους χώρου. Εδώ έχουμε την ιστορία μιας οικογένειας που ταξιδεύει με το αυτοκίνητό της από την Τζόρτζια στη Φλόριντα. Την αποτελεί η γιαγιά, ο μοναχογιός της Μπέιλι, η νύφη της, που δεν κατονομάζεται, και τα δύο εγγόνια της, ο οκτάχρονος Τζον Ουέσλι και η μικρή Τζουν Σταρ.
Η γιαγιά δεν συμφωνεί στην αρχή με το ταξίδι, επειδή διάβασε στην εφημερίδα ότι κάποιος επικίνδυνος εγκληματίας δραπέτευσε μαζί με άλλους δύο κατάδικους, τον Χάιραμ και τον Μπόμπι Λι, και ότι κατευθύνονται και οι τρεις στη Φλόριντα.
Τα δύο εγγόνια την ειρωνεύονται: αν δεν ήθελε να ταξιδέψει ας καθόταν στο σπίτι. Ο εγκληματίας είναι γνωστός ως ο Ανισόρροπος (Misfit). Ετσι τον μεταφράζει η καλή και έμπειρη μεταφράστρια Ρένα Χατχούτ και όχι ως Απροσάρμοστο, προφανώς εξαιτίας των πράξεών του και όχι του χαρακτήρα του. Ο εγκληματίας αυτός βέβαια είναι και τα δύο.
Οι τρεις δραπέτες συναντούν καθ’ οδόν την άτυχη οικογένεια και ο Ανισόρροπος δίνει εντολή στους άλλους δύο να πάρουν τα μέλη της οικογένειας – πλην της γιαγιάς – στο διπλανό δάσος και να τα σκοτώσουν. Τη γριά τη σκοτώνει στο τέλος ο ίδιος ο Ανισόρροπος με τρεις σφαίρες στο στήθος. Η καημένη, θεοσεβούμενη ηλικιωμένη γυναίκα, που ήθελε να την αποκαλούν κυρία, προσπαθούσε να τον αποτρέψει και να τον πείσει να μην τη σκοτώσει: «Χριστέ μου, δεν πρέπει να σκοτώσεις μια κυρία. Θα σου δώσω όσα λεφτά έχω».
Κι εδώ η Ο’Κόνορ επιστρατεύει έναν τραγικό σαρκασμό που σοκάρει τον αναγνώστη: «Κυρά μου», είπε ο Ανισόρροπος, κοιτάζοντας πέρα απ’ αυτήν στο δάσος, «ποτέ κανένα πτώμα δεν έδωσε πουρμπουάρ στον νεκροθάφτη».
Αξίζει να παραθέσω το πικρό και συγκλονιστικό τέλος του διηγήματος:
«Θα ήταν καλή γυναίκα», είπε ο Ανισόρροπος, «αν υπήρχε κάποιος να την πυροβολεί κάθε λεπτό της ζωής της».
«Ωραία διασκέδαση», είπε ο Μπόμπι Λι.
«Σκασμός, Μπόμπι Λι», είπε ο Ανισόρροπος. «Δεν υπάρχει αληθινή απόλαυση στη ζωή».
Η ασαφής γραμμή ανάμεσα σε πίστη και σωτηρία
Τον περασμένο Μάρτιο συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννηση της Φλάνερι Ο’Κόνορ και θα έλεγε κανείς ότι η έκδοση αυτών των διηγημάτων της έχει επετειακό χαρακτήρα, όμως η σημασία της νομίζω πως είναι διαφορετική.
Οταν η συγγραφέας δημοσίευε τα διηγήματά της, το Χόλιγουντ εξακολουθούσε να παράγει ταινίες στις οποίες, όπως έγραφε σαρκαστικά ο διασημότερος σεναριογράφος του Μπεν Χεχτ στην αυτοβιογραφία του, έβλεπε κανείς «μπροστά στα αθώα μάτια ενός παιδιού να ραγίζει η καρδιά και του χειρότερου κακούργου». Μόνο αθώα δεν είναι τα παιδιά της Ο’Κόνορ. Και οι παράνομοι και οι δολοφόνοι που περνούν από τις σελίδες της δεν είναι μονοδιάστατοι χαρακτήρες.
Η συγγραφέας είχε διαβάσει τον Ντοστογέφσκι και έχει επηρεαστεί ασφαλώς από το Εγκλημα και τιμωρία, αλλά αναρωτιέται κανείς πού τοποθετεί τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πίστη και στη σωτηρία· και αν υπάρχει, φυσικά. Είναι πεζογράφος του 20ού αιώνα που την ενδιαφέρει η αναπαράσταση και μέσω αυτής η ουσία των πραγμάτων – όχι οι εξηγήσεις, γι’ αυτό και είναι σήμερα πολύ πιο δημοφιλής από όσο όταν ζούσε.
Το «δεν υπάρχει αληθινή απόλαυση στη ζωή» ορίζει την ψυχολογία του δολοφόνου και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την αλόγιστη βία, ενδημικό πρόβλημα της αμερικανικής κοινωνίας που έχει δυστυχώς μεταφερθεί και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Η Ο’Κόνορ θεωρούσε πως στον 20ό αιώνα έχει καταρρεύσει η κοσμική κοινωνία κι όμως κανέναν διδακτισμό και καμία ηθικολογική προσέγγιση δεν θα συναντήσει κανείς στα διηγήματά της. Στις αιτιάσεις ότι το Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος είναι ένα βιβλίο αδυσώπητα σκληρό απαντούσε ότι είναι βιβλίο απαλλαγμένο από αισθηματολογίες, γιατί τίποτε δεν είναι λιγότερο αισθηματολογικό από τον χριστιανικό ρεαλισμό.
Η συγγραφέας ήταν ριζικά αντίθετη με τον ευαγγελικό φονταμενταλισμό – κι αυτό δεν ήταν διόλου εύκολο στον αμερικανικό Βαθύ Νότο. Την ενδιέφερε όχι η εξήγηση της εμπειρίας αλλά η αναγωγή (την ελληνική λέξη χρησιμοποίησε η ίδια) στο βαθύτερο περιεχόμενό της, δηλαδή στην ουσία των πραγμάτων – κι όχι στο συμβολικό τους πεδίο. Κι αυτό ο συγγραφέας μπορεί να το επιτύχει μόνο μέσω της αναπαράστασης.
Για τούτο και οι καταπληκτικοί διάλογοι μέσα στις αφηγήσεις της λειτουργούν σαν συμβάντα. Το αν το περιβάλλον είναι γκροτέσκο και η βία αναπόφευκτη, δεν σημαίνει ότι οι χαρακτήρες της δεν μπορούν να δεχθούν τη Θεία Χάρη. Αυτό δεν είναι εμφανές – τουλάχιστον στον ευρωπαίο αναγνώστη. Και στο πεδίο της μυθοπλασίας δεν έχει μεγάλη σημασία.
Υποθέτω ότι οι εκδόσεις Αντίποδες θα μας δώσουν και τα διηγήματα που περιέχονται στον τόμο Everything That Rises Must Converse. Πολλά από αυτά, αν όχι όλα, είναι αληθινά διαμάντια.
Η μεταθανάτια καταξίωση και οι εύκολες ερμηνείες
Η μεταθανάτια τύχη του έργου πολλών καλών συγγραφέων δεν είναι συνήθως και η καλύτερη. Μόνο οι πολύ σημαντικοί μπορούν να σπάσουν το φράγμα του χρόνου και της εποχής γράφοντας για την εποχή τους. Και σ’ αυτούς ανήκει η Φλάνερι Ο’Κόνορ.
Είναι εντυπωσιακή η κατακόρυφη άνοδος της φήμης του έργου της μετά τον θάνατό της, παρά τις ενστάσεις για τα, με τα σημερινά δεδομένα, ρατσιστικά της σχόλια, τα οποία όμως απουσιάζουν από τη διηγηματογραφία της. Σε τέτοιες περιπτώσεις αποδεικνύεται πως το μόνο αλάνθαστο κριτήριο είναι οι προτιμήσεις των αναγνωστών. Η συγγραφέας στην αλληλογραφία της αφελώς χρησιμοποιούσε χαρακτηρισμούς που άλλος στη θέση της θα τους απέφευγε.
Τα αρνητικά σχόλια των πολιτικώς ορθών για τη συγγραφέα δεν ήταν λίγα – αν και έχουν περιοριστεί τα τελευταία χρόνια. Ο αναγνώστης όμως που διαβάζει τα διηγήματά της δεν πολυενδιαφέρεται γι’ αυτά. Η Φλάνερι Ο’Κόνορ δεν είχε εκτίμηση στην κουλτούρα των μαύρων αλλά ήταν ψηφοφόρος του Τζον Κένεντι, εκτιμούσε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και για λόγους αρχής ήταν υπέρ της κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων.
Από το 1952 που διαγνώστηκε ότι έπασχε από (ανίατο) ερυθηματώδη λύκο έζησε δώδεκα χρόνια, τα οποία ήταν αρκετά για να μας δώσει το σημαντικό της έργο. Υπήρξαν, εν τούτοις, κάποιοι που είπαν πως η ασθένειά της την έκανε τη συγγραφέα που γνωρίζουμε. Εύκολες και επιπόλαιες αποφάνσεις. Η ίδια έγραφε όχι μόνο διότι αυτός υπήρξε ο προορισμός της αλλά και γιατί η βαθύτερη επιθυμία της ήταν να διαβάζεται, γι’ αυτό και έδωσε πολλές ερμηνείες σχετικά με το τι ήθελε να πει και πού στόχευε. Ο χρόνος τη δικαιώνει.