Αϊνταχο, 1917. Σε μια περιοχή, στο βόρειο άκρο της Πολιτείας, εκτυλίσσεται μια (μάλλον ρατσιστική) καταδίωξη. Ενας κινέζος εργάτης είχε κατηγορηθεί ότι έκλεψε από ένα μαγαζί της σιδηροδρομικής εταιρείας Σποκέιν Ιντερνάσιοναλ και πλέον (αφού πρώτα τον άρπαξαν και τον ακινητοποίησαν ορισμένοι άντρες του συνεργείου, όλοι λευκοί κατά τα φαινόμενα) τον σέρνουν πάνω σε μια πλαγιά με απώτερο σκοπό να τον πετάξουν από ψηλά, από την υπό κατασκευή γέφυρα. Δεν είναι και τόσο εύκολο, πάντως.

Ο «μικρόσωμος δαίμονας» αντιστέκεται με νύχια και με δόντια. Ο Ρόμπερτ Γκρέινιερ, διαπιστώνοντας ότι οι συνάδελφοί του τα είχαν βρει μπαστούνια, σπεύδει να τους δώσει ένα χεράκι. Ωστόσο, ο Κινέζος καταφέρνει να γλιτώσει από τους δημίους του, προλαβαίνει δηλαδή να εξαφανιστεί μες στο δάσος την ώρα που κάποιος τον πυροβολεί. Αργότερα, όταν έχει πέσει πλέον το βράδυ και καθώς ο Ρόμπερτ γυρίζει σπίτι του, μια ταπεινή καλύβα κοντά στον ποταμό Μόγιε, βλέπει σε κάθε σημείο, παντού σχεδόν, τον Κινέζο. Και δεν αργεί να πιστέψει ότι ο Κινέζος τον καταράστηκε. Αισθάνθηκε άραγε ενοχές ο Ρόμπερτ; Μετάνιωσε;

Είναι αλήθεια ότι απόρησε λίγο με τον εαυτό του, για τον αβίαστο τρόπο που συμμετείχε στο βίαιο περιστατικό. Είναι αλήθεια, επίσης, ότι δεν το βασάνισε και πολύ, σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να τον είχαν καθαρίσει τον Κινέζο προτού ρίξει την κατάρα του. Ετσι είναι ο Ρόμπερτ, ο πρωταγωνιστής στη νουβέλα Ονειρα τραίνων (Train dreams, 2011) του Ντένις Τζόνσον (1949-2017).

Εσωτερικός διάκοσμος

Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας άνθρωπος απλός και σκληροτράχηλος, πρακτικός και ακατέργαστος, ένας τίμιος ανειδίκευτος μεροκαματιάρης τον καιρό που στις ΗΠΑ «πλήθη εργατών έκοβαν δάση ολόκληρα και συναρμολογούσαν τις μεγαλύτερες γέφυρες της εποχής τους, υφαίνοντας τεράστιες ξύλινες σκαλωσιές που αιωρούνταν στο κενό πάνω από αδιάβατα βάραθρα».

Ο Ρόμπερτ, παρότι εκ φύσεως μοναχικός, κάτι που ίσως συνδέεται με την ορφάνια και την απροσδιόριστη καταγωγή του, είναι παντρεμένος με την Γκλάντις και έχουν ένα παιδάκι, την Κέιτ. Μια βραδιά, ενώ το ζευγάρι κουβέντιαζε, εκείνος «μέσα στο σκοτάδι ένιωσε τα μάτια της κόρης του στραμμένα πάνω του σαν παγιδευμένου ζώου» και τότε ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του, κάτι δυσοίωνο διαπέρασε το είναι του. Τη συγκεκριμένη στιγμή ο Ρόμπερτ δεν πρόκειται να την ξεχάσει ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Δεν στεκόμαστε τυχαία σε τούτη τη (σημαδιακή) στιγμή. Ούτε και παραπάνω σταθήκαμε τυχαία, στην (υποτιθέμενη) κατάρα του Κινέζου.

Επειδή αυτά τα δύο στοιχεία, μαζί, ήδη στην αρχή της αφήγησης, προοικονομούν τις δραματικές εξελίξεις σε ένα πυκνό κι απέριττο κείμενο που δεν ακολουθεί την οποιαδήποτε γραμμικότητα. Αλλωστε συνειδητός στόχος του Τζόνσον, κάτι που προκύπτει όχι μόνο από τη δομή αλλά και από την ατμόσφαιρα της νουβέλας του, είναι να αποδώσει τον πένθιμο εσωτερικό διάκοσμο ενός υπαρξιακού τοπίου, όπου τα γεγονότα, τα συναισθήματα, οι εμπειρίες, οι μνήμες, οι ψευδαισθήσεις και τα όνειρα, ασφαλέστατα, δημιουργούν τη δική τους πραγματικότητα: μια μύχια διασαλευμένη τάξη που δεν υπακούει αναγκαστικά στον χώρο και στον χρόνο, έναν βουβό στροβιλισμό, το ανείπωτο χάος της θλίψης.

Το βάρος της θλίψης

Η ψίχα αυτού του σύντομου βιβλίου είναι η βαθιά, απροσμέτρητη, αράγιστη κι ανεκρίζωτη θλίψη του Ρόμπερτ, την οποία κουβαλά μέσα του σαν απτό βάρος ως τα γεράματά του, ως τον θάνατό του, το 1968. «Ο Γκρέινιερ είχε κάποτε δει κι ένα άλογο-θαύμα, είχε δει κι ένα αγόρι-λύκο, κι είχε πετάξει στον αέρα μ’ ένα διπλάνο το 1927. Η ιστορία της ζωής του είχε ξεκινήσει με ένα δρομολόγιο του τραίνου που δεν μπορούσε να ανακαλέσει, και τελείωσε την ώρα που καθόταν και περίμενε έξω από ένα τραίνο μέσα στο οποίο ήταν ο Ελβις Πρίσλεϊ».

Ο καλλιτέχνης δεν διαδραματίζει κάποιον ουσιαστικό ρόλο στη νουβέλα, αλίμονο, η αναφορά του συνιστά μια φευγαλέα πινελιά. Δίπλα, βεβαίως, στις ένθετες ιστορίες άλλων δευτερευόντων χαρακτήρων (ενός αμαρτωλού αλήτη που πεθαίνει από αιμορραγία, ενός μεθυσμένου Ινδιάνου που διαμελίζεται στις σιδηροδρομικές ράγες, ενός απίθανου τύπου που ισχυρίζεται ότι τον πυροβόλησε ο ίδιος του ο σκύλος!) οι οποίες πλαισιώνουν την πορεία του Ρόμπερτ. Για τον ήρωα του Τζόνσον, έναν εκκεντρικό ερημίτη, διότι ως τέτοιος θα ζήσει ως επί το πλείστον, η ίδια του η θλίψη αποδεικνύεται η πιο ταιριαστή και συνεπής συντροφιά, το πικρό έρμα της συνέχειάς του. Εξού και δεν αναζητά την παρηγοριά, ούτε σε άλλους ανθρώπους, ούτε στον υπόλοιπο κόσμο.

Δεν είναι ακριβώς θηρίο ο Ρόμπερτ, απλώς «έριχνε το κεφάλι πίσω και αλυχτούσε με την ψυχή του, γιατί του έκανε καλό». Δεν είναι λύκος ο Ρόμπερτ, αλλά θα ήθελε να τρέχει, ελεύθερος και φεγγαρολουσμένος, με μια αγέλη στα βουνά. Το γεγονός που συνέτριψε ανεπανόρθωτα τον πρωταγωνιστή ήταν μια φοβερή πυρκαγιά που, το 1920, κατέκαψε ολοσχερώς την κοιλάδα μέσα στην οποία είχε στήσει το σπιτικό του και ζούσε με την οικογένειά του. Εκείνο το καλοκαίρι, φτάνοντας εκεί από τη δουλειά του στο φαράγγι Ρόμπινσον, αντίκρισε μονάχα στάχτες. Η γυναίκα του και η κορούλα του άφαντες, κανείς δεν ήξερε να του πει τι απέγιναν.

«Ενιωσε τη θλίψη της καρδιάς του να γίνεται ανόθευτο μαύρο, λες κι ήταν όντως ένα κομμάτι ύλης από το οποίο κάθε τρελή ελπίδα τώρα είχε καεί κι είχε γίνει καπνός». Πλην όμως, ο Ρόμπερτ δεν σταμάτησε ποτέ μα ποτέ να επιστρέφει, με τα αντίσκηνά του, στο σημείο όπου καταστράφηκε η ζωή του. Υπάρχουν μερικές σπαρακτικές σκηνές δράσης στη νουβέλα του Τζόνσον, οραματικές και συγκινητικές, που πλαταίνουν τη συμπόνια μας για τον Ρόμπερτ. Αξίζουν.

Μια απουσία

Τέλος, κάτι που έχει να κάνει με την εκδοτική παρουσία του Ντένις Τζόνσον στα ελληνικά. Παραμένει μυστήριο γιατί, μετά από τόσα βιβλία, δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη η συλλογή διηγημάτων του Jesus’ Son (1992), το έργο που τον ανέδειξε και τον τοποθέτησε στον χάρτη της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας.