«Η ζωή μας», γράφει στο πρόσφατο βιβλίο του, «είναι ένας περιπλεγμένος ιστός από ιστορίες που μας συνδέουν με το παρελθόν και τις ζωές των άλλων, αλλά και μας παγιδεύουν μέσα στους χιλιάδες τους αδιόρατους κόμβους». Αυτός είναι ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, μια ήρεμη, υπόγεια και ευγενής δύναμη της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Η Νοσταλγία της απώλειας (εκδ. Πατάκη) δεν είναι μυθοπλασία, ούτε αυτοβιογραφία ακριβώς, είναι ένα ακατάτακτο και ευφρόσυνο βιβλίο για τα μύχια και απρόβλεπτα μονοπάτια που ακολουθεί το βίωμα προτού μετουσιωθεί σε λογοτεχνία, είναι μια υβριδική συλλογή από «διηγήσεις» που αναπτύσσονται σε «κύκλους» αλλά συγκροτούν ένα ενιαίο σώμα, το αφηγηματικό σύμπαν του συγγραφέα.

Οι εκκρεμείς ιστορίες

Ο ίδιος, στις αρχές της εβδομάδας, μας υποδέχθηκε στο σπίτι του, στη Νέα Σμύρνη, και είχε με «Το Βήμα» (όπου δημοσίευε κριτικές μεταφρασμένων βιβλίων ήδη στα μέσα της δεκαετίας του 1990) μια μακρά και ειλικρινή συνομιλία.

«Και εδώ που μένω νιώθω ότι βρίσκομαι σε ένα όριο, κυριολεκτικό και μεταφορικό. Μάλλον νιώθω άνετα με αυτό. Οπως βλέπετε, στον περίγυρο δεν υπάρχει γειτονιά, με τη στενή έννοια του όρου» είπε τη στιγμή που στάθηκε στην μπαλκονόπορτα και κοίταξε κατά το άλσος απέναντι, πέρα από τις γραμμές του τραμ. «Νομίζω ότι με τη «Νοσταλγία της απώλειας» έκλεισα θετικά έναν δικό μου μεγάλο πεζογραφικό κύκλο. Εκανα ό,τι είχα να κάνω. Ανακεφαλαίωσα, συνόψισα κατά κάποιον τρόπο. Αυτό το βιβλίο ήρθε και συμπλήρωσε όλα τα κενά που είχαν αφήσει τα υπόλοιπα βιβλία που έχω γράψει, ως προς τις εμπειρίες, τις ιστορίες και τις τεχνικές μου. Ελπίζω να μην τον έκλεισα και αρνητικά τον κύκλο. Εννοώ ότι περιμένω να ανοίξει ένας νέος κύκλος σύντομα» αστειεύτηκε. «Πάντως αυτή τη φορά ήμουν πιο ανοιχτός, φανέρωσα πολλά απ’ τα χαρτιά μου. Ημουν επίσης πιο τολμηρός, πιστεύω, αλλά όχι προκλητικός. Πολύ συνειδητά. Θα μπορούσα, αλλά δεν το επιδίωξα. Διότι το μείζον για εμένα ήταν να αφηγηθώ εκκρεμείς ιστορίες από τα 30 χρόνια που γράφω, από τα 65 και πλέον που έχω ζήσει και από μια διετία σκοτεινή, την πανδημία, η οποία επηρέασε πολύ τη διαμόρφωση του συγκεκριμένου βιβλίου, το περιεχόμενο και το ύφος του».

Δηλαδή; «Γράφω μόνο όταν φορτίζομαι, ποτέ κατά παραγγελία. Στην πρώτη καραντίνα διάβαζα, έβλεπα καμιά ταινία και χόρευα – την εποχή της ντίσκο ήμουν δεινός χορευτής, οφείλω να σας πω, οπότε κάτι θυμήθηκε το σώμα μου! Στη δεύτερη καραντίνα ωστόσο, βίωσα την κατάσταση πιο ζοφερά. Και φορτίστηκα όντως. Τότε κατέφυγα στο βαρύ πυροβολικό, στα σημειωματάριά μου», που ο Γρηγοριάδης διακρίνει από τα προσωπικά του ημερολόγια, «κείμενα που δεν προορίζονται να βγουν προς τα έξω, κείμενα που γράφω αποκλειστικά για εμένα», τα οποία και διατηρεί από την ηλικία των 15 ετών μέχρι σήμερα, «χιλιάδες σελίδες», όπως εξήγησε, πυκνογραμμένες στο χέρι. «Στα σημειωματάρια υπάρχουν καταγεγραμμένες ιδέες, σε αδρές όμως γραμμές, για μυθιστορήματα και διηγήματα. Από εκεί άντλησα το υλικό μου για τη «Νοσταλγία της απώλειας». Ηταν ιστορίες που δεν είχα μοιραστεί, είτε γιατί ήταν θανατερές και μελαγχολικές και τις αντιμετώπιζα με κάποια επιφύλαξη, είτε γιατί φοβόμουν ότι θα μπορούσα να εκθέσω κάποιον. Ομως η απομόνωση και η ενδοσκόπηση κατά την περίοδο της καραντίνας με όπλισαν με θράσος, ένα εσωτερικό θάρρος καλύτερα, και είπα στον εαυτό μου, όχι, ως εδώ ήταν, θα το κάνεις, όπως ξέρεις κι έχεις μάθει, θα κάνεις τη δική σου μετα-μυθοπλασία, όπως πάντα. Αφέθηκα, συνεπώς, και μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η εξέλιξη. Κατά τα λοιπά, γράφω μόνο για ό,τι έχω δει και έχω αγγίξει. Είμαι βιωματικός συγγραφέας. Ζούσα ανέκαθεν με το βίωμα και προσπαθούσα να το μεταπλάσω. Αδυνατώ να γράψω οτιδήποτε δεν περνάει μέσα από εμένα, από το φίλτρο της ατομικότητάς μου. Σκέφτομαι τώρα ότι το πρώτο μου μυθιστόρημα «Κρυμμένοι άνθρωποι» το εξέδωσα το 1990, πριν κλείσω τα 35. Αυτό είναι σημαντικό, ξέρετε. Διότι από την ώρα που εισέρχεσαι επισήμως στην επικράτεια της γραφής, μετατοπίζεται η ύπαρξή σου, αυτο-μυθοποιείται κάπως και μπορεί να κάνεις και πράγματα έχοντας ακριβώς κατά νου ότι θα αποτελέσουν τα θέματά του στο μέλλον. Από την ώρα, δηλαδή, που αρχίζεις στα σοβαρά το γράψιμο είναι σαν να δηλητηριάζεις, εντός ή εκτός εισαγωγικών, την προσωπική σου ζωή. Είναι ένα παράξενο αίσθημα αυτό, σαν να έχεις προδώσει κάτι και, παράλληλα, να κινείσαι πια με μια ιδιοτέλεια άλλης τάξεως» τόνισε, ανακαλώντας, μεταξύ άλλων, πόσο καθοριστικά τον επηρέασε αρχικά το αφηγηματικό έργο και το βλέμμα του Γιώργου Ιωάννου (1927-1985) αλλά και, εν συνεχεία, μια ολόκληρη γενιά βρετανών συγγραφέων, με πιο ξεχωριστό παράδειγμα τον κατοπινό νομπελίστα Καζούο Ισιγκούρο, τον οποίο διάβαζε συστηματικά (και παρουσίασε εγκαίρως και πολλάκις στο ελληνικό κοινό μέσα από την αρθρογραφία του, καθώς, ας μην το ξεχνάμε, ο Γρηγοριάδης σπούδασε αγγλική φιλολογία).

 

«Ξεκινώ πάντοτε από την αρχή»

Υστερα, επανερχόμενος στην περίπτωσή του, σχεδίασε με συναίσθηση και ακρίβεια το δίκτυο των αναφορών του. «Η θεματολογία μου προέρχεται από ένα δεδομένο γεωγραφικό εύρος. Είναι η Καβάλα και το χωριό μου, η Θράκη, η Θεσσαλονίκη και η Αττική, όχι τόσο η Αθήνα. Σε αυτά τα μέρη γεννήθηκα, σπούδασα και επέλεξα να ζήσω. Δεδομένη όμως είναι και η ανθρωπογεωγραφία των βιβλίων μου. Συνάντησα ως επί το πλείστον δημοσίους υπαλλήλους, καθηγητές και στρατιωτικούς, λαϊκούς ανθρώπους στις επαρχίες, στα καφενεία και στις ταβέρνες. Μετά προστέθηκαν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες. Ανέκαθεν ζούσα μέσα στην κοινωνία, όσοι με ξέρουν το ξέρουν αυτό, δεν ζούσα με στεγανά. Είχα το προνόμιο να κυκλοφορώ πολύ. Και δεν μου φαίνεται… Εχω πολύ παρελθόν, αλλά όχι κακό παρελθόν! Δεν είμαι ούτε για τις φυλακές, που λέει ο λόγος, ούτε για τα εξώφυλλα των εντύπων. Υπήρξα άνθρωπος δραστήριος και περίεργος. Εζησα υπέροχα και συναρπαστικά, ορισμένες δεκαετίες τις γλέντησα. Βεβαίως, όσο ωριμάζει κανείς συμμαζεύεται…» ανέφερε αυτοσαρκαστικά.

«Αδιαίρετο αφηγηματικό τοπίο»

Και συνέχισε, επιδιδόμενος σε έναν απολογισμό. «Εχω εκδώσει 17 βιβλία. Τα προσεγγίζω ως ένα αδιαίρετο αφηγηματικό τοπίο. Με γεμίζει ικανοποίηση το γεγονός ότι υπάρχουν στα βιβλιοπωλεία και ανά πάσα στιγμή μπορεί κάποιος να τα ξεφυλλίσει, έχει αξία για εμένα, διότι εγώ επικοινωνώ ψυχικά μαζί τους, είτε γράφω είτε όχι. Μεταξύ αυτών, ορισμένα αφορούν πιο πολύ εμένα, ενσωματώνουν στη μυθοπλασία την αυτοβιογραφία, ας πούμε, ένα ποσοστό από 50% ως 80%. Ο «Ναύτης» (1993) είναι η εφηβεία μου. Και μετά πάμε κατευθείαν στο «Παρτάλι» (2001), που είναι τα φοιτητικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αγαπώ τα υπόλοιπα, λ.χ. το «Μυστικό της Ελλης» ή τη «Ζωή μεθόρια» (2015) που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2016, ή το αφήγημα «Το τραγούδι του πατέρα» (2019). Απλώς ο βαθμός της βιωματικής μου εμπλοκής διαφέρει από βιβλίο σε βιβλίο. Καθένα από αυτά, ωστόσο, κουβαλά μια περίοδο της ζωής μου, ούτως ή άλλως, και αρνούμαι να αποσυνδεθώ από το οποιοδήποτε, είτε είχε επιτυχία είτε όχι. Μετά από τόσα βιβλία, εξακολουθώ να μην αισθάνομαι επαγγελματίας συγγραφέας, ειλικρινά σας το λέω, όσο κι αν φαίνεται παράξενο. Σαν να ξεκινώ πάντοτε από την αρχή, κάθε μα κάθε φορά. Ετσι το βλέπω. Αν όμως είμαι πεπεισμένος για κάτι είναι ότι κάθε αναγνώστης, αν έρθει, έρχεται στην ώρα του» υπογράμμισε ο Γρηγοριάδης.

Η Νοσταλγία της απώλειας κυκλοφόρησε πριν από τον πρόσφατο θάνατο της μητέρας του. «Αυτή είναι η ειρωνεία, ότι οι σπουδαιότερες απώλειες με βρήκαν μετά… Ο τίτλος του βιβλίου θεωρητικά είναι οξύμωρος, αφού κανείς δεν νοσταλγεί την απώλεια. Δεν είναι όμως στενάχωρος ο τίτλος. Γιατί εγώ ένιωσα ότι τη χρειαζόμουν αυτή τη νοσταλγία για όσους χάθηκαν και όσα χάθηκαν προκειμένου να τα επαναδιαπραγματευθώ όλα αυτά, να σταθώ ξανά στα πόδια μου και να γράψω. Οι απώλειες δεν παρακάμπτονται. Από τις απώλειες κάτι ξαναχτίζουμε».

Ο άξονας του ερωτισμού

Στη Νοσταλγία της απώλειας αποτυπώνεται, πέρα από τα χρόνια που πέρασε ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση, και εκείνη η επταετία κατά την οποία συνεργάστηκε με τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών (οι ιστορίες με τη «Κινητή Μονάδα», το φορτηγάκι που διένειμε βιβλία σε απομακρυσμένα σχολεία, θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν ένα αυτόνομο μυθιστόρημα). «Ειδικά σε αυτόν τον κύκλο του βιβλίου, ενέτεινα τα αφηγηματικά μου τερτίπια. Είχα στο μυαλό μου περισσότερο πώς θα κρύψω μια ιστορία από τον αναγνώστη, με ορίζοντα το παιχνίδι μαζί του και όχι εξαιτίας κάποιας ενοχής, σιγά τώρα». Από την άλλη μεριά, και σε τούτο το βιβλίο ο ερωτισμός συνιστά έναν κεντρικότατο άξονα. «Ανέκαθεν πρόσεχα πολύ το ερωτικό στοιχείο που προσδιορίζει τη συμπεριφορά και την εξέλιξη των ανθρώπων. Το ερωτικό είναι παντού, το υπόβαθρο σε όλα. Απλώς πότε το αποσιωπούμε και πότε το παραβλέπουμε. Οι ερωτικές μάχες του καθενός είναι, κατά τη γνώμη μου, απολύτως ιδιαίτερες και δεν χωράνε σε κατηγοριοποιήσεις. Αυτό πιστεύω εγώ. Εχω μελετήσει και τις έμφυλες θεωρίες, τις σέβομαι, εν μέρει τις έχω αφομοιώσει, αλλά μέχρις εκεί. Στα βιβλία μου έχω περιγράψει την καταπίεση των ανθρώπων που, μες στην περιπλοκότητά τους, δεν ανασαίνουν συναισθηματικά. Αυτούς εκφράζω» είπε ο Γρηγοριάδης. «Δεν με ενδιαφέρει το κουτάκι του στρέιτ ή του γκέι συγγραφέα. Είναι αδύνατον ένας συγγραφέας να συνιστά κάτι περιχαρακωμένο όταν έχει γράψει τόσες πολλές και ετερόκλητες ιστορίες. Στα βιβλία του ο καθένας δίνει τη δική του διάσταση, εγώ έδωσα μια αμφισεξουαλικότητα, έναν διάχυτο ερωτισμό που είναι έμφυτος στους πιο πολλούς αλλά τον φοβούνται, ανέδειξα τους ευαίσθητους χαρακτήρες».

Η «έκρηξη» της Σμύρνης

Στο πλαίσιο της κουβέντας μας ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης σχολίασε και την εκδοτική έκρηξη των «ιστορικών μυθιστορημάτων» με αφορμή την πρόσφατη επέτειο της Μικρασιατικής Καταστροφής. «Αρκούσε η λέξη “Σμύρνη” στους τίτλους. Εθνικός μελοδραματισμός, να κλαιγόμαστε αλλά να μη σκεφτόμαστε συλλογικά. Και εγώ έλκω την καταγωγή μου από τις χαμένες πατρίδες αλλά προτιμώ να σέβομαι και να ελέγχω τη συγκίνησή μου. Αφήστε που αισθάνομαι ξεριζωμένος εν εξελίξει, τρίτης γενιάς πρόσφυγας. Αποδεικνύεται αυτό από το γεγονός ότι δεν έχω στεριώσει πουθενά. Λέτε να υπάρχει όντως το γονίδιο της αέναης φυγής;» διερωτήθηκε.