Ποια θα μπορούσαν να ήταν τα σπουδαιότερα έργα του Μάνου Χατζιδάκι; Προφανώς όλα, έστω και καθ’ υπερβολή.

Από την πρώτη του εμφάνιση στη δισκογραφία, ο συνθέτης χάραξε τη δική του αυτόφωτη διαδρομή, κι άφησε πίσω του, δίχως τύψεις, όσους δεν μπορούσαν να συνταχθούν μαζί του.

Και αν κάποιες φορές ενέδωσε σε πειρασμούς και ευκολίες στα έργα του, εν τούτοις αυτό δεν μειώνει την παρακαταθήκη του. Στα παρακάτω δέκα άλμπουμ αποτυπώνονται ισάριθμοι σταθμοί της δημιουργίας του που έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους.

«Τα τραγούδια της Αμαρτίας» – «Η αμαρτία
είναι βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος» (1996)

Κύκλος τραγουδιών του Μάνου Χατζιδάκι, σε ποίηση Ντίνου Χριστιανόπουλου, Γιώργου Χρονά για νεανική λαϊκή φωνή, ανδρική χορωδία και στρατιωτική μπάντα. Το έργο ηχογραφήθηκε για πιάνο και φωνή μετά τον θάνατο του συνθέτη. Τραγουδά ο Ανδρέας Καρακότας και παίζει πιάνο η Ντόρα Μπακοπούλου.

Ο δίσκος περιέχει δεκαπέντε τραγούδια του συνθέτη, εκ των όποιων άλλα ηχογραφήθηκαν στο σπίτι του μαζί με τον Ανδρέα Καρακότα και άλλα καταγράφηκαν σε παρτιτούρες. Δεν πρόλαβε να ενορχηστρώσει το έργο, γι’ αυτό και εκδόθηκε στην αρχική του μορφή για πιάνο και φωνή. Το τραγούδι «Τύψεις» με τη φωνή του Μάνου Χατζιδάκι είναι από ιδιωτική ηχογράφηση. Η σειρά των τραγουδιών, όπως την προέβλεπε ο συνθέτης, τηρήθηκε σχεδόν αυτούσια, αν εξαιρέσουμε το τραγούδι «Σαν τους αριστερούς», το οποίο είχε αρχικά παραλειφθεί.Διαβρώνεσαι όταν ακούσεις το συγκεκριμένο άλμπουμ και πολύ περισσότερο όταν εμβαθύνεις στην ποίησή του. Αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο από συμβάσεις και συνθήκες αλλά με ενσυναίσθηση. Με ικανότητα να κατανοείς και να μοιράζεσαι τα συναισθήματα, τις εμπειρίες και την οπτική γωνία των δημιουργών του, σαν να βρισκόσουν εσύ στις θέσεις τους.

Στους στίχους του άλμπουμ περιγράφεται η ζωή των ομοφυλόφιλων της Θεσσαλονίκης αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τις απέλπιδες προσπάθειές τους για την ανεύρεση  συντρόφου, περιδιαβαίνοντας την πόλη. Ο Χριστιανόπουλος το είχε αποκηρύξει καθώς σε συνέντευξή του στον Χρήστο Μαυρή είπε χαρακτηριστικά: «Προσέξτε να δείτε. Για τον Χατζιδάκι νιώθω μεγάλο σεβασμό αλλά και μεγάλη αδιαφορία για το μουσικό έργο του. Δεν είμαι θαυμαστής του. Το φαντάζεσαι! Δεν είμαι θαυμαστής του έργου του Χατζιδάκι!». Το έργο αυτό έμελλε να είναι και το κύκνειο άσμα του Χατζιδάκι. Κυριαρχούν οι μελωδίες του πιάνου και οι «Τύψεις» που ερμηνεύει ο συνθέτης.

«Οι Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς» (1983)

Στοχευμένη στην Αθήνα, στη ζωή και τις ανάσες της, είναι η εργασία του συνθέτη. Τους στίχους των τραγουδιών υπογράφει ο Μάνος Χατζιδάκις, μαζί με δύο νέους στιχουργούς, την Αγαθή Δημητρούκα και τον Αρη Δαβαράκη. Τον κύκλο τραγουδιών που πραγματεύεται τον Ερωτα και πραγματοποιεί μουσική καταγραφή των περιθωριακών μας παρορμήσεων, ερμηνεύουν τέσσερις νέοι (τότε) τραγουδιστές, οι οποίοι έμελλε να μείνουν στη συνείδηση του κοινού ως «μαθητές» του Μάνου Χατζιδάκι:  Ελλη Πασπαλά, Νένα Βενετσάνου, Βασίλης Λέκκας, Ηλίας Λιούγκος. «Concept» άλμπουμ, όπως θα λέγαμε σήμερα, με μουσική ευαισθησία και ποίηση «ανοιχτόμυαλη». Ο ακροατής έχει την αίσθηση ότι όλα τα «λόγια» έχουν γραφτεί από τον ίδιο άνθρωπο με συνοχή και κοινή αισθητική. Η στιχουργία βαδίζει χέρι-χέρι με την ποίηση.

Οι «Μπαλάντες» δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από την καταγραφή των δυνάμεων εκείνων – σκοτεινών συχνά – που μας ωθούν στις όποιες ενέργειές μας. Μύχιες σκέψεις έρχονται στην επιφάνεια, άλλοτε με τόλμη και άλλοτε με δειλία/ατολμία. Αλλωστε ο Μάνος Χατζιδάκις τα ξεκαθαρίζει όλα στο σημείωμα που συνοδεύει το άλμπουμ: «Η οδός Αθηνάς είναι η καρδιά της Αθήνας. Και η Αθήνα είναι η καρδιά του έθνους. Γι’ αυτό και ό,τι υμνεί την Αθηνάς είναι εθνικό κι ελληνικό μαζί. […]Ο δρόμος, η Αθηνάς, έχει πολλά οινομαγειρεία και πιο πολλά πορνεία, κινηματογράφους για κατ’ ιδίαν ερωτικήν απόλαυση, ξενοδοχεία σκοτεινά για άμεση ερωτική περίθαλψη – κάτι σαν Πρώτων Βοηθειών, να πούμε, ερωτικών – χιλιάδες καφενεία για ημερήσια χαύνωση, το Δημαρχείο κι ένα γραφείο κηδειών αλλοτινών καιρών».

«Αθανασία» (1975)

Αποτελεί το τρίτο και τελευταίο μέρος μιας τριλογίας που ξεκίνησε το 1970 με την «Επιστροφή», συνεχίστηκε το 1971 με το δίσκο «Της γης το χρυσάφι» και ολοκληρώθηκε με την «Αθανασία». Σε όλα τα άλμπουμ τραγούδησαν ο Μανώλης Μητσιάς και η Δήμητρα Γαλάνη. Η «Αθανασία» ήταν η πρώτη από αυτές τις τρεις δουλειές που έγινε με την επίβλεψη του Χατζιδάκι, αφού στις δύο προηγούμενες, λόγω της απουσίας του στην Αμερική, ενορχήστρωσαν και διηύθυναν την ορχήστρα ο Δήμος Μούτσης («Επιστροφή») και ο Γιάννης Σπανός («Της γης το χρυσάφι» στη δεύτερη.

Δώδεκα τραγούδια του Γκάτσου πάνω στην ιδέα του θανάτου, βαθιά λαϊκά αλλά και ταυτοχρόνως τόσο ιδιαίτερα που δεν είναι εύκολο να επαναληφθούν – τουλάχιστον δισκογραφικά.

Και ενώ η ιδέα του θανάτου τρομάζει τον καθέναν, εδώ βρισκόμαστε στο άκουσμα ενός δίσκου, συνειδητοποίησης του ανθρώπινου τέλους, που εν τέλει είναι λυτρωτικό. Ολοι μας και όλα έχουν αρχή και τέλος. Αν ο άνθρωπος συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου λυτρώνεται οριστικά. Δεν απαγκιστρώνεται από τη ζωή αλλά τη ζει μέχρι το μεδούλι της.

«Ο Μεγάλος Ερωτικός»  (1972)

Δεν είναι η πρώτη φορά που τον συνθέτη απασχολεί ο Ερωτας. Οχι τόσο ως σαρκική επαφή – αυτό άλλωστε μπορεί να λυθεί εύκολα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο – αλλά ως ύψιστο α-ταξικό συναίσθημα, ατομικό και συλλογικό.

Εχοντας στη φαρέτρα του την ποίηση των Ελύτη, Καβάφη, Σαπφούς, Σαραντάρη, Γκάτσου, Σολωμού, Ευριπίδη, Χορτάτζη και ένα ποίημα της Μυρτιώτισσας και βέλη τη φωνή της Φλέρυς Νταντωνάκη και τη δωρικότητα της ερμηνείας του Δημήτρη Ψαριανού, κατέθεσε στο διηνεκές την πραγματεία του για τον Ερωτα. Η εργασία του είναι τόσο λιτή όσο αντιστρόφως ανάλογα είναι πληθωρική.

«Με τα τραγούδια αυτά αποτείνομαι στην πιο κρυφή ευαισθησία των νέων ανθρώπων κάθε ηλικίας κι όχι στους εφήμερους κι ανεξέλεγκτους ερεθισμούς τους. Τα τραγούδια αυτά δεν είναι αισθησιακά. Λειτουργούν πέρ’ απ’ την πράξη, στο βαθύ αίσθημα που χαρακτηρίζει οποιαδήποτε σχέση, κάθε μορφής, αρκεί να περιέχει τις προϋποθέσεις γι’ ανθρώπινη επικοινωνία» σημείωνε ο ίδιος ο Χατζιδάκις στο οπισθόφυλλο του δίσκου.

«Το χαμόγελο της Τζοκόντας» (1965)

Πώς είναι δυνατόν ένας ορχηστρικός δίσκος να μιλά; Οι συνθέσεις να έχουν λόγια, να καταγράφουν αισθήματα, να λένε όσα θα θέλαμε να πούμε στη Γυναίκα. Ο Μάνος Χατζιδάκις τα κατάφερε με αμεσότητα σε αυτό το έργο-σταθμό στην ελληνική μουσική. Το λαϊκό ακουμπά το ακαδημαϊκό, χωρίς το ένα να λειτουργεί εις βάρος του άλλου. Απολύτως ισότιμα και τα δύο στοιχεία διαγωνίζονται για την τελειότητα του έργου.

Το έργο, προφανώς, είναι αφιερωμένο στη Γυναίκα, έχοντας ως επίκεντρο τον κλασικό πίνακα του Ντα Βίντσι. Ο συνθέτης για ακόμη μία φορά στην πολυετή διαδρομή του μας κλείνει το μάτι με πονηριά και γοητεία. Ποιος άλλος θα επέλεγε την αμφίσημη Τζοκόντα; Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη σε παραγωγή του Κουίνσι Τζόουνς. Διαχρονική εργασία.

«Reflections»  (1970)

Το 1968-69, όταν ο Μάνος ζούσε στη Νέα Υόρκη, έγραψε αυτό το άλμπουμ και το έδωσε στους New York Rock & Roll Ensemble, που «έντυσαν» τη μουσική του Χατζιδάκι με στίχους στα αγγλικά. Είναι ένα εξαιρετικό μουσικό επίτευγμα, το οποίο επανακυκλοφόρησε το 1993 με νέους στίχους του Νίκου Γκάτσου στα ελληνικά, σε ερμηνεία της Αλίκης Καγιαλόγλου, υπό τον τίτλο «Αντικατοπτρισμοί».  Ο Χατζιδάκις είχε πει για τον δίσκο: «Τα “Reflections” με τη φόρτιση των ελληνικών στίχων του Γκάτσου έγιναν σαν τα πολλά πρόσωπα μιας γυναίκας. Μιας γυναίκας που θα μπορούσε να είναι κι ένας νέος άντρας μέσα στην επαναστατημένη ατμόσφαιρα αμφισβήτησης που χαρακτήριζε τη Νέα Υόρκη του ’68». Τα τραγούδια τρυφερά και υποβλητικά, τραγουδισμένα από τους NYR&RE με την καλαισθησία και τη ζεστασιά τους είναι πλέον σαν σήμα κατατεθέν τους. Οσο περίεργος και αν μοιάζει ο συνδυασμός του συνθέτη και των πέντε ρόκερ, αποδεικνύει ότι η μουσική του δεν έχει σύνορα. Ο Μάνος Χατζιδάκις απορρόφησε την ατμόσφαιρα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Νέας Υόρκης, τη φιλτράρισε και έδωσε τη δική του ροκ εκδοχή. Το 2005 κυκλοφόρησε μια εξαιρετικά τιμητική διασκευή του άλμπουμ από τους Raining Pleasure, με τίτλο «Reflections» και τους αγγλικούς στίχους.

«Οδός Ονείρων»  (1962)

Μια παράσταση-σταθμός στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου με πρωταγωνιστές τους Δημήτρη Χορν, Ρένα Βλαχοπούλου, Ζωή Φυτούση, Μάρω Κοντού, Γιώργο Κωνσταντίνου και πολλούς ακόμη ηθοποιούς. Θέμα του οι κάτοικοι μιας αθηναϊκής γειτονιάς που διηγούνται τις ιστορίες τους, σε στίχους του ίδιου του συνθέτη, του Νίκου Γκάτσου και του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Αξέχαστο το ομώνυμο μουσικό θέμα, ονειρικό το «Ονειρο παιδιών της γειτονιάς» και μοναδικός ο «Ηθοποιός» με τον Χορν.

Τη δεκαετία της βίαιης αστικοποίησης της Αθήνας, της αστυφιλίας, της μετανάστευσης, την εποχή που η αντιπαροχή και η ανέγερση πολυκατοικιών συντελούσαν στο… οικονομικό θαύμα της Ελλάδας, με την πολιτική πάλη στο απόγειό της, το έργο επικεντρώνεται στη ζωή σε μία λαϊκή – εργατική ή μικροαστική – γειτονιά, η οποία βρίσκεται σε διαδικασία μετασχηματισμού αλλά ακόμη δεν έχει αλλάξει πλήρως ο χαρακτήρας της. Εκφράζονται οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες των κατοίκων. Η Αθήνα των κοσμικών διασκεδάσεων, της εισαγόμενης ποπ κουλτούρας, του εγχώριου «σταρ σύστεμ» είναι προσβάσιμη μόνο μέσα από το Ονειρο.

«Πορνογραφία» (1982)

Η αρχική σύλληψη της παράστασης – που ξεκίνησε σαν φιλόδοξο εγχείρημα – ήταν κατά κάποιον τρόπο η νοητή συνέχεια της «Οδού Ονείρων». Ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι όπως είχαν σχεδιαστεί. Το μουσικό θέαμα ανέβηκε στο θέατρο Σούπερ Σταρ καθυστερημένα στις 17 Οκτωβρίου και κατέβηκε εσπευσμένα στις 8 Δεκεμβρίου 1982 λόγω χαμηλής προσέλευσης.

Η δισκογραφική αξία του έργου δεν μειώνεται καθόλου από την «αποτυχία» της παράστασης. Ο δημιουργός επιστρέφει στην ονειροπόληση στο χθες και το σήμερα μέσα από τη μουσική, τον έρωτα, τον κινηματογράφο με στόχο την  πολιτική-κοινωνική σάτιρα με καυστικές αναφορές και ιδιότυπη απόδοση.

Η «Πορνογραφία» διαθέτει αξιόλογα μουσικά κομμάτια, μεταξύ των οποίων την «Μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων» και το «Ελα σε μένα»  σε πρώτη εκτέλεση από τον Βασίλη Λέκκα, αλλά και την «Παναγία των Πατησίων» από τη Γιάννα Κατσαγιώργη όπως και την ερμηνεία της Σαπφώς Νοταρά. «Στην Οδό του Μπλαμαντώ» απαγγέλλει στίχους από το ομώνυμο ποίημα του Ζαν-Πολ Σαρτρ σε απόδοση του Αλέξη Σολομού.

Είκοσι χρόνια μετά την «Οδό Ονείρων», η «Πορνογραφία» του Μάνου Χατζιδάκι κονταροχτυπήθηκε με την αμφιλεγόμενη δεκαετία του ’80 και ενώ έχασε τη μάχη, δεν έχασε τον πόλεμο.

«Η Εποχή της Μελισσάνθης» (1980)

Καντάτα για μια ώριμη γυναικεία φωνή, δύο νεανικές ανδρικές, μεικτή και παιδική χορωδία, ορχήστρα δωματίου και στρατιωτική μπάντα με βασικό μουσικό όργανο το μπουζούκι. Πρόκειται για  μουσική αυτοβιογραφία βασισμένη σε ποιήματα του συνθέτη, όπου η πρώτη σύλληψη του έργου εμφανίζεται το 1965 στην ποιητική συλλογή του συνθέτη «Μυθολογία» και συγκεκριμένα στο ποίημα «Μελισσάνθη». Το έργο αναφέρεται στην εποχή της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς (1944) και στα γεγονότα που τη σημάδεψαν. Τα κεντρικά του μέρη θα αποτελέσουν τον πυρήνα του μουσικού έργου, το οποίο ο Χατζιδάκις ξεκίνησε να συνθέτει το 1970 στην Αμερική. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1980 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και κυκλοφόρησε το ίδιο έτος σε διπλό άλμπουμ. Η μορφή της Μελισσάνθης είναι η κεντρική φιγούρα του έργου, ενώ ο κύκλος τραγουδιών αναφέρεται σε πραγματικά περιστατικά που έζησε ο συνθέτης κατά την περίοδο της Απελευθέρωσης. Αυτή η αφηρημένη αναφορά στη γυναίκα του πολέμου, γίνεται πολύ συγκεκριμένη ανάλογα με τις θύμησες του κάθε ακροατή. Η ηρωίδα αποτελεί την προσωποποίηση της ελπίδας, των μεγάλων ιδανικών, της ελευθερίας. Η Μελισσάνθη χαμένη και ξεχασμένη οριστικά, τελικά, πεθαίνει ή δολοφονείται στη μεταπολεμική Ελλάδα.

«America America» (1963)

Πρόκειται για το σάουντρακ της ομότιτλης αμερικανικής ταινίας, σε σενάριο, σκηνοθεσία και παραγωγή του Ελία Καζάν. Η ταινία είναι εμπνευσμένη από τον αγώνα του θείου του σκηνοθέτη Αβραάμ Ηλία Καζαντζόγλου, να φτάσει στην Αμερική, μια γη ονείρων και ευκαιριών. Αν ξεπεράσουμε την ατομική ηθική υπόσταση του Καζάν (κατακριτέος για τη συνεργασία του το 1952 με την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων, μέσω της οποίας κατέδωσε στις Αρχές συναδέλφους του ως κομμουνιστές), η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι είναι τόσο πρωτότυπη και εθιστική που μπορεί να σταθεί ξέχωρα από τα δρώμενα.

«Εντεκα νύχτες, καθόλου όμορφες, στην Αθήνα του Νοέμβρη του ίδιου χρόνου (σ.σ.: 1963), έγραψα μες σ’ ένα στούντιο τέσσερις ενότητες μουσικής για το “America America” σύμφωνα με τ’ αρχικά μου σχέδια. Για το χωριό, για την πόλη, για την αστική οικογένεια των Σινίκογλου και για το βαπόρι που ταξιδεύει για την Αμερική» είχε πει ο Χατζιδάκις.