«Το καλλίτερο ενθύμιο, μου φαίνεται ότι είναι εκτός απ’ τις παιδικές μας αναμνήσεις και τις καλές μας πράξεις, οι εκθέσεις και γενικά τα όσα γράψαμε στην παιδική μας ηλικία. Τις εκθέσεις θεωρώ σαν ένα καθρέφτη ο οποίος μας παρουσιάζει ολάκερη την παιδική μας ζωή και μας δείχνει την εξέλιξή μας στο στάδιο του γραφτού λόγου και τι επιδράσεις είχαμε από ορισμένους παράγοντες όταν είμασταν μικροί». Με αυτό το επιχείρημα ο Λάκης Δημητριάδης, αργότερα γνωστός με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ντίνος Χριστιανόπουλος (1931-2020), αρχίζει να αντιγράφει μια επιλογή από τις σχολικές του εκθέσεις σε αυτοσχέδια χειροποίητα τετράδια τον Μάιο του 1946. Ο πόλεμος έχει τελειώσει έναν χρόνο πριν, και ο ίδιος είναι δεκαπέντε ετών. Τα τετράδια αυτά, έντεκα αριθμημένα τετράδια μικρού μεγέθους, βρέθηκαν σε έναν φάκελο στο αρχείο του, το οποίο παραχώρησε ο ίδιος στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 2016.

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Μαθητικές εργασίες 1943-1948

Πρόλογος Δημήτρης Κόκορης.

University Studio Press, 2021,

σελ. 244, τιμή 17 ευρώ

Οι εκθέσεις κυκλοφορούν τώρα στον τόμο Μαθητικές εργασίες 1943-1948 (εκδ. University Studio Press) και εκδίδονται σε «μορφή πανομοιότυπου για να διατηρηθεί η αυθεντικότητά τους», όπως σημειώνει στην έκδοση ο Γιάννης Μέγας, κληρονόμος του Χριστιανόπουλου. Ηδη, παρακολουθούμε στον γραφικό χαρακτήρα την ωρίμαση του συντάκτη στην πορεία προς την ενηλικίωση, και στα έγχρωμα σκίτσα με τα οποία κοσμεί ο ίδιος τις εκθέσεις του διαβλέπουμε το ενδιαφέρον για τα εικαστικά που θα οδηγήσει αργότερα, στη δεκαετία του 1970, στην ίδρυση της Μικρής Πινακοθήκης «Διαγώνιος».

Εκθέσεις και αρχείο

Είναι η πρώτη έκδοση που προκύπτει από το τεράστιο Αρχείο Χριστιανόπουλου, το οποίο περιλαμβάνει χειρόγραφα, προσωπική και επαγγελματική αλληλογραφία, το αρχείο του περιοδικού «Διαγώνιος», έντυπο υλικό, βιβλία, ηχογραφήσεις από ραδιοφωνικές εκπομπές και μουσικές βραδιές, οπτικά τεκμήρια από τηλεοπτικές συνεντεύξεις, δίσκους, πίνακες και τα προσωπικά ημερολόγια του Χριστιανόπουλου, τα οποία θα παραμείνουν σφραγισμένα για τους ερευνητές μέχρι το 2055. Τεκμήρια από το υλικό αυτό, το οποίο ακόμη καταλογογραφείται και ταξινομείται, παρουσιάζονται σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στη Βιβλιοθήκη, όπου υπάρχει και το γραφείο του ποιητή, σε μια αναπαράσταση του χώρου εργασίας του.

Οι εκθέσεις, γραμμένες στο διάστημα από τα δώδεκα ως τα δεκαεπτά χρόνια, παρουσιάζουν εντυπώσεις από την παιδική ηλικία και την καθημερινή ζωή στη Θεσσαλονίκη στα χρόνια του πολέμου και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Τα θέματά τους είναι κοινά για τις ηλικίες αυτές: «Πώς περνώ την ημέραν μου στο σχολείο», πώς γιορτάζεται η 25η Μαρτίου, το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, αποκριάτικα ήθη και έθιμα, εκθέσεις στις οποίες παρουσιάζεται η οικογενειακή ζωή και η συγκρότηση του μαθητή («Τι θέλω να γίνω», «Γιατί αγαπώ τους γονείς μου», «Με τι αισθήματα περιμένω τις εξετάσεις»), αλλά και εκθέσεις ιδεών για τις τέχνες, τη θρησκεία, την πατρίδα, την τιμιότητα.

Ενας συγγραφέας γεννιέται

Είναι σαφές ήδη από το προλογικό σημείωμα του συντάκτη τους, με τίτλο «Δυο λόγια», που αναφέραμε στην αρχή, ότι είχε αρχίσει ήδη να σχηματίζεται η φιλοδοξία μιας συγγραφικής προσωπικότητας. Είχε σκοπό να εκδώσει τότε, ή αργότερα, τα πονήματα αυτά ο Χριστιανόπουλος; Το βιογραφικό σημείωμα που βρίσκεται στον φάκελο, γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του 1990, μαρτυρεί ότι ίσως σχεδίαζε κάποια έκδοση που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ωστόσο, στα χρόνια που γράφονται οι εκθέσεις αυτές είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνει την ποιητική του ιδιότητα, όπως τονίζει ο νεοελληνιστής Δημήτρης Κόκορης, συστηματικός μελετητής του έργου του Χριστιανόπουλου, στον εξαιρετικά ουσιαστικό και περιεκτικό πρόλογό του, μια και είχε δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο «Χριστιανόπουλο» το 1945 το ποίημα «Παράπονο ξενιτεμένου» στο περιοδικό Ελληνόπουλο και στα επόμενα δύο χρόνια ποιήματα στα περιοδικά Αδελφοσύνη και Μορφές, και στην εφημερίδα Μακεδονία. Ρητορεία και στόμφος στην έκφραση, ιδεαλισμός, υπερβολή, αισθηματολογία, μελοδραματισμός, μια παιδική αφέλεια στη σκέψη, στοιχεία κοινά στο κειμενικό είδος της σχολικής έκθεσης αυτών των ηλικιών, απαντούν, πολύ φυσικά, και εδώ.

Πολύ χρήσιμες θα βρει τις εκθέσεις αυτές ο βιογράφος του Χριστιανόπουλου. Υπάρχουν εδώ, ενδεικτικά, στοιχεία για την οικοδόμηση της σχέσης του με τη θρησκεία και τα κατηχητικά: «Από μικρός ήθελα να ακολουθήσω ένα κακό, πολύ κακό επάγγελμα. Τώρα δε με τη βοήθεια του Θεού άλλαξα την γνώμην αυτήν και θα κάνω το αντίθετο επάγγελμα. Θα γίνω δηλαδή θεολόγος. Α! τι ωραίον επάγγελμα είναι αυτό! Θα μελετώ διάφορα θρησκευτικά στοιχεία και θα θαυμάζω το κτίσμα του Θεού…» γράφει στην έκθεση «Τι θέλω να γίνω». Αλλού σημειώνει πόσο πολύ ευχαριστήθηκε τη γιορτή της 25ης Μαρτίου 1943 στα κατηχητικά σχολεία, με τις χορωδίες και το συσσίτιο και τα ποιήματα: «Πρώτην φοράν εδοκίμασαν τέτοιαν χαράν». Στοιχεία βιογραφικά, που μεταφέρουν και μια εικόνα της ζωής στη Θεσσαλονίκη στα χρόνια του πολέμου.

Η Θεσσαλονίκη της Κατοχής

Στην έκθεση «Ο προχθεσινός συναγερμός», στις 7.12.1943, γράφει: «Τον συναγερμό τον συνηθίσαμε και δεν τον φοβόμαστε πια, μολονότι πολλές φορές είναι άγριος. Ενας τέτοιος άγριος συναγερμός γίνηκε προχθές την Κυριακήν. Ο λαός είχε κοιμηθεί τον γλυκό και ξεκουραστικό ύπνο, όταν ξαφνικά σαν σε όνειρο ακούστηκε το σήμα του κινδύνου. Ο λαός βρίζοντας και βλασφημόντας [sic] σηκώθηκε από τα κρεββάτια τους και έριξε ένα βλέμμα νυσταγμένο προς τον ξάστερο και βαθυγάλανο ουρανό…». Ο νεαρός συντάκτης συχνά παρασυρόταν από τη φαντασία του σε λυρικές περιγραφές, όμορφες μεν, εκτός θέματος δε, κάτι που επισήμαιναν συχνά στα σχόλιά τους οι συμμαθητές του που διόρθωναν, σύμφωνα με μια παιδαγωγική μέθοδο της εποχής, εκθέσεις του. Ο Χριστιανόπουλος τα αντιγράφει και αυτά, θεωρώντας τα ίσως μαρτυρίες μιας συγγραφικής φαντασίας που ο ίδιος αισθανόταν ότι διέθετε, μιας λογοτεχνικής ιδιοσυγκρασίας που διαμορφωνόταν.

Υφολογικά ωστόσο, θα φτάσουμε στον Μάιο του 1946, στην έκθεση με θέμα «Καλοκαιρινές βραδυές» για να δούμε κάποια μετακίνηση από τον εκχειλίζοντα λυρισμό των σχολικών εκθέσεων προς τη στεγνή, γειωμένη στην πραγματικότητα γλώσσα και την ατμόσφαιρα του μετέπειτα ποιητή Χριστιανόπουλου: «Τα βράδυα τα καλοκαιρινά είναι θέμα ωραίο για κείνους που ασχολούνται με το ρωμαντισμό» γράφει. «Αυτοί μπορούν να γράφουν για τα βράδυα που τα μυρώνουν τα γιασεμιά και τα ρόδα και τ’ αγιοκλήματα… Εμείς θ’ αρκεστούμε να περιγράψουμε τα βράδυα όπως πραγματικά τα ζούμε, τα νοιώθουμε, τα αισθανόμαστε».