Οι αποφάσεις 2287, 2288, 2289 και 2290/2015 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκριναν αντισυνταγματικές τις περικοπές που είχαν γίνει με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012 στις κύριες και επικουρικές συντάξεις καθώς και στα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και στο επίδομα αδείας, δημιούργησαν μια νέα κατάσταση στο Ασφαλιστικό, δεδομένου ότι με βάση αυτές θα έπρεπε να αναπροσαρμοστούν – αυξηθούν τόσο οι κύριες όσο και οι επικουρικές συντάξεις των συνταξιούχων που είχαν υποστεί τις συγκεκριμένες μειώσεις – περικοπές. Προς αντιμετώπιση της νέας αυξημένης συνταξιοδοτικής δαπάνης, όπως αυτή θα διαμορφωνόταν αν εφαρμόζονταν οι αποφάσεις αυτές, οι δανειστές, θεωρώντας ως δεδομένη την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών, απαίτησαν μέσω της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (νόμος 4336/2015) την αντιστάθμιση του πρόσθετου κόστους στη συνταξιοδοτική δαπάνη. Το υπουργείο επινόησε λοιπόν τον επανυπολογισμό όλων των κύριων συντάξεων, αλλά και των επικουρικών, με βάση τον νέο τρόπο υπολογισμού που προέβλεψε ο νόμος Κατρούγκαλου, προβάλλοντας ως δικαιολογητικό λόγο την ίση μεταχείριση παλαιών και νέων συνταξιούχων.

Ο επανυπολογισμός των συντάξεων ήταν σχεδιασμένος στο να καταλήξει σε περιορισμό της συνταξιοδοτικής δαπάνης μέσω μιας άλλου τύπου μείωσης των (περισσότερων) συντάξεων που δικαιολογητική βάση αναζητούσε στα ασφαλιστικά δεδομένα κάθε συνταξιούχου (χρόνος ασφάλισης, εισφορές που καταβλήθηκαν κ.λπ.).

Οι αποφάσεις του ΣτΕ όμως, που εκδόθηκαν στο πλαίσιο και με τη διαδικασία της «πρότυπης δίκης», κρίνοντας ως αντισυνταγματικές τις ρυθμίσεις των τελευταίων περικοπών, στην ουσία αναγνώρισαν δικαίωμα διεκδικήσεων όλων των συνταξιούχων που είχαν υποστεί περιορισμούς στις συντάξεις τους από τις ρυθμίσεις αυτές. Εθεσαν όμως φραγμό στις αναδρομικές διεκδικήσεις, αφού έκριναν ότι όσοι δεν είχαν ασκήσει αγωγές πριν από την έκδοσή τους (Ιούνιο 2015) δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν αναδρομικά, αλλά μόνο από την έκδοση των αποφάσεων και για το μέλλον. Στην κρίση αυτή υπήρξε μειοψηφία με διαφορετική άποψη και αυτό είναι ένα θέμα το οποίο θα απασχολήσει εκ νέου το Συμβούλιο της Επικρατείας, αφού ήδη εκδόθηκε απόφαση Διοικητικού Πρωτοδικείου με διαφορετική προσέγγιση στο θέμα (αναγνώριση αναδρομικής διεκδίκησης).

Πέραν αυτού όμως, ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι η δυνατότητα διεκδίκησης οριοθετείται στον Ιούλιο του 2015, το μείζον θέμα είναι μέχρι ποιου χρονικού σημείου μπορεί να φθάσει η μελλοντική διεκδίκηση από πλευράς συνταξιούχων. Η άποψη που φαίνεται ότι υιοθετεί το αρμόδιο υπουργείο είναι ότι αφ’ ης τον Μάιο του 2016 έχουμε νέο ασφαλιστικό νόμο και άλλον τρόπο υπολογισμού συντάξεων, παύει και η δυνατότητα διεκδίκησης των αντισυνταγματικών μνημονιακών περικοπών. Ομως ανεξάρτητα αν υπήρξε νέος νόμος, για τους παλαιούς συνταξιούχους συνέχισε η καταβολή συντάξεων με τις περικοπές που κρίθηκαν αντισυνταγματικές. Ως εκ τούτου, κατά την άποψή μου, η δυνατότητα διεκδίκησης συνεχίζεται και μετά τον Μάιο του 2016. Αφού δε και από 1/1/2019 συνεχίζεται η καταβολή των ίδιων ποσών συντάξεων, ασχέτως αν αυτή θα γίνεται με το σχήμα (επανυπολογισμένη σύνταξη συν προσωπική διαφορά), θεωρώ ότι υπάρχει δικαιολογητική βάση συνέχισης των αναζητήσεων από πλευράς συνταξιούχων.  Αλλωστε η ουσία της κρίσης του Συμβουλίου της Επικρατείας ήταν η θέση ενός ορίου στον περιορισμό του συνταξιοδοτικού εισοδήματος των συνταξιούχων και την εφαρμογή της κρίσης αυτής θα πρέπει να αναζητεί κάποιος όταν προσεγγίζει αντίστοιχα θέματα.

Οι διεκδικήσεις των συνταξιούχων και ο τρόπος εκτέλεσης αυτών που κρίθηκαν με τις αποφάσεις του ΣτΕ είναι μείζον θέμα το οποίο αφορά όλους, όλες τις πολιτικές δυνάμεις, ανεξαρτήτως αν κυβερνούν ή όχι, γι’ αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί με ειλικρίνεια, σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Είναι θέμα που θα απασχολεί ιδιαίτερα τα επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι τις ομαδικές δικαστικές προσφυγές που σωρηδόν ασκούν οι συνταξιούχοι θα ακολουθήσουν αποφάσεις των δικαστηρίων, με τις οποίες θα  επιδικάζονται αναδρομικά ποσά συντάξεων σε πάμπολλες  περιπτώσεις. Υπ’ αυτή την έννοια είναι θέμα που αφορά όλους, για την ορθή αντιμετώπισή του, δε, απαιτείται η σύμπραξη όλων.

*Ο κ. Δημήτρης Αθ. Μπούρλος είναι δικηγόρος ειδικευμένος σε εργασιακά – ασφαλιστικά θέματα και εκδότης του περιοδικού «ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΙΚΑ»