Ο Χρήστος Λούλης επέλεξε απ’ την αρχή έναν δρόμο που, σαν να το ’ξερε, θα τον οδηγούσε ψηλά, στην κορυφή. Ηθοποιός απ’ τους λίγους και εκλεκτούς, είναι ένας ισχυρός πόλος έλξης για το κοινό. Φέτος παίζει στο «Cleansed» της Σάρα Κέιν, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά (Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης), ένα έργο πολύ σκληρό και συγχρόνως βαθιά τρυφερό.
Μετά το Πάσχα θα συνεργαστεί με τον Νίκο Καραθάνο στην κωμωδία των Πρετεντέρη-Γιαλαμά «Τζένη Τζένη» (Δημοτικό Θέατρο Πειραιά), ενώ μέσα στη σεζόν πρωταγωνιστεί στην τηλεοπτική σειρά «Αύριο» με την Στεφανία Γουλιώτη (ΕΡΤ). Την άνοιξη του 2026 θα γίνει 50 χρόνων. Είναι παντρεμένος με την Έμιλυ Κολιανδρή κι έχουν δύο παιδιά. Κάνει τη δική του προσωπική αναδρομή σε όλα τα παραπάνω στο ΒΗΜΑ Talks.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά, επιστρέφετε στο «Cleansed» της Σάρα Κέιν, τότε «Καθαροί πια». Έχετε αναμνήσεις από εκείνη την πρώτη παράσταση, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή;
Ναι, βέβαια, και πολύ έντονες. Κάναμε επί οκτώ μήνες 12 ώρες πρόβα την ημέρα. Δεν ήταν και εύκολο το κείμενο, και ο Λευτέρης ήταν αυτός που ήταν. Έχω αναμνήσεις, ακούσματα, στιγμές, μια ζωή ολόκληρη.
Ήταν σχεδόν στην αρχή της πορείας σας…
Ναι, είχα βγει απ’ την σχολή έναν χρόνο πριν.
«Τιμωρούμε στους άλλους αυτά που θα θέλαμε να είχαμε».
Διατηρείτε αυτό το αίσθημα έκπληξης που δημιουργεί το «Cleansed»;
Ναι. Τις προάλλες στην παράσταση που άκουγα τα λόγια μου και τα λόγια των άλλων, ένιωθα ότι δεν υπάρχει τίποτα περιττό σ’ αυτό το κείμενο, ούτε μια λέξη παραπάνω ή παρακάτω. Σαν να έχει γράψει η Σάρα Κέιν ένα τραγούδι. Δεν έχει πλοκή, έχει γραμμές, χαρακτήρες που διανύουν κάποια τόξα, κάποιες πορείες, όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά. Κάθε σκηνή θα μπορούσε να έρθει γάντι με κάθε στιγμή της καθημερινότητάς μας. Γιατί έτσι κι αλλιώς είναι συμβολικό το έργο. Εκφράζει μια μεγάλη ανάγκη, ένα πνίξιμο σχεδόν, που βασανίζει τους ανθρώπους για το πως θα ενωθούν με τον άλλον, πως θα ενωθούν με τον εαυτό τους. Και όλοι έχουν ανάγκη αυτή την ένωση, την αγάπη. Είναι τόσο ωραία γραμμένο που θα μπορούσες κάθε μέρα να πάρεις μια σκηνή και να την κουμπώσεις σε μια συνθήκη. Είναι πολύ κυρίαρχο αυτό το στοιχείο σ’ ένα έργο που είναι δύσκολο και μόνο απ’τη σωματική οικειότητα που καλείσαι να έχεις με όλους.
Στις πρόβες δοκιμάσαμε πολύ και τα σώματά μας και τις ψυχές μας. Οπότε αυτό μας έχει φέρει, σαν θίασο, πολύ κοντά. Είναι σαν γνωριζόμαστε από πάντα ενώ τους περισσότερους εγώ τους γνώρισα το τελευταίο δίμηνο. Επιπλέον υπάρχει κάθε μέρα η έκπληξη που μας υπενθυμίζει το κοινό. Το κοινό μας υπενθυμίζει ότι δεν είναι ένα συνηθισμένο έργο. Αλλά κι εμείς μπαίνοντας στη σκηνή κάθε μέρα ξεκινάμε ένα ταξίδι που έχει αρχίσει απ’ τις πρόβες. Και σε κάθε παράσταση θέλουμε να πάμε στο ίδιο μέρος που ελπίζουμε να είναι το ίδιο και διαφορετικό.
Ερμηνεύετε τον Τίνκερ, ένα χαρακτήρα που χρησιμοποιεί ακραία βία. Γιατί τόση βία;
Γιατί καμιά φορά τιμωρούμε αυτά που μας λείπουν, Τιμωρούμε στους άλλους αυτά που θα θέλαμε να είχαμε. Και καμιά φορά δεν ξέρουμε να αγαπάμε, αλλά το μόνο που ξέρουμε είναι να προκαλούμε βία, πόνο.
Θα μπορούσα να πω ότι ο Τίνκερ είναι η προσωποποίηση ενός κανόνα της ζωής που λέει ότι η ίδια η ζωή θα σε φέρει, μέσα από πολύ σκληρές δοκιμασίες, μέχρι εκεί που θα τεσταριστεί η πίστη σου, η όποια πίστη σου. Οπότε προσωποποιείς στον Τίνκερ και αυτή την λειτουργία. Εμένα μ’ αρέσει να τον σκέφτομαι ως άνθρωπο, σκληρό, ακραίο, γιατί όπως και όλοι εκεί μέσα θεωρεί ότι τα πράγματα πρέπει να είναι απόλυτα. Αλλά την ίδια στιγμή δεν μπορεί να το κάνει, είναι διχασμένος. Τον βλέπουμε να κόβει χέρια, να επιδίδεται σε απίστευτες σκληρότητες με φανατισμό και μέθοδο, ψυχρή μέθοδο…
«Παραμένω αυτό το παιδί που ψάχνει ν’ ακούσει τη φωνή του».
Ποια είναι η πρόκληση για εσάς;
Η μεγάλη πρόκληση για μένα είναι ότι πρέπει αυτό να είναι πηγαίο. Δεν είναι ότι έχω καθήκον να τιμωρώ, θέλω να τιμωρήσω -γιατί μπορεί να ζηλεύω αυτό που δεν έχω και γιατί είναι το μόνο που ξέρω. Αλλά την ίδια στιγμή ο θυμός δεν πρέπει να είναι κυρίαρχος, δεν πρέπει να φαίνεται. Πρέπει να φαίνεται η μεθοδολογία.
Μετά όμως θα τον δούμε διαφορετικό όταν πηγαίνει σ’ αυτή τη γυναίκα όπου λέει, σαν εξομολόγηση, όλα αυτά για τα οποία τιμωρεί τους άλλους -και μάλιστα με μεγάλο φανατισμό.
Σας δυσκόλεψε ο ρόλος;
Ναι και ακόμα με δυσκολεύει. Βγαίνω απ’ τις σκηνές και είμαι εξουθενωμένος. Γιατί αναγκαζόμαστε να βρούμε κάτι πηγαίο, δικό μας, κάθε μέρα, να καταθέσουμε στο κοινό, που έτσι κι αλλιώς είναι δύσκολο. Σαν να κόβεις κομμάτια απ’ τον εαυτό σου και να τα πετάς στο κοινό. Και ταυτόχρονα πρέπει να είσαι σχεδόν η φωνή της λογικής. Δύο διαμετρικά αντίθετα πράγματα δηλαδή. Κι αυτό με δυσκολεύει. Αισθάνομαι σαν να περπατάω σε κομμένα γυαλιά κολλημένα σ’ ένα συρματόσχοινο πάνω από ένα φαράγγι.
Είναι ισχυρό κίνητρο η πρόκληση;
Η πρόκληση για μένα είναι -όταν λειτουργεί, ότι φιλοδοξώ να κάνω κάτι που δεν ξέρω ότι μπορώ να κάνω. Για να εκπλήξω. Άμα θεωρώ ότι το έργο, οι συντελεστές, οι συνεργάτες, οι ηθοποιοί θα με βοηθήσουν προς αυτό, μπορώ να πω πιο εύκολα «ναι». Αν νιώθω ότι δεν θα με βοηθήσουν, μπορεί και πάλι να πω «ναι», αλλά για άλλους λόγους.
Έτσι ήταν απ’ την αρχή;
Πάντα έψαχνα, πάντα είχα το μισό μου μυαλό εκτός κόσμου, πάντα το ένα μου πόδι πάταγε στη γη και το άλλο κάπου αλλού -μέσα μου ή έξω μου. Βέβαια όσο μεγαλώνω μπορώ και το ονοματίζω πιο εύκολα. Καμιά φορά όταν ήμουν πιο μικρός το έψαχνα και πιο έντονα. Νομίζω όμως ότι παραμένει το ίδιο. Παραμένω αυτό το παιδί που ψάχνει ν’ ακούσει τη φωνή του, με την έννοια ότι είναι η απόλυτη φωνή που λέει εκείνη τη στιγμή αυτή τη λέξη και καμία άλλη. Που δεν παίζεις, δεν σκέφτεσαι, αλλά είσαι εδώ και πουθενά αλλού. Κι αυτό είναι πολύ δύσκολο να το εννοήσεις. Δεν το κάνουμε σχεδόν ποτέ εμείς οι άνθρωποι αυτό, μόνο σε στιγμές. Αλλά αυτή η ησυχία του να εννοήσεις ότι τώρα είμαι εδώ μαζί σου, σαν ηθοποιός σου δίνεται κι ένα μεγάλο γήπεδο για να εκφραστείς…
Ένα σ’ αγαπώ τι είναι; Αλλά το να πεις στον άλλον «τώρα σ’ αγαπώ, δεν ξέρω αύριο, αλλά τώρα στο λέω», και να το πεις νηφάλια με όλη την ψυχή σου, αυτό είναι πολύ…
Μέσα στα χρόνια έχετε απαλλαγεί απ’ τα περιττά;
Ναι. Έχω απαλλαγεί απ’ το πνεύμα του method acting, όπου δηλαδή πρέπει να γράψεις σ’ ένα τετράδιο ποιος είναι ο ήρωάς σου, το παρελθόν του, ή να γράψεις τις δικές σου σκέψεις. Σταμάτησα -γιατί το έκανα κι αυτό. Αλλά δεν με βοηθούσε τελικά γιατί με κρατούσε στον κόσμο που εγώ είχα πλάσει για τον ήρωά μου -δεν ήμουν στη σκηνή. Με τον καιρό σταμάτησα να σκέφτομαι τόσο πολύ κι άρχισα να προσπαθώ να νιώθω περισσότερο -μαζί με την σκηνική μου εμπειρία και τον επαγγελματισμό μου. Σταμάτησα την υπέρ-ανάλυση. Κι όταν τώρα κάποιος υπερ-αναλύει εγώ κλείνω κάπως τα μάτια για να δω τα πράγματα πιο θολά -γιατί άμα δεις πολλές λεπτομέρειες μπορεί να σου χαλάσει η εικόνα. Θέλω να βλέπω τα τόξα της διαδρομής, τη δυναμική των σχέσεων κι όχι πώς περπατάει ο τύπος που παίζω.
Μειώθηκε και το «εγώ» σας;
Αυτό δεν γίνεται με τα χρόνια έτσι κι αλλιώς;
«Εγώ άρχισα να γίνομαι ηθοποιός μετά τα 40».
Όχι πάντα, όχι σε όλους…
Εγώ ήμουν τυχερός αλλά είχα και το μυαλό μου στη θέση του, με την έννοια ότι μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ αυτή η τέχνη και δεν μ’ ενδιέφερε τόσο πολύ ο εαυτός μου. Πέρασα όμως από αυτή τη φάση και μπορεί και τώρα να περνάω από φάσεις εγωιστικές και μικροπρεπείς. Είναι μια μάχη που δίνουμε κάθε μέρα με τον εαυτό μας -πότε χάνουμε, πότε κερδίζουμε. Δεν έχουμε πάντα την ίδια δύναμη.
Έπαιξε ρόλο ο τρόπος που γαλουχηθήκατε μέσα στο θέατρο;
Βέβαια. Ο Λευτέρης, ο Χουβαρδάς, ο Μοσχόπουλος, η Κονιόρδου, ο Καραθάνος, ο Καρατζάς τώρα. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν να κάνουν αυτό που ήθελαν μ’ έναν τρόπο όπου δεν χωρούσαν ντιβιλίκια. Οπότε από πολύ νωρίς είδα ότι μ’ αρέσει αυτό και προκειμένου να το κάνω καλά δεν πρέπει να θεωρώ τον εαυτό μου ανώτερο από αυτό.
Σας καθόρισε ο Βογιατζής, ο τρόπος που έκανε θέατρο, μια απολυτότητα, ίσως και σκληρότητα;
Απολυτότητα που ήθελε όμως όλα τα παράθυρα και όλες τις πόρτες ανοιχτές. Ο Λευτέρης ήθελε την απόλυτη έκπληξη, το απόλυτο που δεν περιμένουμε. Με καθόρισε πολύ, όπως και ο Παπαβασιλείου. Αυτοί οι άνθρωποι, αν τους είχες γνωρίσει και σε μια μικρότερη ηλικία, σε φτιάχνουν κάπως, σ’ επηρεάζουν πάρα πολύ. Μεγάλη τύχη που δούλεψα μ’ αυτούς τους ανθρώπους και δεν ήμουν ένα παιδί που κάποια στιγμή έπαιξε τον πρωταγωνιστή και μετά συνέχιζε έτσι… Γιατί υπάρχουν κι αυτά. Υπάρχουν σκηνοθέτες που θέλουν ηθοποιούς κοντά στον ρόλο, ιδίως στο σινεμά. Και δικαίως καμιά φορά. Γιατί σου λέει ο σκηνοθέτης εγώ θέλω να κάνω την ταινία μου, δεν θέλω να σου μάθω να γίνεις ηθοποιός -δεν ξέρουν κιόλας να το κάνουν. Και μπορεί έτσι να γίνεται πιο εύκολα η δουλειά, αλλά δεν υπάρχει η μαγεία που συνίσταται στη μετακίνηση του ηθοποιού και στη μεγάλη απόσταση που διανύει για να βρει τον ρόλο. Όταν ένας ηθοποιός είναι Α και πάει και γίνεται Β για τον ρόλο, αυτή η διαδρομή υπάρχει πάνω απ’ τη σκηνή σαν φωτοστέφανο. Δεν τη βλέπουμε, τη νιώθουμε. Είναι μια διαδρομή γεμάτη έκπληξη, απορία, περιέργεια, προσπάθεια.
Αφήσατε πίσω και μια καταπίεση που ίσως βιώσατε και ως μαθητής στο Θέατρο Τέχνης;
Δεν ήταν πια ο Κουν, ήταν οι επίγονοι. Υπήρχε μια σκιά που σε βάραινε αλλά δεν ήταν όπως τα παλαιότερα χρόνια. Εγώ άρχισα να γίνομαι ηθοποιός μετά τα 40, που είχε πεθάνει και ο Λευτέρης και οι επίγονοι του Κουν. Ξέχασα και την σχολή -την έβγαλα από πάνω μου και ξεκίνησα απ’ το μηδέν, που βέβαια δεν μπορεί να είναι μηδέν γιατί κάτι έχεις κάνει ως τότε.
Θυμάμαι για πολλά χρόνια έλεγα ότι αν πω τα λόγια μου απλά, θα είναι καλά. Μια λίγο υπαλληλίστικη νοοτροπία. Και κάποια στιγμή έγινε κάτι και σκέφτηκα ότι δεν έχω εγώ ανάγκη τα λόγια μου, τα λόγια έχουν ανάγκη εμένα για να ειπωθούν. Γιατί το κείμενο είναι εκεί – διάβασέ το. Το θέμα είναι να δώσω τον εαυτό μου.
«Δεν νομίζω να μπορέσει να υπάρξει μια μέρα χωρίς βία στον κόσμο, στις ζωές μας».
Ξέρετε πότε ήταν αυτή η στροφή;
Ήταν και ο «Ιων», ήταν και ο «Αμλετ» με τον Χουβαρδά και οι «Παλιοί Καιροί» και κάποια ακόμα.
Αναρωτιέμαι πόσο χρήσιμο είναι να δείχνουμε τη βία;
Μα η βία υπάρχει από μόνη της. Μπορεί να μην είναι σωματική αλλά ψυχολογική, λεκτική. Υπάρχει κάθε μέρα μέσα στη ζωή. Και δεν το κάνουμε ούτε για να την ξορκίσουμε ούτε για να τη στηλιτεύσουμε. Το κάνουμε -και γι’ αυτό έγραψε η Σάρα Κέιν το έργο κι εμείς το ανεβάσαμε όπως το ανεβάσαμε, γιατί θέλαμε να δείξουμε ωμά την ύπαρξη της βίας. Όχι για να μείνουμε στη βία, αλλά για το τι κάνει ο άνθρωπος παρά τη βία που δέχεται ή λόγω της βίας. Βλέποντας τη βία το κοινό θα νιώσει την ανάσα του ν’ ανεβαίνει ψηλά και μετά, ως αφύλαχτος, μπορεί πιο εύκολα να παρακολουθήσει το μετά τη βία.
Η βία είναι άσχημο πράγμα, αλλά είναι σαν τον αέρα, το νερό, σαν τα σύννεφα στον ουρανό. Δεν νομίζω να μπορέσει να υπάρξει μια μέρα χωρίς βία στον κόσμο, στις ζωές μας.
Ωστόσο διαφοροποιήθηκε ο τρόπος που την αντιλαμβανόμαστε ή τη βλέπουμε γύρω μας…
Είμαστε κάπως πιο εξοικειωμένοι με τη βία σήμερα. Θυμάμαι που μου έλεγε ο παππούς μου στον βομβαρδισμό του Πειραιά, με τη γιαγιά μου έγκυο, να βλέπουν γύρω ανθρώπους να πεθαίνουν της πείνας, να έχουν σκοτωθεί… Εκείνοι ήταν εξοικειωμένοι με τη βία, αλλά έζησαν πόλεμο. Εμείς τη βλέπουμε τη βία στις οθόνες αλλά δεν τη νιώθουμε. Κι ενώ την αποκηρύσσουμε μας αρέσει να τη βλέπουμε στα κινητά μας.
Γιατί αυτή η καινούργια εποχή, όπως είχε πει και πολύ εύστοχα ο Βασίλης Παπαβασιλείου είναι το τέλος των ανδρών, η ήττα των ανδρών. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε το δικαίωμα στην παιδικότητα. Έγινε τόσο πολύ της μόδας αυτό το κατασκεύασμα της ανθρώπινης κοινωνίας που οι άνδρες θέλουν να είναι κι αυτοί παιδιά, να μην παίρνουν ευθύνη, να τα κάνουν όλα, να είναι όλα δικά τους.
Νιώθετε αυτή την ήττα των ανδρών, σε σχέση με τις γυναίκες;
Όχι, γιατί ούτε την προηγούμενη κατάσταση την έβλεπα σαν νίκη των ανδρών. Το βλέπω σαν ένα πολύ ωραίο μπαλαντσάρισμα, μια προσπάθεια να ισορροπήσει κάτι, το οποίο δεν θα σταματήσει και ποτέ γιατί πάντα θα υπάρχει μια ανισορροπία σ’ όλα τα πράγματα. Κάπως αλλιώς γίνονται σήμερα τα πράγματα. Πως να μιλήσεις για βία σ’ έναν άνθρωπο που πολεμάει στην Ουκρανία;
Είχα γνωρίσει έναν Αλβανό, παλιά σε μια περιοδεία, που δούλευε στο θέατρο. Είχε έρθει στην Ελλάδα με τα πόδια. Κι ένα βράδυ που βλέπαμε ένα ωραίο φεγγάρι εκείνος δεν το κοιτούσε. Γιατί όπως μας είπε το είχε δει τόσες πολλές φορές στη διαδρομή του -κι αυτό είναι το δικό του φεγγάρι.
Την ήττα των ανδρών εγώ την εκλαμβάνω σαν να έχει μικρύνει το αίσθημα καθήκοντος που έχουν πια οι άνθρωποι και ειδικά οι άντρες -γιατί το είχαν αυξημένο. Κι η γνώση ότι θα υποστώ τις συνέπειες.
Πως βλέπετε την πολιτική κατάσταση, εντός και εκτός Ελλάδας;
Αναδιοργανώνονται τα πράγματα. Επίσης οι άνθρωποι και στην Ευρώπη και στην Αμερική πηγαίνουν προς ένα κλείσιμο παρά ένα άνοιγμα. Η πολιτική κατάσταση είναι έτσι γιατί οι λαοί είναι έτσι και είναι πολύ δύσκολο να παραμείνεις νηφάλιος και μετριοπαθής όταν ο άλλος σου κουνάει το δάχτυλο και σου λέει μην είσαι φασίστας. Αν κάποιος σε κατηγορεί διαρκώς για φασίστα στο τέλος θα γίνεις κιόλας.
«Υπάρχει ο φασισμός της μη αποδοχής της άλλης άποψης. Γιατί έχουμε μάθει να ακούμε και να βλέπουμε, κυρίως με τα κινητά, μόνο ανθρώπους με τους οποίους συμφωνούμε».
Βλέπω Ευρωπαίους που μπορεί να έχουν προλάβει ν’ αφομοιώσουν τα καινούργια προτάγματα της συμπερίληψης, τη χρήση καινούργιων αντωνυμιών για τους ανθρώπους, και μπορεί να τους φαίνονται ακόμα και γελοίες, κι αυτοί οι άνθρωποι λοιδορήθηκαν και λοιδορούνται ως φασίστες και ακροδεξιά αποβράσματα. Όταν δέχεσαι επίθεση από ένα μεγάλο κοινωνικό σύνολο αρχίζεις μετά και το μισείς. Και λες «έτσι με λέτε, έτσι θα γίνω». Κι αυτό συμβαίνει και γιατί έλειψαν τα πολλά λεφτά. Έχουμε να δούμε πείνα, δίψα και κρύο κοντά έναν αιώνα. Πέρασαν πολλά λεφτά απ’ τα χέρια μας οπότε είναι πολύ ωραίο και πολύ εύκολο να είσαι προοδευτικός. Όταν λείψουν λίγο ή πολύ, μετά αρχίζουν οι δαίμονες.
Το μίσος;
Το μίσος είναι απόρροια του φόβου. Και ο φόβος έχει να κάνει με το ότι εγώ είχα μάθει πως θα ζήσω καλύτερα απ’ τον μπαμπά μου και τώρα ζω χειρότερα απ’ τον μπαμπά μου. Κι αυτό γιατί είχαμε μπερδέψει το προνόμιο με το δικαίωμα. Νομίζαμε ότι είχαμε το δικαίωμα να ζούμε μ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν είναι έτσι όμως. Για να ζεις εσύ έτσι, πάνω απ’ τον μισό πληθυσμό της υφηλίου ζει σε συνθήκες σκλαβιάς… Οπότε αυτό που θεωρούσαμε δικαίωμα, ήταν ένα προνόμιο που είχαμε στην Ευρώπη για πόσα χρόνια και τώρα κάποιος το τραβάει και σου λέει δεν γίνεται πια και πρέπει να μοιραστείς τα προνόμιά σου με τους Κινέζους που ανεβαίνουν, τους Ινδούς… Οπότε θα χαμηλώσουμε εμείς.
Στην Ελλάδα, σε πολλούς τομείς, είναι ακόμα η κοινωνία φυλετική, με μικρή εμπιστοσύνη στο κράτος πρόνοιας που σε αγκαλιάζει. Όταν ήρθε ο Καποδίστριας είπε ότι οι άνθρωποι εδώ ζουν 900 χρόνια πριν, όχι στον Μεσαίωνα, πριν τον Μεσαίωνα, σε κατάσταση φεουδαρχίας -μηδέν νεωτερικότητα. Οπότε αυτά τα 200 χρόνια δεν είναι τίποτα -τα πρώτα 200 είναι δύσκολα, που έλεγε και ο Παπαβασιλείου. Μπορεί να μεγαλώνουμε εμείς, μπορεί να πικραινόμαστε, μπορεί να γινόμαστε πιο σοφοί αλλά οι κοινωνίες δεν μεγαλώνουν τόσο εύκολα -ωριμάζουν, πολύ πιο αργά…
Δεν υπάρχει ένας νέο-συντηρητισμός και ένας φασισμός της καθημερινότητας;
Υπάρχει ο φασισμός της μη αποδοχής της άλλης άποψης. Γιατί έχουμε μάθει να ακούμε και να βλέπουμε, κυρίως με τα κινητά, μόνο ανθρώπους με τους οποίους συμφωνούμε. Το γνωστό echo chamber. Δεν έχουμε συνηθίσει να κάνουμε debate, γιατί για να το κάνεις πρέπει να είσαι έτοιμος να σε πείσει ο άλλος ν’ αλλάξεις γνώμη. Αλλά πρέπει να είναι και οι δύο έτσι…
Μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι ο πολιτισμός είναι ένα κατασκεύασμα, τα δικαιώματα του ανθρώπου, η ευγενική συμπεριφορά, τα όριά σου, τα όριά μου, αλλά από κάτω συνεχίζει να υπάρχει το ζωώδες και η βία που λέγαμε. Γιατί είσαι αυτό -ένα ζώο, κι αυτό που και που θα βγει στην επιφάνεια. Οπότε για να είσαι καλά με τον εαυτό σου τα μεταστρέφεις και τα ονοματίζεις κάπως αλλιώς… Αν ήταν ελεύθερος ο άνθρωπος θα μπορούσε να σκοτώσει όλους τους υπόλοιπους. Οι πιο πολλοί δικαιωματιστές -οι περισσότεροι όχι όλοι- που καταγγέλλουν πράγματα είναι επειδή θα ήθελαν να είναι οι ίδιοι ελεύθεροι να τα κάνουνε.
Το γυμνό στο θέατρο είναι δύσκολο;
Όχι, δεν είναι δύσκολο ούτε το σκέφτηκα ποτέ. Είναι η φύση της δουλειάς μας. Ερχόμαστε τόσο κοντά, έχουμε περάσει τόσο έντονες και δύσκολες στιγμές. Το πιο δύσκολο στο θέατρο είναι να γυμνώσεις την ψυχή σου όχι να κατεβάσεις το βρακί σου… Υπάρχουν φορές και στην παράσταση αυτή που θα προτιμούσα να είμαι ολόγυμνος απ’ την αρχή χωρίς να χρειαστεί να κάνω αυτή τη διαδρομή που κάνω, γιατί είναι δύσκολο πολύ…
Ποιος είναι ο στόχος σας;
Να καταλάβω όσο πιο πολλά γίνεται, να απελευθερωθώ απόλυτα -αν γίνεται. Και ναι προσπαθώ κάτι να κάνω. Τις πιο πολλές φορές δεν πετυχαίνει -να έχει πετύχει πέντε-έξι φορές… Αλλά αυτές οι φορές σε καταδικάζουν να τις ψάχνεις ξανά και ξανά και να συνεχίζεις.
Έχετε μαλακώσει σαν άνθρωπος, στη δουλειά;
Ναι, αλλά καμιά φορά όσο μεγαλώνεις κιόλας, χρειάζεται να σκληραίνεις που και που επί τούτου, γιατί σκέφτεσαι ότι δεν θα μπορείς να επιβιώσεις αν είσαι τόσο μαλακός.
*Κεντρική φωτό: Μενέλαος Μυρίλλας







