Ήταν στα τέλη του περασμένου μήνα όταν ο «Economist», ένα περιοδικό γνωστό και ως «βίβλος του φιλελευθερισμού», ενημέρωνε το αναγνωστικό του κοινό πως «έρχεται η αστυνομία του λόγου στα social media» επισημαίνοντας πως η συζήτηση σχετικά με το «ποιος μπορεί να λέει και τι στο Διαδίκτυο έχει ανάψει και πάλι για τα καλά». Την αφορμή, ωστόσο, έδωσε ένας πολιτικός, ο Ρον Ντε Σάντις, που επέλεξε να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του από το Twitter. Γιατί; Επειδή, είπε, «αντίθετα από τα παραδοσιακά μέσα, το Twitter είναι το προπύργιο της ελευθερίας του λόγου».

Είναι μια άποψη που θα υπέγραφαν αρκετοί πολιτικοί και στη χώρα μας. Μπορεί να υποθέσει κανείς πως ανάμεσά τους είναι και ο υποψήφιος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Παύλος Πολάκης, ένας πολιτικός που όχι μόνο έχει διακριθεί για τον οξύ του λόγο, αλλά έχει κατηγορηθεί και για τοξικότητα. ‘Ηταν εξάλλου μια ανάρτησή του στα social media που τον οδήγησε στα πρόθυρα της εξόδου από το κόμμα του.

Εως ότου λοιπόν «έρθει η αστυνομία του λόγου στα social media» σκοπεύει να αυτοπεριοριστεί; «Δεν έχω αυτολογοκριθεί ποτέ κι ούτε σκοπεύω να αυτολογοκριθώ τώρα. Θα συνεχίσω, όπως ξεκίνησα» δηλώνει στο «Βήμα», προσθέτοντας πως στα social media βρήκε «τη μοναδική διέξοδο για να επικοινωνήσει απόψεις, πράξεις, δράσεις του. Και ως υπουργός και ως βουλευτής». Διότι, τονίζει, βίωσε «αποκλεισμό από τα μέσα ενημέρωσης και διαστρεβλώσεις». Στο συγκεκριμένο δημόσιο βήμα, προσθέτει, έχει εκπαιδευτεί από την εποχή που ήταν δήμαρχος Σφακίων.

«Απειλές και bullying στα social media», υποστηρίζει, από την πλευρά του, ότι έχει δεχτεί ο υποψήφιος βουλευτής της ΝΔ Γρηγόρης Ψαριανός, ο οποίος πάντως έχει διακριθεί επίσης για την οξύτητά του. Ο ίδιος έχει αναγκαστεί, όπως λέει, να θέσει τον εαυτό του σε αυτολογοκριτικό πλαίσιο: «Είναι πολλές οι φορές που έχω αναρωτηθεί αν αυτό που σκέφτομαι θυμωμένος πρέπει να το αναρτήσω. Και δεν το έκανα». Όπως υποστηρίζει όμως το σοβαρότερο πρόβλημα στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης είναι αφενός «η έλλειψη πλαισίου, που θα σε προφυλάσσει από ψευδείς κι επικίνδυνες ειδήσεις ψεκασμένων» και αφετέρου η «φασιστική επιβολή της πολιτικής ορθότητας διεθνώς», εξαιτίας της οποίας «εύκολα θα σε πουν ρατσιστή, ομοφοβικό, φαλλοκράτη και φασίστα. Δεν μπορείς να γράψεις «πέντε αδελφές» ,»3 γύφτοι», «2 νέγροι»».  Ετσι λοιπόν επιστρέφουμε στο αρχικό ερώτημα. Χρειάζεται μια «αστυνομία του λόγου» στα social media ή – πιο φιλελεύθερα – ένα πλαίσιο κανόνων που θα θέσει τα όρια του ψηφιακού λόγου;

Στην εξελισσόμενη διαμάχη για την ελευθερία του λόγου στο Διαδίκτυο έχουν εμπλακεί διεθνώς πολιτικοί και δικαστές με ρυθμιστικές προτάσεις. Με το Κογκρέσο σε αδιέξοδο, τα πολιτειακά νομοθετικά σώματα και τα δικαστήρια στις Ηνωμένες Πολιτείες χαράζουν νέες γραμμές γύρω από τα όρια του λόγου. Στην Ευρώπη τα νομοθετικά σώματα έχουν προχωρήσει ακόμη περισσότερο. Στην άλλη «όχθη» βέβαια οι κινήσεις αυτές εμπνέουν τις κυβερνήσεις σε λιγότερο δημοκρατικά μέρη του κόσμου να γράψουν τους δικούς τους νέους κανόνες, με κίνδυνο την προληπτική λογοκρισία.

Δύσκολο έργο η «αστυνόμευση»

Σε κάθε περίπτωση, και με τη συζήτηση να αναθερμαίνεται παγκοσμίως, εν όψει και των προβληματισμών για πιθανή παραπληροφόρηση πριν από τις αμερικανικές εκλογές του 2024, η υφήλιος ολόκληρη αναζητεί ψηφιακή νομοθεσία. Κι αυτό επειδή, όπως όλοι ομολογούν, η «αστυνόμευση» του διαδικτυακού δημόσιου χώρου είναι ένα δύσκολο έργο. Μόνο πέρυσι οι τρεις μεγαλύτερες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης στον κόσμο – το Facebook, το Instagram και το YouTube – αφαίρεσαν ή μπλόκαραν 11,4 δισ. αναρτήσεις, βίντεο και σχόλια χρηστών. Τα περισσότερα από αυτά αποσυνδέονται από αυτοματοποιημένα φίλτρα, αλλά η Meta και η Google απασχολούν επίσης περισσότερους από 40.000 ανθρώπους που έργο τους είναι να κρίνουν την καταλληλόλητα των αναρτήσεων.

Στην Αμερική οι Δημοκρατικοί, οι οποίοι κατηγορούν τους δισεκατομμυριούχους της τεχνολογίας ότι υποδαυλίζουν τον κοινωνικό διχασμό και την παραπληροφόρηση, θέλουν οι πλατφόρμες να αφαιρούν περισσότερες αναρτήσεις. Οι Ρεπουμπλικανοί από την πλευρά τους πιστεύουν ότι οι συντηρητικοί φιμώνονται στα κοινωνικά δίκτυα και θέλουν να περιοριστεί ο αριθμός των αναρτήσεων που διαγράφονται.

Τι ισχύει σε Ευρώπη, M. Βρετανία και ΗΠΑ

Από την άλλη πλευρά, ο νόμος της ΕΕ για τις ψηφιακές υπηρεσίες (dsa) που ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 2022 θα τεθεί σε εφαρμογή το επόμενο έτος. Το «σκληροπυρηνικό» νομοσχέδιο της Βρετανίας για την ασφάλεια στο Διαδίκτυο, που ετοιμάζεται εδώ και τέσσερα χρόνια, αναμένεται να τεθεί σε ισχύ τους επόμενους μήνες. Και οι δύο ακολουθούν διαφορετική προσέγγιση από την αμερικανική. Αντί να μεταβάλλουν το ποιος έχει ευθύνη για το διαδικτυακό περιεχόμενο, στρέφονται κυρίως προς τις διαδικτυακές πλατφόρμες ζητώντας να ασκούν αυστηρό έλεγχο.

Είναι λειτουργικό αυτό το πλαίσιο; «Προβλέπονται με τον νόμο αυτόν υποχρεώσεις διαφάνειας για τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που χρησιμοποιούν» αναφέρει η Αννα-Μαρία Πισκοπάνη, δρ Συνταγματικού Δικαίου και ερευνήτρια στο Horizon Institute of Digital Economy του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ. «Ακόμα οι εταιρείες οφείλουν να επεξεργάζονται έγκαιρα τις ειδοποιήσεις για προσβλητικό περιεχόμενο. Παρέχεται επίσης στους χρήστες ένας μηχανισμός παραπόνων για αμφισβήτηση αποφάσεων αφαίρεσης περιεχομένου».

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μία «από τις πιο αμφιλεγόμενες» διατάξεις του πλαισίου που είναι σε επεξεργασία (Οnline Safety Bill), διευκρινίζει η κυρία Πισκοπάνη, είναι το client scanning, που επιτρέπει τον μερικό έλεγχο περιεχομένου και την πρόσβαση σε κρυπτογραφημένα μηνύματα (end to end encryption communication). «Μια τέτοια δυνατότητα θεωρήθηκε ότι θέτει σοβαρά ζητήματα προστασίας της ιδιωτικότητας», αναφέρει.

Επειδή σε ορισμένες διατάξεις του νομοθετήματος «ασκήθηκε αυστηρή κριτική», υπήρξαν διαδοχικές διαβουλεύσεις και αρκετές αλλαγές στο αρχικό νομοσχέδιο». Είναι ο λόγος που ενώ η διαδικασία ξεκίνησε επί των ημερών της Τερέζα Μέι δεν έχει ακόμα ψηφιστεί από το Αγγλικό κοινοβούλιο.

Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ψηφίστηκε ο Κανονισμός για τις ψηφιακές υπηρεσίες (Digital Services Act), ο οποίος θα τεθεί σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2024 σε όλα τα κράτη μέλη (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας).  Μεταξύ άλλων, «προβλέπει ότι οι μεγάλες διαδικτυακές εταιρείες με πάνω από 45 εκ. χρήστες θα παρέχουν συνοπτικές και σαφείς περιλήψεις των όρων και προϋποθέσεων σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Επιπλέον, προβλέπονται υποχρεώσεις διαφάνειας για τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που χρησιμοποιούν. Ακόμα οι εταιρείες οφείλουν να επεξεργάζονται έγκαιρα τις ειδοποιήσεις για προσβλητικό περιεχόμενο. Παρέχεται επίσης στους χρήστες ένας μηχανισμός παραπόνων για αμφισβήτηση αποφάσεων αφαίρεσης περιεχομένου».

Στις ΗΠΑ, όπου, η μετά αντεγκλήσεων συζήτηση έχει ανάψει για τα καλά, δεν έχει υπάρξει αλλαγή σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Ισχύει ακόμα το Section 230. «Ωστόσο, έχουν θεσπιστεί νόμοι σε αρκετές Πολιτείες που επιβάλλουν υποχρεώσεις διαφάνειας σε μεγάλες διαδικτυακές εταιρείες όπως να δημοσιεύουν τους όρους χρήσης τους και να υποβάλουν εκθέσεις με πληροφορίες για τις πρακτικές που ακολουθούν κατά την αφαίρεση διαδικτυακού περιεχομένου», προσθέτει η κυρία Πισκοπάνη.

Σε εντελώς αντίθετο πνεύμα κινείται ο Γιώργος Πλειός, καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος σημειώνει ότι «είμαστε σε μια περίοδο κρίσης, υπάρχουν μεγάλες κοινωνικές αναστατώσεις, η διακυβέρνηση δεν είναι καθόλου εύκολη και γι’ αυτό τον λόγο υπάρχουν παρεμβάσεις που αποσκοπούν στον έλεγχο της δημόσιας συζήτησης για να ελαχιστοποιηθούν οι αντιθέσεις». Από την πλευρά του ο Παναγιώτης Μαντζούφας, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σημειώνει πως «όλα αυτά που συζητάμε αφορούν σε δημοκρατικά καθεστώτα που διαθέτουν συντάγματα τα οποία προστατεύουν την ελευθερία του λόγου. Στην περίπτωση όμως ανελεύθερων καθεστώτων βλέπουμε ότι είναι πολύ πιο δραστικά στην καταπολέμηση της ελευθερίας του λόγου και βρίσκουν εύκολα συνεταίρους στις προσπάθειες αυτές».

Τι γίνεται στην Ελλάδα

Πόσο επηρεάζουν τελικά την κοινή γνώμη τα social media στην Ελλάδα; Μπορούν να επηρεάσουν τις εκλογές; Μπορούν να ανεβάσουν ή να ρίξουν κυβερνήσεις; «Ακούγεται τρομακτικό, αλλά η απάντηση είναι, δυστυχώς, ναι. Τα social media μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός εκλογικού αποτελέσματος με πολλούς τρόπους, θεμιτούς και αθέμιτους» επισημαίνει o πολιτικός επιστήμονας και σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας, Ηλίας Τσαουσάκης, παραπέμποντάς μας στα παραδείγματα των αμερικανικών εκλογών το 2016 και στο σκάνδαλο της Cambridge Analytica, το Δημοψήφισμα για το Brexit στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά και περιπτώσεις όπου καταγράφονται διαδικτυακές καμπάνιες επηρεασμού, όπως οι εκλογές στη Βραζιλία ή στην Ινδία. Οι μορφές του επηρεασμού; «Παράνομη χρήση big data και προσωπικών δεδομένων, διαδικτυακή παραπληροφόρηση και προπαγάνδα, bots, fake news, πολιτική όξυνση. Οι καμπάνιες παραπληροφόρησης πλέον είναι επαγγελματικά οργανωμένες και χρησιμοποιούν εργαλεία υψηλής τεχνολογίας, όπως είναι τα deepfake videos, πλαστά αληθοφανή βίντεο, που θα μας απασχολήσουν ιδιαίτερα στο μέλλον».

Τουρκικές εκλογές και Social media

Και στην Τουρκία τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έπαιξαν προεκλογικά το ρόλο τους. «Η παραπληροφόρηση για την αντιπολίτευση ήταν εμφανής και χρησιμοποιήθηκε αποτελεσματικά στις τουρκικές εκλογές του Μαΐου», αναφέρει στο ΒΗΜΑ ο διδάσκων ψηφιακής ανθρωπολογίας και ιδρυτής ιδρυτής της NewsLabTurkey Ερκάν Σακά. «Σε κάποιο βαθμό, αυτό μπορεί να επηρέασε τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων. Ωστόσο, είναι δύσκολο να υπολογιστεί αυτή η επιρροή. Το γεγονός είναι», παραδέχεται,  ότι τα «ανεξέλεγκτα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποδυναμώνουν το δημοκρατικό σύστημα».

«Δεν αποτελεί πάντως λύση τη διαδικασία ρύθμισης να την κατέχει μια μεμονωμένη αρχή», τονίζει ο τούρκος ειδήμων. «Η διαδικασία θα πρέπει να περιλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερους εμπλεκομένους- ενδιαφερόμενους. Οι εταιρείες, οι κυβερνήσεις και η κοινωνία των πολιτών έχουν διαφορετικές ατζέντες. Πρέπει να διαπραγματευτούν. Μια βιαστική ρύθμιση μπορεί να οδηγήσει σε λογοκρισία. Προϋπόθεση είναι η συναίνεση των εμπλεκομένων» .

«Τα κοινωνικά δίκτυα έχουν επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα σε διαφορετικές εκλογικές αναμετρήσεις στον κόσμο, με πρώτη εκείνη του Ομπάμα», διευκρινίζει η Άννα Μαρία Πισκοπάνη. «Τότε δημιούργησαν ένα εναλλακτικό τρόπο πολιτικής επικοινωνίας εκτός από τα παραδοσιακά μέσα επικοινωνίας και τις επικοινωνιακές στρατηγικές των υποψηφίων και κομμάτων». Το σκάνδαλο της Cambridge Analytica ειδικότερα «έδειξε πως η μελέτη της συμπεριφοράς των χρηστών του διαδικτύου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επηρεάσει το πολιτικό αποτέλεσμα», συνοψίζει, επισημαίνοντας την «λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ του λόγου και της παρακίνησης σε πράξη», όπως έγινε με τον Τραμπ και την εισβολή στο Καπιτώλιο. Γεγονός στο οποίο στηρίχθηκε η απενεργοποίηση του λογαριασμού του πρώην αμερικανού προέδρου στο twitter.

Social media και Τέμπη

Στην πράξη, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως «παραμορφωτικός καθρέπτης», έχει αποδειχθεί πως είναι ικανά να «συνθέσουν εντυπώσεις, αλλά και να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την αντίληψή μας για το πώς λειτουργεί ο κόσμος». Ενώ «η πλήρης απορρύθμισή τους ενέχει κινδύνους για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες και προωθεί τον αθέμιτο πολιτικό ανταγωνισμό». Επομένως, η πραγματική απειλή για την Δημοκρατία», δεν βρίσκεται στην ίδια την τεχνολογία, αλλά «στον τρόπο με την οποία την χρησιμοποιούν, μεταξύ άλλων και  οι πολιτικοί», υποστηρίζει ο σύμβουλος πολιτικής και εταιρικής επικοινωνίας και Υποψήφιος Διδάκτορας στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών με αντικείμενο τις θεωρίες συνωμοσίας Ιωσήφ Χαλαβαζής, φέρνοντας ως παράδειγμα τις πρόσφατες εκλογές της 21ης Μαΐου, οπότε, υποστηρίζει, φάνηκε «ο βαθμός εμβύθισης στα εκάστοτε echo-chambers. Καθώς, για πολλούς, το δυστύχημα των Τεμπών θα έπαιζε καταλυτικό ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα, αποτελώντας αιτία φθοράς για τη Νέα Δημοκρατία και τη μη εκλογή του Κώστα Αχ. Καραμανλή. Η διάψευση και των δύο σεναρίων υποδεικνύει ένα χάσμα ανάμεσα στον κόσμο που είναι ενεργός στα social media και το σύνολο του εκλογικού σώματος», τονίζει.

Σύντομα, κρούει τον κώδωνα ο Ιωσήφ Χαλαβαζής, οι προκλήσεις που πρόκειται να αντιμετωπίσουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν θα είναι μόνο το astroturfing και τα bots, τα οποία διακινούν fake και false news, αλλά «το ψευδές περιεχόμενο που έχει παραχθεί από τεχνητή νοημοσύνη (A.I.), όπως τα deepfakes με ηγέτες να ανακοινώνουν επιθέσεις και να σπέρνουν τον πανικό».

Μας παραπέμπει στο Politico, όπου, προ ημερών, αποκαλύφθηκε ένα deepfake video που παρουσίασε τον Βλαντιμίρ Πούτιν να κηρύσσει στρατιωτικό νόμο, ύστερα από την εισβολή Ουκρανών σε ρωσικό έδαφος. «Ψευδές περιεχόμενο πάντα υπήρχε στα social media, όμως η βελτιστοποίηση και ο τρόπος με τον οποίο σύντομα θα παράγεται θα το καθιστά τόσο αληθοφανές, σε σημείο που ακόμη και ένας πολύ έμπειρος χρήστης θα είναι αδύνατο να το καταλάβει έγκαιρα. Το fact-checking σήμερα θεωρείται από πολλούς ανάχωμα απέναντι στην παραπληροφόρηση, όμως ένα βασικό μειονέκτημά του παραμένει η ταχύτητά του».

Ρυθμιστικό πλαίσιο και ενδιαφερόμενοι

Το ρυθμιστικό πλαίσιο τι πρέπει συνεπώς να κάνει; Να περιλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερους ενδιαφερομένους;

Η Ευρωπαϊκή Ενωση «δεν αρκεί μονάχα να επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις στους τεχνολογικούς κολοσσούς και να αυστηροποιεί το πλαίσιο λειτουργίας των πλατφορμών» λέει Ιωσήφ Χαλαβαζής. «Θα πρέπει να λάβει πρόσθετα και ουσιαστικά μέτρα. Δύο από αυτά είναι: 1) η δημιουργία και η χρηματοδότηση ενός πανευρωπαϊκού οργανισμού fact-checking και 2) η δημιουργία ολοκληρωμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων».

«Στην Ελλάδα λαμβάνονται νομοθετικά μέτρα ή μέτρα ήπιας ισχύος (soft law) τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Σε εθνικό επίπεδο ο πάροχος της κοινωνίας της πληροφορίας δεν φέρει ευθύνη για τις πληροφορίες που μεταδίδονται από τους χρήστες μέσω της πλατφόρμας που διαχειρίζεται, εκτός εάν γνωρίζει ότι πρόκειται για παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία κάθε είδους, οπότε υποχρεούται να το αναφέρει στις αρμόδιες αρχές» διευκρινίζει στο «Βήμα» η ειδική επιστήμονας  ΕΣΡ και νομικός Χάρις Τσίγκου.

Το πλαίσιο αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 191 του Ποινικού Κώδικα περί ψευδών ειδήσεων, το 2019, εποχή συστηματικής διασποράς fake news και αντιεμβολιαστικής υστερίας αναφορικά με την COVID-19. Η διάταξη θεσπίστηκε με το ν. 4619/2019 και τροποποιήθηκε με το ν. 5005/2022 ώστε να αποδεικνύεται βασίμως η τέλεση του αδικήματος. Τιμωρείται όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ψευδείς ειδήσεις με αποτέλεσμα να προκαλέσει φόβο σε αόριστο αριθμό προσώπων που αναγκάζονται να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις με κίνδυνο να προκληθεί ζημία στην οικονομία, την άμυνα της χώρας ή τη δημόσια υγεία. Εκτός του δράστη, ευθύνη φέρει και ο πραγματικός ιδιοκτήτης ή εκδότης του μέσου τέλεσης της παράνομης πράξης, δηλαδή της οικείας ιστοσελίδας ή πλατφόρμας.

Εκτός του πλαισίου, η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης-Επικοινωνίας σε συνεργασία με το ΕΣΡ και άλλους φορείς αναλαμβάνει δράσεις εγγραμματισμού του κοινού,» ιδίως των ανηλίκων και του νεανικού κοινού, με στόχο την ενημέρωση στις διάφορες μορφές ψευδών ειδήσεων και παραπληροφόρησης» . Όλα αυτά συνιστούν το ικανό κανονιστικό πλαίσιο, που διασφαλίζει αμφιπλεύρως την ελευθερία της έκφρασης αλλά και την προστασία από τη διασπορά ψευδών και επικίνδυνων ειδήσεων; Η απάντηση της κυρίας Τσίγκου είναι… αρνητική.

Ακραία λογοκρισία

Η «βασική διαφορά» των social media με την αληθινή ζωή είναι «οι εξαιρετικά περιοριστικοί του όροι και το ότι δεν είναι ένας φιλελεύθερος χώρος. Η λογοκρισία στα social media είναι ακραία», παρατηρεί ο γνωστός Youtuber Mikeius, ο οποίος έχει δηλώσει θύμα συστηματικού cancelling και  «εκφοβισμού από θρασύδειλους» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν θεωρεί τυχαίο ότι αποτελούν προϊόν της Silicon Valley, καθώς «δεν είναι μια ουδέτερη εταιρεία, αλλά με συγκεκριμένη ατζέντα κι εν προκειμένω υπέρ των Δημοκρατικών. «Ποιος τρώει ban; Τα μέτρα και τα σταθμά του ποιος λογοκρίνεται τα δημιουργεί η Silicon Valley. Αν διαφωνεί με μια άποψη, την εξαφανίζει. Οι πολίτες που ζουν σε αυτό το οικοσύστημα των Facebook, Instagram, Τwitter, τείνουν τελικά να αυτολογοκρίνονται».