Τη Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου κάνει πρεμιέρα η νέα σειρά της COSMOTE TV, «Ριφιφί», σε σκηνοθεσία του Σωτήρη Τσαφούλια και σενάριο των Βασίλη Ρίσβα και Δήμητρας Σακαλή.

Πρόκειται για σειρά μυθοπλασίας, εμπνευσμένη από μια πραγματική υπόθεση που, τον Δεκέμβριο του 1992, συγκλόνισε την κοινή γνώμη: τη ληστεία της Τράπεζας Εργασίας στην Αθήνα, μία από τις πιο γνωστές και πολυσυζητημένες εγκληματικές ενέργειες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

Ο τίτλος «Ριφιφί», όρος συνδεδεμένος με ευφυείς και καλοσχεδιασμένες ληστείες, φαίνεται να είναι απολύτως εύστοχος για όσα αποκαλύφθηκαν γύρω από την υπόθεση.

Το πρωί της Δευτέρας 21 Δεκεμβρίου 1992, οι υπάλληλοι του υποκαταστήματος της Τράπεζας Εργασίας στην οδό Καλλιρρόης προσέρχονταν στα πόστα τους για να ξεκινήσουν μια ακόμα συνηθισμένη εργάσιμη ημέρα, για να διαπιστώσουν, λίγο αργότερα, ότι η τράπεζα είχε «αδειάσει».

Οι δράστες δεν έσπασαν πόρτες, ούτε ήρθαν αντιμέτωποι με φύλακες. Έφτασαν στο θησαυροφυλάκιο της τράπεζας σκάβοντας υπόγεια σήραγγα από τον Ιλισό, παραβίασαν εκατοντάδες θυρίδες και εξαφανίστηκαν, αφήνοντας πίσω τους ένα υπόγειο εργοτάξιο μήκους περίπου 25 μέτρων, σκαμμένο με επαγγελματική ακρίβεια, και μια υπόθεση που έμελλε να μείνει γνωστή ως «η ληστεία του αιώνα».

Το Ιστορικό Αρχείο των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» μας επιτρέπει να επιστρέψουμε στον Δεκέμβριο του 1992 και να παρακολουθήσουμε την υπόθεση που συγκλόνισε την κοινή γνώμη και αιφνιδίασε τις αρχές, μέσα από δημοσιεύματα της εποχής που φωτίζουν, βήμα βήμα, τον τρόπο με τον οποίο αποκαλύφθηκε μια άρτια οργανωμένη ληστεία.

Η κινηματογραφική ληστεία

Δύο ημέρες μετά την αποκάλυψη «ΤΑ ΝΕΑ», της 24ης Δεκεμβρίου 1992 περιέγραφαν το τεχνικό σκέλος της επιχείρησης. Το ρεπορτάζ της Λίας Νεσφυγέ έκανε λόγο για «επιστημονικό ριφιφί», σημειώνοντας ότι οι δράστες φαίνεται πως εργάστηκαν σε δύο φάσεις:

«Σε δύο φάσεις, με χρονική διαφορά, φαίνεται ότι δούλεψαν για την κατασκευή του υπόγειου τούνελ οι δράστες του “επιστημονικού” ριφιφί, με στόχο τις θυρίδες υψίστης ασφαλείας της Τράπεζας Εργασίας.

»Όπως διαπίστωσαν ειδικοί εμπειρογνώμονες που κατέβηκαν χθες στη σήραγγα, τα πρώτα δέκα μέτρα του τούνελ έχουν ανοιχτεί σε προγενέστερο χρόνο σε σχέση με τα υπόλοιπα […]

»Στην είσοδο του τούνελ, βρέθηκαν υπολείμματα από τσιμέντο. Πιθανόν οι δράστες να ξεκίνησαν την κατασκευή του τούνελ πριν από ένα χρόνο, για κάποιο λόγο να σταματήσουν και για να μην κινήσουν υποψίες να έφραξαν το στόμιο με τσιμέντο. Όταν αποφάσισαν να ξαναρχίσουν τις “εργασίες”, έσπασαν το τσιμέντο και συνέχισαν την κατασκευή της υπόγειας σήραγγας.

«ΤΑ ΝΕΑ», 24.12.1992, Iστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

»Με όλα τα “κομφόρ” είχαν εφοδιαστεί οι δράστες για να κάνουν άνετα τη δουλειά τους. Στη σήραγγα είχαν “στρώσει” αφρολέξ, για να μην πληγώνουν τα γόνατά τους από τις πέτρες την ώρα που έσκαβαν […]

»Με το στόμα ανοιχτό… έχουν μείνει εμπειρογνώμονες και αστυνομικοί, όσο προχωρούν οι έρευνες, για τον “αριστοτεχνικό” τρόπο, με τον οποίο κατάφεραν οι δράστες να κάνουν το “ριφιφί” του αιώνα, όπως χαρακτηρίστηκε […]

»Χθες το πρωί, στη σήραγγα κατέβηκε συνεργείο εμπειρογνωμόνων, το οποίο αποτελείτο από αρχιτέκτονες, μηχανολόγους και πολιτικούς μηχανικούς, οι οποίοι έκαναν έρευνα.

»Φεύγοντας οι δράστες, εκτός από εργαλεία, τα οποία δεν μπορούσαν να μεταφέρουν, εγκατέλειψαν και ένα σάκο, ο οποίος περιείχε τιμαλφή, τα οποία προφανώς δεν είχαν αξία γι’ αυτούς αφού δεν μπορούν να τα πουλήσουν. Ακόμα βρέθηκαν χαρτιά με σημειώσεις, οι οποίες εξετάζονται».

Οι «διαβασμένοι» δράστες

Το ρεπορτάζ επισημαίνει τις πρώτες εκτιμήσεις των αρχών για άριστη γνώση της κατασκευής του κτιρίου και του υπόγειου δικτύου της περιοχής από τους δράστες. Τίποτα, σημείωναν, δεν θα μπορούσε να εξηγήσει διαφορετικά τη «μαθηματική ακρίβεια» με την οποία σκάφτηκε η σήραγγα και κατέληξε ακριβώς στον τοίχο του θησαυροφυλακίου.

Οι ίδιες εκτιμήσεις μιλούσαν για χρήση σχεδίων του κτιρίου – ενός παλαιού καπνεργοστασίου που είχε ανακαινιστεί λίγα χρόνια νωρίτερα – αλλά και χαρτών των έργων του Ιλισού, ώστε οι δράστες να γνωρίζουν τη θέση αγωγών και υπόγειων στοών. Δεν αποκλειόταν, μάλιστα, κάποιοι από αυτούς να είχαν προηγουμένως επισκεφθεί την τράπεζα ως πελάτες, «μελετώντας» τον χώρο των θυρίδων. Εκτιμήσεις που, όπως προέκυψε τα επόμενα χρόνια από την ανακριτική έρευνα, δεν απείχαν από την πραγματικότητα.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 3.1.1993, Iστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Το χρονικό της ληστείας

Δέκα χρόνια αργότερα, «ΤΑ ΝΕΑ» Σαββατοκύριακου 28-29 Δεκεμβρίου 2002 θα παρουσίαζαν αναλυτικά το χρονικό της ληστείας, βασισμένα στο ανακριτικό υλικό:

«Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, η ληστεία στην Τράπεζα Εργασίας έγινε στο διάστημα 18-20 Δεκεμβρίου. Πρώτος στόχος της σπείρας ήταν η εξουδετέρωση του συναγερμού. Είχε προγραμματισθεί η πρόκληση αδικαιολόγητων κλήσεων του συναγερμού ώστε να εξουδετερωθεί η αξιοπιστία χρήσης του συστήματος προστασίας της τράπεζας. Πραγματικά, τις ημέρες που προηγήθηκαν της ληστείας, όπως προκύπτει από το ανακριτικό υλικό, είχαν σημειωθεί πολλοί αδικαιολόγητοι συναγερμοί και μια σειρά συμπτώσεων που τελικά εξουδετέρωσαν την αξιοπιστία του συναγερμού της τράπεζας.

»Την Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου στις 16.00 άρχισαν να αποχωρούν οι υπάλληλοι της τράπεζας. Τελευταίες, στις 23.00, βγήκαν από το υποκατάστημα οι δύο καθαρίστριες χωρίς να αντιληφθούν κανέναν περίεργο θόρυβο ή άλλη ύποπτη κίνηση. Τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας χτύπησε ο συναγερμός της τράπεζας. Ύστερα από έλεγχο του υποδιευθυντή της κ. Καλαφάτη, επιβεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα. Το Σάββατο 19 Δεκεμβρίου στις 15.15 ο συναγερμός ξαναχτύπησε. Ο κ. Καλαφάτης ξαναπήγε στην τράπεζα, αλλά ύστερα από σχετικό έλεγχο δεν ανακάλυψε κάτι περίεργο. Ακολούθησε τηλεφωνική του επικοινωνία με τους υπεύθυνους για τον συναγερμό και οι τελευταίοι τον διαβεβαίωσαν ότι το πρωί της Δευτέρας τεχνικός της εταιρείας θα πήγαινε στην τράπεζα για την αντιμετώπιση των λανθασμένων συναγερμών.

»Το πρωί της Κυριακής ο κ. Καλαφάτης πέρασε από την τράπεζα μαζί με τη σύζυγό του για να πάρει το μπουφάν του που είχε ξεχάσει εκεί και διαπίστωσε ότι ο συναγερμός δεν βρισκόταν σε λειτουργία. Ενημέρωσε το αστυνομικό τμήμα της περιοχής, το οποίο δήλωσε ότι γνώριζε το πρόβλημα που υπήρχε με τους λανθασμένους συναγερμούς και αποφασίστηκε η αντιμετώπιση του προβλήματος την επόμενη ημέρα.

Το εργοτάξιο

»Το πρωί της Δευτέρας οι υπάλληλοι της Τράπεζας Εργασίας στην οδό Καλλιρρόης 19 ανακάλυψαν τη μεγαλύτερη ληστεία που πραγματοποιήθηκε ποτέ στη χώρα μας. Οι δράστες είχαν στήσει ένα ολόκληρο εργοτάξιο κάτω από τη γη. Είχαν μεταφέρει γεννήτριες, καλώδια, τα απαραίτητα υποστυλώματα, βαγονέτα για να βγάζουν έξω το χώμα. Το τούνελ, μήκους 23,8 μέτρων, ξεκινούσε από φρεάτιο της ΕΥΔΑΠ στον Ιλισό και κατέληγε στο χρηματοκιβώτιο της τράπεζας. Τα μοναδικά ίχνη που άφησαν πίσω τους οι δράστες ήταν μια γεννήτρια και στοιχεία άριστης γνώσης κατασκευής τούνελ, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης και εγκλωβισμού τους.

«ΤΑ ΝΕΑ», 28-29.12.2002, Iστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

»Από την εκτέλεση της επιχείρησης προέκυπτε η άριστη γνώση του χώρου από τους δράστες. Η απόφαση του Εφετείου ανέφερε ότι “ο τρόπος οργανώσεως, καθοδηγήσεως και εκτελέσεως αποδεικνύει ότι οι ‘εγκέφαλοι’ της επιχείρησης αυτής είχαν στα χέρια τους τα σχέδια της τράπεζας, τα οποία ήταν εύκολο να ανευρεθούν από το οικείο γραφείο της Πολεοδομίας, όπου, κατόπιν επιτοπίου εξετάσεως των αρμοδίων υπαλλήλων, διαπιστώθηκε μεγάλη αταξία, σε σημείο που να υπάρχουν έκθετοι οι σχετικοί φάκελοι, ατάκτως τοποθετημένοι, ακόμη και στο δάπεδο, χωρίς κανένα προφυλακτικό μέτρο”».

Σενάρια, καταγγελίες και αδιέξοδα

Το ρεπορτάζ αναφερόταν, επίσης, στις εικασίες για την ταυτότητα των δραστών που πολλαπλάσιάζονταν με τα χρόνια.  Με την πάροδο των χρόνων, η απουσία απαντήσεων γέννησε πλήθος σεναρίων για την ταυτότητα των δραστών, τα οποία καταγράφηκαν εκτενώς στον Τύπο.

Ως σοβαρότερη εκτιμήθηκε, στις αρχές του 1993, η καταγγελία του παλαιστίνιου κρατουμένου Τζουμάχ Χαλίντ, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι γνώριζε τον «εγκέφαλο» της σπείρας και ότι είχε συμμετάσχει στο ριφιφί. Κατονόμασε έναν ελληνοαμερικανό επιχειρηματία και 18 Έλληνες συνεργούς, μεταξύ των οποίων και στελέχη της τράπεζας. Η καταγγελία, ωστόσο, κατέρρευσε, καθώς αποδείχθηκε ότι ο κρατούμενος είχε προσωπικά κίνητρα. Από το 1995, με το βούλευμα του Εφετείου Αθηνών, η υπόθεση παραμένει τυπικά ανοικτή. Στην ίδια απόφαση διατυπωνόταν η εκτίμηση ότι η επιχείρηση θα μπορούσε να έχει σχεδιαστεί από αλλοδαπούς «γνώστες του αντικειμένου», παρατήρηση που τροφοδότησε σενάρια τα οποία έφτασαν από την περουβιανή μαφία έως τη 17 Νοέμβρη.

Κατηγορίες, αθωώσεις και μια υπόθεση που δεν έκλεισε ποτέ

Έξι χρόνια μετά την «ληστεία του αιώνα» ο Β. Γ. Λαμπρόπουλος θα έγραφε στο «ΒΗΜΑ» (17.10.2004) ένα εκτενές ρεπορτάζ με τίτλο «Οι τραπεζίτες που έκλεψαν τράπεζες». Εκεί έγραφε – μεταξύ άλλων υποθέσεων ληστείας τραπεζών – για το «ριφιφί» της Τράπεζας Εργασίας:

«Το 1994 κατηγορήθηκε ως συμμέτοχος σε αυτή την επιδρομή ο υποδιευθυντής της τράπεζας και άλλοι τέσσερις επιχειρηματίες, οι οποίοι στη συνέχεια αθωώθηκαν πανηγυρικά. Η πολύχρονη σεναριολογία γι’ αυτή την υπόθεση έχει κατά καιρούς συνδέσει το ριφιφί με έλληνες κακοποιούς, με ιταλούς αλλά και ρώσους μαφιόζους, ακόμη και με ενέργειες μελών ελληνικής τρομοκρατικής οργάνωσης. Χωρίς όμως μέχρι στιγμής να υπάρχει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο».

Παρά τις πολυετείς έρευνες, τις καταγγελίες, τα σενάρια και τη δημοσιότητα, η υπόθεση της ληστείας της Τράπεζας Εργασίας δεν οδηγήθηκε ποτέ σε οριστική δικαστική απόφαση. Οι κατηγορίες που διατυπώθηκαν κατέρρευσαν, οι βασικοί ύποπτοι αθωώθηκαν και, με το βούλευμα του Εφετείου Αθηνών το 1995, η υπόθεση παρέμεινε τυπικά ανοικτή, χωρίς να αποδοθούν ευθύνες.