Λίγες μόλις ημέρες αφότου ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαρακτήρισε στο Συνέδριο του Βήματος «ώριμες» τις συνθήκες για να διεξαχθεί εντός του πρώτου τριμήνου του 2026 το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας- Τουρκίας, ο υπουργός Εξωτερικών της γείτονος Χακάν Φιντάν φέρνει ξανά στο προσκήνιο τις πάγιες αναθεωρητικές θέσεις της Άγκυρας στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο, το Κυπριακό αλλά και τη μειονότητα της Θράκης.
Σε μια εφ’ όλης της ύλης ομιλία ενώπιον της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης για τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εξωτερικών, ο κ. Φιντάν ουσιαστικά επανέλαβε ότι η Άγκυρα δεν είναι διατεθειμένη να αποστεί από την πλήρη ατζέντα των διεκδικήσεων της στο Αιγαίο, ξεκαθαρίζοντας εμμέσως πλην σαφώς ότι ουδέποτε πρόκειται να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου με αντικείμενο μόνο τη μία διαφορά που αναγνωρίζει η Αθήνα, δηλαδή την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) και υφαλοκρηπίδας.
Η αναθεωρητική λογική της Άγκυρας
Σύμφωνα με την τουρκική θέση, η οποία αναπτύσσεται σταδιακά από το 1973 έως και σήμερα στο Αιγαίο υπάρχει σειρά αλληλένδετων ζητημάτων προς επίλυση, ξεκινώντας από τα χωρικά ύδατα, περνώντας από τον εθνικό εναέριο χώρο, το FIR και τις περιοχές έρευνας και διάσωσης και καταλήγοντας σε θέματα κυριαρχίας, η οποία εδώ και λίγα χρόνια συνδέεται με την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών.
Βάση για τη συζήτηση, σύμφωνα με την αναθεωρητική λογική της Άγκυρας, είναι ότι τα νησιά δεν διαθέτουν κυριαρχικά δικαιώματα παρά μόνο χωρικά ύδατα στα 6 ναυτικά μίλια και πως η τουρκική υφαλοκρηπίδα υπολογίζεται από τις ηπειρωτικές ακτές των δύο χωρών, τέμνοντας το Αιγαίο στη μέση.
Η Αθήνα προφανώς απορρίπτει τις τουρκικές θέσεις, αναγνωρίζοντας τη μία και μόνο διαφορά οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών με διπλωματικές πηγές αναφέρονται χθες σε «αναθεωρητικές θέσεις και προτάσεις», οι οποίες είναι καθολικά απορριπτέες.
Διάθεση για συνέχιση του διαλόγου
Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι τόσο ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, όσο και οι διπλωματικές πηγές από την Αθήνα επαναλαμβάνουν τη διάθεσή τους για τη συνέχιση του διαλόγου, στη βάση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου, με τις δύο πλευρές πάντως να θυμίζουν περισσότερο ότι επιδίδονται σε παράλληλους μονόλογους παρά ότι υπάρχει έστω το παραμικρό περιθώριο συγκλίσεων στα μείζονα διπλωματικά- νομικά ζητήματα.
Άλλωστε εδώ και μήνες (τουλάχιστον από τον Νοέμβριο του 2024) οι πολιτικές διαβουλεύσεις παραμένουν εν υπνώσει, μετά και τη δημόσια παραδοχή των κ. Γεραπετρίτη και Φιντάν ότι δεν υπάρχει το απαραίτητο κοινό πλαίσιο κατανόησης, ενώ ακόμα και αν οι δύο πλευρές καταλήξουν στην ημερομηνία διεξαγωγής του επόμενου γύρου, ενδεχομένως εντός των πρώτων εβδομάδων του Ιανουαρίου, η συζήτηση θα περιοριστεί σε θέματα όπως η συνεργασία στο μεταναστευτικό και την πολιτική προστασία. Εντός αυτού του πλαισίου, η Αθήνα διευκρινίζει- το έπραξε και ο κ. Μητσοτάκη στο διάλογο με τον Γιάννη Πρετεντέρη– ότι μπορεί οι διαφορές να είναι σχεδόν αδύνατο να γεφυρωθούν, οι δίαυλοι όμως επικοινωνίας πρέπει να μένουν ανοικτοί, κυρίως για να αποφεύγεται κλιμάκωση επιμέρους κρίσεων.
Ο κ. Φιντάν, πάντως, δεν παρέλειψε να αναδείξει στην ομιλία του την Κύπρο ως αναπόσπαστο μέρος της τουρκικής στρατηγικής στην Ανατολική Μεσόγειο. Η εν λόγω αναφορά πραγματοποιείται εν μέσω των επαφών που πραγματοποιεί η προσωπική απεσταλμένη του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στο νησί εν πρώτοις με τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Χριστοδουλίδη, στη συνέχεια με τον νεοεκλεγμένο Τουρκοκύπριο ηγέτη Τουφάν Ερχιουμάν, με κατάληξη την Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου μιας τριμερούς συνάντησης στο τέλος της οποίας ενδεχομένως να ανακοινωθεί το χρονοδιάγραμμα έως την επόμενη άτυπη πενταμερή, με τη συμμετοχή Ελλάδας- Τουρκίας- Βρετανίας, ενδεχομένως εντός του ερχόμενου Ιανουαρίου.
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών δεν αναφέρθηκε ρητά σε δύο κράτη, αλλά στην ανάγκη «να λάβει η “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου” τη θέση που της αξίζει στη διεθνή κοινότητα και να αρθεί το απάνθρωπο εμπάργκο κατά των Τουρκοκυπρίων».
Η επιθετική ρητορική
Όπως παρατηρείται τις εβδομάδες μετά την εκλογή Ερχιουμάν η Άγκυρα έχει κατεβάσει, έστω κατ’ ελάχιστα τη ρητορική της περί διχοτόμησης, αναφερόμενη σε αναγνώριση των «πραγματικοτήτων που επικρατούν στο νησί» ή των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» των Τουρκοκυπρίων σε όλο το έδαφος και τις ΑΟΖ της Κύπρου. Τα τουρκικά ΜΜΕ, αντιθέτως, ακολουθούν τη σκληρή γραμμή, κατηγορώντας ευθέως Λευκωσία- Τελ Αβίβ και Αθήνα για προσπάθεια εξοπλισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας με απώτερο στόχο την περικύκλωση των τουρκικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η επιθετική ρητορική, μάλιστα, κλιμακώθηκε εντόνως μετά την υπογραφή της ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου και Λιβάνου, με τον εκπρόσωπο του ΑΚΡ Ομέρ Τσελίκ να δηλώνει χθες, ερχόμενος σε πλήρη ευθυγράμμιση με τον Ταγίπ Ερντογάν, ότι «οποιαδήποτε προσέγγιση που προσπαθεί να αγνοήσει τα δικαιώματα της “Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου” δεν θα έχει μέλλον εδώ. Ας το καταστήσουμε σαφές».
«Βήματα αμοιβαιότητας»
Ο Χακάν Φιντάν έθεσε και ζήτημα «τουρκικής» μειονότητας στη Θράκη, με την Άγκυρα να εμφανίζεται παγίως ως εγγυήτρια των εν λόγω πληθυσμών στην περιοχή, μιλώντας μάλιστα υποκριτικά για «βήματα αμοιβαιότητας» έναντι της όλο και συρρικνούμενης ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη. Η Αθήνα επαναλαμβάνει ότι όπως ορίζεται στη Συνθήκη της Λωζάννης ο χαρακτήρας της μειονότητας είναι αμιγώς θρησκευτικός.
Όπως πάντως έχει συμβεί και στο πρόσφατο παρελθόν, η νέα ελληνοτουρκική ρητορική αντιπαράθεση δεν αναμένεται να λάβει διαστάσεις, ειδικά καθώς εκκρεμούν μια σειρά από ζητήματα (Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, πενταμερής για το Κυπριακό, συμμετοχή Τουρκίας στο εγχείρημα ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας) αλλά και διότι η τάση από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτείων υποδεικνύει καταλλαγή και σε κάθε περίπτωση αποφυγή δημιουργίας νέων εστιών έντασης.





