«Ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών των ανθρώπων δεν ήτανε τόσο κοντά η μία στην άλλη, όσο είναι σήμερα, κι όμως ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά η μία από την άλλη, όσο είναι σήμερα»… Οι παλιές καραβάνες θα θυμάστε αυτό το κλασικό πια θέμα Έκθεσης που είχε «πέσει» στις Πανελλαδικές (ή Πανελλήνιες, ανάλογα με το ποιος/α υπουργός άλλαζε το σύστημα) το μακρινό 1984, τότε που η Έκθεση ήταν ένας αυτοσχεδιασμός πάνω σε μια σύντομη κυρίως εκφώνηση. Πολλοί και πολλές φαντάζομαι ότι ακόμα βλέπουν εφιάλτες, προσπαθώντας να υποθέσουν τη βούληση του βαθμολογητή.
Παρόλο όμως το τραύμα, σκέφτομαι συχνά το συγκεκριμένο θέμα εξετάσεων, ειδικά όταν η πραγματικότητα υπενθυμίζει εκ νέου κάποια παρόμοια βασική αντίφαση ανάμεσα σε μια εξέλιξη του τεχνικού πολιτισμού και το υστέρημα που την συνοδεύει σε σχέση με τη βιωμένη πραγματικότητα των ανθρώπων. Όσο κοινότοπο και αν ακούγεται, ή μάλλον ακριβώς λόγω της κοινοτοπίας του, αυτό το μοτίβο πρέπει να είναι γνώριμο σε αρκετούς και αρκετές.
Τις μέρες που διανύουμε κορυφώνεται ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά γεγονότα της χρονιάς: η περιβόητη Black Friday. Συνδεδεμένη με τη Μέκκα του καπιταλισμού και του καταναλωτισμού, τις ΗΠΑ, η Μαύρη Παρασκευή διαφημίζεται ως η απόλυτη ευκαιρία προσφορών και εκπτώσεων. Από ηλεκτρικές συσκευές, οικοσκευές και άλλα χρειώδη σπιτιού και αυτοκινήτου, έως βιβλία, δίσκους, καλλυντικά και εσώρουχα, δεν υπάρχει προϊόν που να μη διεκδικεί με κάποια βαρύγδουπη διαφήμιση την προσοχή του καταναλωτή.
Και οκ, αυτή είναι η «στέγη», που με το -40%, -50% ή και -60% μοιάζει να έρχεται να αγγίξει τα ακροδάχτυλα του αγοραστή και της αγοράστριας. Τι γίνεται όμως με εκείνες τις «καρδιές» που εξακολουθούν να μένουν σε απόσταση;
Και όπου «καρδιές» μπορεί να βάλει κανείς τη λέξη «τσέπη» ή πιο κομψά «αγοραστική ικανότητα». Αν συλλογιστεί κανείς την καθημερινή πίεση ενός νοικοκυριού, η «Μαύρη Παρασκευή» καθίσταται όντως μαύρη, αλλά με την κλασική, λυπητερή έννοιά της. Από το ενοίκιο που έχει φτάσει να τιμάται στο ήμισυ ενός μισθού, μέχρι το σουπερμάρκετ με τις καθημερινές ανατιμήσεις ακόμα και σε βασικά είδη, ποτέ άλλοτε το θάμβος των διαφημίσεων δεν φαινόταν πιο μακριά από τη δυσοίωνη καθημερινότητα.
Πολύ φοβάμαι δε πως η απόσταση ανάμεσα στις υποσχέσεις των διαφημίσεων της Black Friday και στη θλίψη μετά τα ψώνια της εβδομάδας δεν είναι απλώς μια παραλλαγή της γνωστής φράσης (μαριαντουανετικής ή μη) «Ας φάνε παντεσπάνι». Θα ήταν εύκολο να κατηγορήσει κανείς τις ημέρες για ιδεολογική ηγεμονία του εμπορεύματος που κάνει τους ανθρώπους να ξεχνάνε την κατάστασή τους και να ονειρεύονται 70άρα πλάσμα τηλεόραση.
Αλλά νομίζω πως βρισκόμαστε ακόμα ένα βήμα παραπέρα. Αν στον παλιό, κλασικό καταναλωτισμό η αγορά ήταν το υποκατάστατο της ζωής, σήμερα, όπου η τεχνολογία έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας με απόλυτα υβριδικό τρόπο, ο καταναλωτισμός είναι ένας δείκτης διάκρισης. Η πρόσβαση στο προϊόν τελευταίας τεχνολογίας που υπόσχεται η διαφήμιση μοιάζει να «ξεκλειδώνει» μια πιο πραγματική πραγματικότητα.
Ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα: αν κάποιος σήμερα δεν διαθέτει «έξυπνο» κινητό, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει μια σειρά εφαρμογών, όπως την IRIS. Κι αν η χρήση ενός παλιού τύπου κινητού φαίνεται εξωπραγματική, όσο η τεχνολογία διεισδύει στην καθημερινότητα θα καθίσταται όλο και περισσότερο δυσχερής η διάκριση μεταξύ ανάγκης και πολυτέλειας.
Είναι λες και στο πέρασμα των χρόνων, αντί να ζούμε μια φουτουριστική ουτοπία, να επιστρέφουμε στο «κοριτσάκι με τα σπίρτα» για μία ακόμη επανάληψη.



