Η επιστήμη δεν απειλείται μόνο από τους αρνητές της. Την υπονομεύουν εξίσου, όσοι σπεύδουν να τη «σώσουν». Στην εποχή της ρευστότητας που διανύουμε, όλοι επικαλούνται την επιστήμη: κυβερνήσεις, επιχειρήσεις, μέσα ενημέρωσης, ακόμη και ακτιβιστές της ορθής ενημέρωσης. Κάθε κρίση (πανδημία, κλιματική αλλαγή, τεχνολογική επανάσταση) συνοδεύεται από το σύνθημα «ας ακούσουμε την επιστήμη». Κι όμως, η εμπιστοσύνη σε αυτή παραμένει ιδιαίτερα εύθραυστη.

Η εξήγηση ίσως βρίσκεται ακριβώς σε αυτήν την υπερβολική επίκληση. Η επιστήμη, όταν χρησιμοποιείται ως ρητορικό εργαλείο, παύει να είναι γνώση και μετατρέπεται σε μήνυμα με χαμηλή αξιοπιστία.

Η πολιτική μάσκα της επιστήμης

Οι κυβερνήσεις, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, ψάχνουν στη «φωνή των ειδικών» έναν βολικό μηχανισμό νομιμοποίησης. Κατά την πανδημία, η φράση «ακολουθούμε την επιστήμη» απέκτησε σχεδόν θεσφατική βαρύτητα. Όταν όμως οι οδηγίες άλλαζαν από μήνα σε μήνα, η κοινή γνώμη δεν έβλεπε μια τεκμηριωμένη διαδικασία βελτίωσης, αλλά μια αντιφατική εξουσία που δεν ομολογεί τα όριά της. Έτσι, η ίδια η επιστήμη (που θεμελιώνεται στην αμφιβολία) παρουσιάστηκε σαν απόλυτη αυθεντία. Όταν η πολιτική ντύνεται με τον λευκό μανδύα του εργαστηρίου, δεν ενισχύει την επιστήμη· την απονευρώνει. Έρευνα του έργου PERITIA σε έξι χώρες έδειξε ότι το 70% των πολιτών θεωρεί πως οι κυβερνήσεις τους επιδίωξαν κυρίως να προστατεύσουν τη φήμη τους κατά την πανδημία COVID-19, ενώ το 59% δήλωσε εμπιστοσύνη στους επιστήμονες για την ακρίβεια των πληροφοριών που παρείχαν.

Η αυταπάτη της αυθεντίας

Η ίδια η επιστημονική κοινότητα δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι επιστήμονες συχνά πιέζονται να λειτουργήσουν ως δημόσιες φιγούρες. Η επιθυμία για επιρροή, για «ορατότητα», οδηγεί ορισμένους να εκφέρουν άποψη για θέματα έξω από το πεδίο τους. Ο δημόσιος λόγος τους αποκτά ηθικό βάρος, αλλά χάνει επιστημονική ακρίβεια. Αγαπημένο (άσχετο) θέμα επιστημόνων των τεχνικών κλάδων: η υπεροχή της Ελληνικής έναντι άλλων γλωσσών.

Η κοινωνία βλέπει έτσι μια νέα τάξη «επιστημονικών διασημοτήτων» που μιλούν με βεβαιότητα για τα πάντα. Κι όταν αποδεικνύεται ότι σφάλλουν, η απογοήτευση δεν αφορά μόνο το πρόσωπο, αλλά και το ίδιο το κύρος της επιστήμης.

Η καλή πρόθεση του debunking

Την ίδια στιγμή, αναδύεται ένας νέος στρατός υπερασπιστών: οι ομάδες «debunking» και οι ελεγκτές γεγονότων. Στόχος τους, να προστατεύσουν το κοινό από την ψευδή πληροφορία. Αλλά και εδώ ελλοχεύει μια παρεξήγηση. Η επιστήμη δεν είναι μια λίστα σωστών απαντήσεων, αλλά μια διαδικασία συνεχούς διόρθωσης. Όταν οι fact-checkers παρουσιάζουν την επιστήμη ως κλειστό σώμα διατυπώσεων, την αφοπλίζουν από το ίδιο της το πνεύμα. Σε μια υπόθεση όπως αυτή των Τεμπών, με συνεχείς ανατροπές, θεσμικές παλινωδίες, εξαφάνιση τεκμηρίων και σοβαρές ενδείξεις συγκάλυψης, η επιλεκτική παρέμβαση των ελεγκτών γεγονότων σε μία μόνο πτυχή της υπόθεσης (και μάλιστα σε ζήτημα που απαιτεί επιστημονική εξειδίκευση) είναι υπονομευτική για τον ίδιο τον ιδιαίτερα σημαντικό θεσμικό τους ρόλο.

Η αλήθεια στην επιστήμη δεν κατοικεί σε μια σκληρή ανακοίνωση διάψευσης και επίπληξης κάποιων «αφελών». Χτίζεται βήμα-βήμα, μέσα από λάθη, αναθεωρήσεις και επανεξετάσεις. Το debunking που δεν αναγνωρίζει αυτόν τον ρυθμό καταλήγει να παράγει το αντίθετο αποτέλεσμα: αντί να εκπαιδεύει στην επιστημονική σκέψη, παράγει ένα νέο είδος δογματισμού και περισσότερους αρνητές.

Η αγορά της γνώσης

Η τέταρτη κατηγορία «συμμάχων» είναι και η πιο επιδραστική: οι μεγάλες εταιρείες που χρηματοδοτούν έρευνα και ταυτόχρονα διαμορφώνουν τους όρους της. Στον φαρμακευτικό τομέα, η πρακτική της χειραγώγησης πατεντών (patent manipulation), η μικρή αλλαγή σε μια σύνθεση για την παράταση αποκλειστικών αδειών, ή η καθυστέρηση κυκλοφορίας γενοσήμων, ή οι αστήρικτες συνταγές μακροζωίας δεν είναι θεωρητικά ζητήματα, αλλά μορφές ιδιωτικοποίησης της γνώσης.

Η έρευνα χρειάζεται χρηματοδότηση, αλλά όταν η γνώση γίνεται εμπορικό προνόμιο, η επιστήμη μετατρέπεται σε μηχανισμό ισχύος. Και ο πολίτης, βλέποντας την εξάρτηση της έρευνας από τα εταιρικά συμφέροντα, δυσκολεύεται να πιστέψει ότι η «επιστημονική αλήθεια» δεν είναι προϊόν διαπραγμάτευσης.

Η επιστήμη ως κοινό αγαθό

Η επιστήμη δεν είναι ούτε θεσμός εξουσίας ούτε εργαλείο επικοινωνίας. Είναι μια συλλογική, διαφανής διαδικασία αναζήτησης. Δεν χρειάζεται «υπερασπιστές» αλλά συμμετέχοντες — πολίτες που κατανοούν πώς παράγεται η γνώση, που μπορούν να δεχθούν την αβεβαιότητά της χωρίς να τρομάζουν.

Αν θέλουμε να την προστατεύσουμε, πρέπει να τη σώσουμε από τους ίδιους τους συμμάχους της: από την πολιτική που τη χρησιμοποιεί, από τους επιστήμονες που τη μιλούν σαν να την κατέχουν στην ολότητα της, από τους ελεγκτές που τη μετατρέπουν σε δόγμα, και από τις εταιρείες που την περιορίζουν στα όρια μιας πατέντας.

Η επιστήμη, για να είναι ζωντανή, πρέπει να παραμένει ανοιχτή. Η δύναμή της δεν βρίσκεται στην αυθεντία της, αλλά στη διαρκή δυνατότητα να αμφιβάλλει. Το αντίθετο της επιστήμης δεν είναι η αμφισβήτηση· είναι η βεβαιότητα. Και σήμερα, ο κίνδυνος για την επιστήμη είναι ακριβώς η βεβαιότητα εκείνων που πιστεύουν πως την υπερασπίζονται.

*Ο Στέφανος Χερουβής είναι διδάκτορας Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Εθνικού Πανεπιστημίου Ιρλανδίας και διευθυντής έρευνας στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Μουσείων και Κέντρων Επιστήμης (Ecsite). Οι απόψεις του είναι προσωπικές και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα το Ecsite ή τα ερευνητικά έργα στα οποία συμμετέχει.