Από τη μια πλευρά η εμφατική νίκη του Ζοχράν Μαμντάνι στις δημοτικές εκλογές της Νέας Υόρκης, με τον νέο αστέρα της αμερικανικής πολιτικής σκηνής να υπερηφανεύεται ότι θα σε λίγους μήνες θα είναι ο πρώτος σοσιαλιστής και μουσουλμάνος δήμαρχος στην ιστορία της Μέκκας του παγκόσμιου καπιταλισμού. Από την άλλη πλευρά, η κατίσχυση των Αμπιγκέιλ Σπάνμπεργκερ και Μάικι Σέριλ δύο μετριοπαθών, κεντρώων γυναικών στις πολιτειακές εκλογές της Βιρτζίνια και του Νιού Τζέρσει αντίστοιχα.

Και στη μέση, σε ίση μάλιστα χρονική απόσταση από τις προηγούμενες προεδρικές εκλογές και τις ενδιάμεσες κάλπες του 2026, το ερώτημα που βασανίζει το Δημοκρατικό Κόμμα: Με τι πρόσωπα και με ποια πολιτικά μέθοδο μπορεί να νικηθεί ο Ντόναλντ Τραμπ;

Διαφορές και ομοιότητες

Η περίπτωση Μαμντάνι είναι ασφαλώς η πιο προβεβλημένη όλων, αφού ο 34χρονος, που δηλώνει οπαδός του δημοκρατικού σοσιαλισμού, κατάγεται από την Ινδία και μεγάλωσε στην Ουγκάντα, έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον, με πολλούς να προσπαθούν να εξηγήσουν το «γιατί» στην επικράτησή του. Αυτή έγκειται στον συνδυασμό της ηθικής κατάρρευσης του κομματικού κατεστημένου– οι μέχρι πρότινος βασικοί του αντίπαλοι κατηγορούνται για διαφθορά και σεξουαλική παρενόχληση- με την εμμονή του ίδιου να επιμείνει στο κύριο πρόβλημα της πόλης: το υψηλό κόστος διαβίωσης. Οι προτάσεις του για πάγωμα ενοικίων για δύο εκατομμύρια δικαιούχους, δωρεάν λεωφορεία και πυκνό δίκτυο παιδικών σταθμών, με χρηματοδότηση από αύξηση του φόρου περιουσίας, πέρα από τις προσδοκίες που δημιουργούν τον κατατάσσουν στην ιερή τριπλέτα της προοδευτικής πτέρυγας των Δημοκρατικών, μαζί με τους Αλεσάντρα Οράσιο Κορτέζ και Μπέρνι Σάντερς.

– Γιατί ο Μαμντάνι είναι ο δήμαρχός μου

Στον αντίποδα, οι περιπτώσεις των Σέριλ και Σπάνμπεργκερ, ανταποκρίνονται σε μια πιο παραδοσιακή εικόνα της αμερικανικής πολιτικής. Διαθέτουν και οι δύο υπόβαθρο σχετικό με τη δημόσια ασφάλεια –η Σέριλ υπήρξε πιλότος μαχητικού αεροσκάφους και η Σπάνμπεργκερ υπηρέτησε στη CIA- ενώ η μέχρι τώρα συναινετική κοινοβουλευτική τους πορεία της κατέτασσε στο λεγόμενο «mod squad», το αντίπαλο δέος της ενδοκομματικής ομάδας του squad, που αποτελεί την πιο εχθρική στους Ρεπουμπλικάνους ριζοσπαστική μερίδα των Δημοκρατικών της Βουλής. Είναι μάλιστα ενδεικτικό πως το 2020 η Σπάνμπεργκερ δήλωνε ότι δεν πρέπει να γίνει ξανά χρήση της λέξης «σοσιαλισμός» από τους Δημοκρατικούς. «Μην υπόσχεσαι πράγματα που ξέρεις ότι δεν μπορείς να κάνεις» δήλωνε η ίδια προεκλογικά, σε ένα έμμεσο αλλά σαφές μήνυμα προς τους αριστερόστροφους υποψήφιους της παράταξής της.

Πέρα από τις διαφορές, υπάρχει ασφαλώς κοινό ερμηνευτικό «κλειδί» στην επιτυχία των Δημοκρατικών. Κι αυτό αφορά την ατζέντα γύρω από την οποία περιστράφηκαν οι εκλογές, με όλους τους νικητές να θέτουν στο στόχαστρό τους τον αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ. Ο Μαμντάνι επανέλαβε πολλάκις ότι θα εμποδίσει την εφαρμογή της σκληρής μεταναστευτικής πολιτικής του Τραμπ στη Νέα Υόρκη, ενώ δεν δίστασε να «σηκώσει το γάντι» σε κάθε λεκτική επίθεση του αμερικανού προέδρου. Σέριλ και Σπάνμπεργκερ μετέτρεψαν την προεκλογική τους εκστρατεία σε σχεδόν μονοθεματική αντιπαράθεση με τον Λευκό Οίκο, δίνοντας έμφαση στην οικονομία και τις περιπλοκές που δημιούργησαν οι εμπορικές κυρώσεις στην πλειοψηφία των πολιτών, ταυτίζοντας παράλληλα τους αντιπάλους τους με τον προεδρικό περιβάλλον.

Σε κάθε περίπτωση η ικανότητα του Τραμπ να δημιουργεί αντισυσπειρώσεις αποδεικνύεται πολύτιμη για τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τη χαμηλή δημοφιλία του, σε ένα έδαφος πρόσφορο σε συγκρούσεις. Με λίγα λόγια ο ισχυρισμός του αμερικανού προέδρου ότι οι Ρεπουμπλικάνοι έχασαν τις εκλογές «επειδή δεν ήταν ο ίδιος στο ψηφοδέλτιο», μοιάζει να ισχύει με αντίστροφο τρόπο, αφού η υπερεκθεσή του δρομολογεί ισχυρές αποσυσπειρώσεις.

Αυτή η επιθετική προς τον Τραμπ λογική ήταν εξάλλου εκείνη που εξασφάλισε μια επιπλέον νίκη για τους Δημοκρατικούς, στην Καλιφόρνια. Εκεί, υπερψηφίστηκε η νομοθετική πρωτοβουλία του κυβερνήτη Γκάβιν Νιούσομ για επανασχεδιασμό των εκλογικών περιφερειών – κίνηση που προέκυψε ως απάντηση σε αντίστοιχη πρωτοβουλία των Ρεπουμπλικανών στο Τέξας και ολοκλήρωσε τον κύκλο των απογοητεύσεων για τους τελευταίους.

Στρατηγικές

Δεν θα πρέπει ασφαλώς να θεωρείται γραμμική εξέλιξη μια αναπαραγωγή του πολιτικού σκηνικού της Νέας Υόρκης, της Καλιφόρνια ή της Βιρτζίνια σε εθνικό επίπεδο, ιδίως αν ληφθούν υπόψη οι ισχυρές επιμέρους διαφορές και τα απότοκά τους. Ενδεικτικά, η ανθρωπογεωγραφία των μεγάλων αστικών κέντρων, όπου αφενός η φυλετική και καταγωγική ποικιλομορφία κι αφετέρου η έντονη πολιτισμική αλληλεπίδραση δίνουν τον τόνο, δεν συνάδει με τον κόσμο των προαστίων, όπου η συνύπαρξη πληθυσμών με διαφορετικό εθνοτικό προφίλ συνοδεύεται από οξύτατες ανισότητες σε επίπεδο ευκαιριών και εισοδημάτων.

Είναι αυτές οι ιδιαιτερότητες που απαιτούν μια μάλλον πιο σύνθετη προσέγγιση στις ερχόμενες αναμετρήσεις, με αποκορύφωμα την εκλογή προέδρου το 2028. Δεδομένης μάλιστα της ιδιομορφίας του ρεπουμπλικανικού συστήματος των ΗΠΑ, το δίλημμα που μπαίνει για τους Δημοκρατικούς είναι όχι αν θα απευθυνθούν στο μεσαίο χώρο των ανεξάρτητων μετακινούμενων ψηφοφόρων, που προκρίνουν τη σταθερότητα, ή θα κατευθυνθούν προς τους νεότερους, ριζοσπαστικοποιημένους εκλογείς, αλλά πως θα συνδυάσουν τις δύο τάσεις με τον πιο γόνιμο τρόπο. Και μάλιστα με τρόπο που να μην αποθαρρύνει ούτε τους οικονομικά ισχυρούς παράγοντες του κόμματος ούτε τους δυναμικούς ακτιβιστές που έχουν εισρεύσει στις τάξεις του, προσδίδοντας μια τόσο απαραίτητη ζωντάνια.

Για τους Ρεπουμπλικανούς τα πράγματα δείχνουν πιο απλά, αφού ο Τραμπ έχει κατορθώσει να αποδυναμώσει καίρια τις εσωκομματικές αντιστάσεις, ενώ οι ενδιάμεσες εκλογές περιλαμβάνουν τις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ και το Τέξας, όπου οι ίδιοι κυριαρχούν. Όμως η ήττα όσων υποψηφίων ταυτίστηκαν με τον ίδιο, μαρτυρά το πρόβλημα της επόμενης μέρας για το συντηρητικό κόμμα. Χωρίς τον ίδιο πρωταγωνιστή και την οικονομία πραγματικό «άγνωστο Χ» είναι αμφίβολο τι μέλλον θα έχει ένας τραμπισμός δίχως τον φυσικό του εκπρόσωπο.