Δεν υπάρχει άνθρωπος που γνωρίζει καλύτερα κάθε – κατά κυριολεξία- σπιθαμή του Ηρωδείου από την Καίτη Βαβαλέα. Και δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει παρακολουθήσει έστω και μια παράσταση στο ρωμαϊκό ωδείο και δεν έχει πιάσει με την άκρη του ματιού του, έστω φευγαλέα την δωρική μορφή της Βαβαλέα να κινείται κάπου στο χώρο.
Της γυναίκας δηλαδή που από το 1999, όταν ανέλαβε τη θέση της venue manager, συνέδεσε την καριέρα αλλά και την ζωή της με το μνημείο. Και μάλιστα όχι με την αποστειρωμένη προσέγγιση ενός μάνατζερ που μοιράζει φιρμάνια και εντολές, αλλά με την ορμή και τη δύναμη, το πείσμα και τη θέληση ενός εργάτη. Δουλεύοντας ακόμα και χειρωνακτικά, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, βάζοντας ψυχή και τελικά δίνοντας ζωή στο εμβληματικό τοπόσημο των Αθηνών.

Το Ηρώδειο είναι δύο κόσμοι. Αυτός που βλέπουμε οι θεατές και ο αθέατος, εκείνος που εκτυλίσσεται στα παρασκήνια. Η Καίτη Βαβαλέα είναι εδώ και 26 χρόνια η σκηνοθέτης και μαέστρος του δεύτερου.
Πειραιώτισσα με καταγωγή από τη Μάνη, η Βαβαλέα λέει πως έχει ζήσει πολλές ζωές. Για μια πυκνή σε γεγονότα και εμπειρίες εικοσαετία για παράδειγμα πολιτογραφήθηκε μόνιμη κάτοικος Παρισιού, αποφοίτησε από την Ecole Boulle και ασχολήθηκε με το σχεδιασμό κοσμημάτων και τη χαρακτική. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα, χωρίς να γνωρίζει ακριβώς ούτε το πώς, ούτε το γιατί. Η νοσταλγία ήταν, λέει, τότε η κινητήριος δύναμη για έναν επαναπατρισμό που δεν μπορούσε να ξέρει ή να υπολογίζει πού θα την οδηγούσε.
«Με είχε πιάσει μια νοσταλγία στο Παρίσι. Για τη χώρα μου, για τη γλώσσα μου, τον Πειραιά, το λιμάνι. Έλεγα “εδώ θα γεράσω; Πρέπει να φύγω όσο αντέχω”. Και άλλα τέτοια. Κι έτσι γύρισα στην Ελλάδα με σκοπό να κάνω κόσμημα. Αλλά δεν έκανα. Ήταν μια χαοτική φάση. Ακριβώς σε εκείνη τη στιγμή μου πρότειναν να στήσω τον πρώτο βιομηχανικό χώρο του Φεστιβάλ Αθηνών, πίσω από το Σχολείον της Ειρήνης Παππά. Όταν τελείωσε το στήσιμο, ο τότε διευθυντής του Φεστιβάλ Γιώργος Κουρουπός μου ζήτησε να μείνω την περίοδο λειτουργίας του και να το διευθύνω». Ήταν η αρχή που στην περίπτωση της Βαβαλέα αποδείχτηκε τωόντι το ήμισυ του παντός.

Με την Σιλβί Γκιλέμ το 2015 στην αποχαιρετιστήρια παράστασή της. Αρχείο Καίτης Βαβαλέα
Νέα γυναίκα, μόνη στο Ηρώδειο
«Στο Ηρώδειο ήρθα τον Οκτώβριο του 1999.Τι έκανα; Άρχισα να το ξηλώνω, να το μαζεύω, να το καθαρίζω και να το απογράφω. Έπρεπε να δούμε τι είχαμε και τι δεν είχαμε», αφηγείται για την πρώτη ή τέλος πάντων για εκείνες τις πρώτες της ημέρες στη «δουλειά». «Συγχρόνως φωτογράφιζα, σημείωνα τι έβρισκα μπροστά μου, τι θα κρατούσαμε και τι θα πετούσαμε. Στο γραφείο που είμαστε τώρα υπήρχαν μόνο στίβες από διάφορα άχρηστα πράγματα. Κάναμε κανονικό νοικοκυριό».
Αλήθεια, όμως, το μέγεθος – κυριολεκτικό και μεταφορικό- του Ηρωδείου δεν την αποθάρρυνε; Δεν την μπέρδεψε; Δεν τη φόβισε; «Αν παθαίνεις σοκ από το μέγεθος, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Παγώνεις. Το πηγαίνεις κομμάτι κομμάτι. Μην ξεχνάς ότι είμαι ένας άνθρωπος που προέρχεται από το κόσμημα και τη χαρακτική. Για μένα το ένα δέκατο είναι ένα δέκατο και όταν κάτι είναι λίγο στραβό, είναι λίγο στραβό.
Έχω μάτι στη λεπτομέρεια και κάθε λεπτομέρεια είναι πολύ σημαντική. Προφανώς και υπήρχαν πράγματα που δεν ήξερα και τα ανακάλυπτα εδώ. Και βέβαια άκουσα πολύ προσεκτικά τους ανθρώπους που είχαν δουλέψει χρόνια εδώ».

Η Καίτη Βαβαλέα στο χώρο που υπηρετεί αδιάκοπα και ακαταπόνητα από το 1999. Αρχείο Καίτης Βαβαλέα
Φανταστείτε το. Είναι 1999. Έννοιες όπως η συμπερίληψη ή οι ίσες ευκαιρίες μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία δεν υπάρχουν ούτε ως ευφημισμοί. Το στερεότυπο που θέλει τους άνδρες να έχουν το πρόκριμα σε θέσεις ευθύνης και εξουσίας βρίσκεται στα ντουζένια του.
Εκείνην ακριβώς τη στιγμή μια νέα γυναίκα αναλαμβάνει σχεδόν από το πουθενά να κουμαντάρει έναν από τους ιστορικότερους πολιτιστικούς χώρους της χώρας. Δεν την αμφισβήτησαν; Δε χρειάστηκε να έρθει σε ρήξεις ή να κάνει συγκρούσεις με το έως τότε κατεστημένο; «Φυσικά και έβλεπαν μια νέα γυναίκα να αναλαμβάνει το Ηρώδειο. Αλλά έβλεπαν μια νέα γυναίκα που ερχόταν στη δουλειά στις 12 το μεσημέρι και έφευγε στις 6 το πρωί. Οπότε δεν αναρωτιόνταν “ποια είναι αυτή;” αλλά “ποια είναι αυτή που δουλεύει τόσο;”.

Με τον Μίκη Θεοδωράκη στα καμαρίνια του Ηρωδείου. © Σωτήρης Κυπραίος
Ακόμα και σήμερα έτσι συνεχίζω να δουλεύω. Μπορεί να μην έρχομαι στο Ηρώδειο πρωί πρωί, αλλά ξυπνάω, βάζω τον καφέ μου και επικοινωνώ κατευθείαν με το θέατρο».
Το μεγάλο νοικοκύρεμα
Από τότε η Βαβαλέα και η μικρή ομάδα της – το πνεύμα ομαδικότητας και συνεργασίας είναι κάτι που και πιστεύει και προτάσσει- αφιερώθηκε στο να βάλει μια τάξη και να ορίσει ένα νέο, συστηματοποιημένο τρόπο λειτουργίας για το Ηρώδειο. Πράγμα που ακούγεται σχεδόν ανήκουστο για έναν οργανισμό που λειτουργούσε με όρους και συνθήκες βαθέως δημοσίου. Με δουλειά, καταγραφή και μπόλικο ξεκαθάρισμα φτάνουμε στο καλοκαίρι του 2000. Το πρώτο καλοκαίρι της Βαβαλέα με το ρωμαϊκό ωδείο σε πλήρη λειτουργία.

Η venue manager του Ηρωδείου έχει δει ακόμα και τους πιο σπουδαίους καλλιτέχνες να καταβάλλονται από δέος και αγωνία στην ιδέα ότι θα εμφανιστούν στη σκιά του Παρθενώνα
Ποια εικόνα κρατάει από την πρώτη παράσταση που είδε όχι πια με τα μάτια του θεατή αλλά με τα εκείνα της venue manager, ενός ρόλου δηλαδή που προϋπέθετε να είναι πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα. «Τότε η σεζόν ξεκινούσε το Μάιο με μια παιδική παράσταση του Εθνικού Θεάτρου και μια παιδική όπερα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ήταν μαγική η πρώτη επαφή. Θυμάμαι ήρθαν στις 6 το πρωί τα φορτηγά με τα σκηνικά. Τους περίμενα. Άρχισαν να ξεφορτώνουν καλαθάκια, κουκλάκια, όλα τα αξεσουάρ και τα props. Η παράσταση ήταν κι αυτή μαγική. Πέντε χιλιάδες παιδιά μέσα στο Ηρώδειο».
«Ήθελα οι καλλιτέχνες να νιώθουν σαν στο σπίτι τους»
Η Βαβαλέα είναι αναντίρρητα τυχερή. Και μόνο για το γεγονός ότι έχει παρακολουθήσει όλες τις παραστάσεις που έχουν ανέβει στο Ηρώδειο από το 2000 μέχρι σήμερα. Άλλες τις είδε από το σκαλάκι της, στο πλάι της σκηνής, άλλες από τις κερκίδες του ωδείου. Θα περίμενε κανείς πως θα ήταν μπουχτισμένη, έχοντας μάλιστα ζήσει με κάθε ικμάδα της την απαιτητική προετοιμασία κάθε θεάματος που παρουσιάζεται εκεί. Όμως στην περίπτωσή της συμβαίνει, όπως λέει, το ακριβώς αντίθετο.
Η ίδια εκτός των άλλων αρμοδιοτήτων της αναλάμβανε πάντα και τη φιλοξενία των καλλιτεχνών, σμιλεύοντας με κάποιους από αυτούς σχέσεις ζωής. «Η φιλοξενία των καλλιτεχνών είναι πολύ σημαντική. Ακούς τις ανάγκες τους, τους στηρίζεις, τους βοηθάς. Αν είναι δύσκολη δουλειά; Σίγουρα δεν είναι εύκολη. Κυρίως θέλει τρόπο.

Το σκηνικό της παράστασης «Αμφιτρύων» σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή το 2012. Αρχείο Καίτης Βαβαλέα
Πρέπει να αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα, ακόμα κι αν δε μιλάς. Με το βλέμμα. Για μένα το ζητούμενο ήταν πάντα να μπαίνουν οι καλλιτέχνες εδώ και να νιώθουν σαν στο σπίτι τους. Έχω δει πολλούς καλλιτέχνες, σπουδαίους καλλιτέχνες, να τρέμουν πριν βγουν στη σκηνή του Ηρωδείου. Ακόμα και οι πιο μεγάλοι έρχονταν με μία αγωνία σε αυτόν τον πράγματι πολύ επιβλητικό χώρο.
Θυμάμαι έναν πιανίστα σε ένα αφιέρωμα για την Μαρία Κάλλας. Ήταν μόνος με ένα πιάνο και έκανε παύσεις ανάμεσα στα κομμάτια. Μετά την πρώτη παύση, ήρθε στο πλάι της σκηνής όπου είχαμε ένα μικρό τραπέζι με νερό και άρχισε να μας λέει “δεν παίζω καλά. Δεν μπορώ”. Είχε τεράστιο άγχος.
Τα χέρια του ήταν παγωμένα και του τα τρίβαμε για να ζεσταθούν μαζί με την stage manager Καλλιόπη Γερμανού. Ήταν τεράστιο βάρος για εκείνον να παίζει με τον Παρθενώνα από πάνω του. Για την ιστορία συνέχισε τη συναυλία και ήταν υπέροχος».

«Μαντάμα Μπατεφλάι» της ΕΛΣ σε σκηνοθεσία Ούγκο Ντε Άνα. Καλοκαίρι 2013. Αρχείο Καίτης Βαβαλέα
Η Βαβαλέα απολάμβανε όλα αυτά τα χρόνια το προνόμιο και την τύχη να βρίσκεται πολύ κοντά και να συνομιλεί με τοτεμικές μορφές της τέχνης. Εύλογα αναρωτιέται κανείς εάν υπήρξαν συμπεριφορές που την εξέπληξαν – θετικά ή αρνητικά. Ήταν πάντα καλά τα παρασκήνια στο Ηρώδειο; «Εκείνο που κατάλαβα είναι ότι οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι πολύ απλοί άνθρωποι. Ακούγεται κλισέ, αλλά είναι αληθινό. Είναι επικεντρωμένοι σε αυτό που κάνουν και δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα σε κανέναν».
Φυγαδεύοντας τον sir Έλτον Τζον
Στα καμαρίνια του Ηρωδείου δεν υπήρχε έπαρση και συμπεριφορές σταρ. Ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, όπως εξιστορεί η Βαβαλέα. Ακόμα και η θρυλική πρώτη μετάκληση του Έλτον Τζον στο ρωμαϊκό ωδείο το Σεπτέμβριο του 2000 μπορεί να είχε περιπέτεια, αλλά δεν είχε δράμα. «Ο Έλτον Τζον είχε απομονωθεί στο καμαρίνι του και βγήκε μόνο για να ανέβει στη σκηνή, όπου ήταν έξοχος. Έδωσε δύο συναυλίες τότε στην Αθήνα.
Το ζήτημα ήταν πως ο μάνατζέρ του μας ενημέρωσε ότι το βράδυ μετά την πρώτη συναυλία θα έφευγε για τη Γαλλία και θα επέστρεφε την επομένη για τη δεύτερη συναυλία. Παρότι του είχαν εξασφαλίσει μια σουίτα, νομίζω στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, εκείνος δεν ήθελε να διανυκτερεύσει στην Ελλάδα.
Έπρεπε λοιπόν να τον οδηγήσουμε πολύ γρήγορα στο αεροδρόμιο. Τότε η Διονυσίου Αρεοπαγίτου ήταν ακόμα δρόμος, οπότε είχαμε μέτρα τάξης. Υπήρχε ένα κλιμάκιο της τροχαίας που ρύθμιζε την κίνηση. Βγήκα από το Ηρώδειο, πήγα στον επικεφαλής της ομάδας και του είπα “σώσε μας”. Ήμουν άπειρη ακόμα, αλλά αυτοσχεδίασα.

Οι δύο συναυλίες του Έλτον Τζον το 2000 δεν είχαν δράμα, αλλά είχαν περιπέτεια
Το σχέδιο ήταν πως αμέσως μετά τη συναυλία, ενώ τα φώτα θα ήταν σβηστά και το κοινό θα περίμενε κάποιο ανκόρ, ο Έλτον Τζον θα έφευγε από το Ηρώδειο και θα κατευθυνόταν όσο πιο γρήγορα γινόταν στο αεροδρόμιο. Πώς κατάφερα να πείσω τους αστυνομικούς; Τους είπα πως ο Έλτον Τζον έχει τον τίτλο του σερ».
Αν η Καίτη Βαβαλέα είχε ένα έμφυτο χαρακτηριστικό που στα χρόνια της στο Ηρώδειο κατάφερε να το αναπτύξει σε βαθμό αξιοζήλευτης τεχνογνωσίας, αυτό είναι η διαχείριση κρίσεων. Για εκείνην κάθε πρόβλημα έχει τη λύση του. Ή αν δεν την έχει, η πολύπειρη venue manager είναι εδώ για να την αναζητήσει με κάθε τρόπο ή ακόμα και να την επινοήσει. «Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να αντιμετωπίσω το πρόβλημα. Αν δεν ξέρω πώς, θα επικαλεστώ κάποιον, θα τηλεφωνήσω σε κάποιον, θα ζητήσω βοήθεια. Αλλά δε θα φύγω ποτέ από το Ηρώδειο και θα πω δε με ενδιαφέρει ή δεν είναι δικό μου θέμα».
Στην καρδιά του Ηρωδείου
Αυτή η γνήσια και πηγαία αφοσίωσή της, το γεγονός πως ήταν πάντα εκεί όχι απλώς για να διοικεί ή να δίνει προστάγματα, αλλά για να κρατά σε κίνηση και ζωή το ρωμαϊκό ωδείο, ίσως είναι κι ένας από τους λόγους που οι καλλιτέχνες αναγνωρίζουν σε εκείνην έναν άνθρωπο στον οποίο μπορούν να υπολογίζουν και τον οποίο μπορούν να εμπιστεύονται.

Με την Πάτι Σμιθ το 2022. © Thomas Daskalakis
Στο γραφείο της ή καλύτερα στη μικροσκοπική φωλιά της που βρίσκεται στα σπλάχνα του Ηρωδείου, κάτω από την πλατεία, οι τοίχοι ξεχειλίζουν από φωτογραφίες παραστάσεων, συνθετών, σκηνοθετών, ηθοποιών, τραγουδιστών. Δεν πρόκειται απλώς για ενθύμια ή για παράσημα της επαγγελματικής διαδρομής της. Αλλά για σχέσεις ζωής.
Εικόνες με τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον Σταμάτη Κραουνάκη, τον Νίκο Κούνδουρο, τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τον Λάκη Λαζόπουλο, την Λίνα Νικολακοπούλου. «Με την Νικολακοπούλου μας μπερδεύουν», λέει η Βαβαλέα. «Νομίζουν ότι είμαστε αδελφές». Αλλά και φωτογραφίες με τον Μαρσέλ Μαρσό, τον Πλάθιντο Ντομίνγκο, την Σιλβί Γκιλέμ, την Πάτι Σμιθ, το αυτόγραφο της οποίας προς τη venue manager του Ηρωδείου έχει τη δική του αυτόνομη θέση σε έναν άλλο τοίχο του γραφείου.

Στιγμιότυπο από τη συναυλία του Πλάθιντο Ντομίνγκο το 2005
Η Βαβαλέα, η οποία ακριβώς πίσω από την καρέκλα της έχει τοποθετήσει ένα από τα επιβλητικά, θρυλικά γκονγκ του Ηρωδείου, το οποίο δε χρησιμοποιείται πια, στέκεται στην εικόνα του Ντομίνγκο. «Ήταν ένας απίστευτος, ένας ωραίος άνθρωπος. Όταν πρωτοήρθε μας είχαν τρομάξει οι μάνατζέρ του. Μας είχαν ζητήσει μάλιστα να τοποθετήσουμε ένα παραβάν στο καμαρίνι του για να μην τον πλησιάζει κανείς.
Του ΄χαμε δώσει το καλό μας καμαρίνι, το 11 που βρίσκεται στα υπόγεια καμαρίνια. Δεν πέρασαν όμως τρία λεπτά που είχε μπει, έβγαλε μια κορώνα και ανέβηκε να κάνει μια βόλτα στο μετασκήνιο. “Τι ωραία που είναι εδώ”, μου είπε. “Θα μου βάλεις ένα τραπεζάκι να κάθομαι εδώ να βλέπω τον ουρανό”. Από εκείνη τη στιγμή και κάθε φορά που ερχόταν για παραστάσεις ακολουθούσαμε αυτή του την επιθυμία. Ένας κανονικός άνθρωπος δηλαδή».
Σπονδή στον Νιναγκάβα
Η Βαβαλέα μιλά για τους ανθρώπους που γνώρισε και συναναστράφηκε όχι με την κεκτημένη ταχύτητα του name dropping, αλλά με συγκίνηση και νοσταλγία. Σαν ένα κομμάτι τους να ζει για πάντα μέσα της. Μιλά για τον Ζαν Μισέλ Ζαρ και τις δύο συναυλίες του το 2001, που την άφησαν εντυπωσιασμένη, για την εμφάνιση του Μαρσέλ Μαρσό, τον οποίο το κοινό χειροκροτούσε όρθιο – «ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σε διάρκεια χειροκροτήματα», λέει-, για την Λάιζα Μινέλι που έπειτα από την εμφάνισή της το 2006 μπήκε στο καμαρίνι της μονολογώντας θριαμβικά «I did it!» αλλά και για τη συναυλία της Λιβανέζας Φαϊρούζ το 2008.

Με τη φράση «I did it!» γιόρτασε η Λάιζα Μινέλι την εμφάνισή της στο Ηρώδειο το 2006
«Απίστευτη γυναίκα, απίστευτη φωνή. Δεν έχω δει ποτέ ξανά πιο πολύ κόσμο στην πλατεία έξω από το Ηρώδειο. Ακόμα και στην πρόβα υπήρχαν άνθρωποι που τους έβλεπα να παίρνουν αγκαλιά τα μάρμαρα και τις πέτρες και να κλαίνε. Ανεπανάληπτο».
Αν όμως η venue manager του Ηρωδείου θα έπρεπε να κρατήσει μια μόνο στιγμή στη μνήμη της από την καθοριστική διαδρομή της στον πολιτιστικό οργανισμό, αυτή θα είχε πρωταγωνιστή τον σπουδαίο Ιάπωνα σκηνοθέτη Γιούκιο Νιναγκάβα. «Ήταν το 2004. Θυμάμαι ήρθαν οι Ιάπωνες μέσα στη νύχτα, μπήκαν στα καμαρίνια και μέσα σε μισή ώρα είχαν στήσει ένα εργοτάξιο για την προετοιμασία των κοστουμιών που κυλούσε ρολόι όλο το υπόλοιπο βράδυ. Ήταν μια πολύ μεγάλη παραγωγή για την παράσταση “Οιδίπους Ρεξ”.

Ο Γιούκιο Νιναγκάβα στις πρόβες για την παράσταση «Oedipus Rex» το 2004
Κάποια στιγμή πριν από μία πρόβα φώναξαν όλους τους εργαζόμενους μέσα στο Ηρώδειο. Ο Νιναγκάουα είχε φτιάξει θυμέλη μέσα στην ορχήστρα και έκανε κανονική σπονδή. Μας ευχαρίστησε – ποιος; ο τεράστιος Νιναγκάβα που ακόμα και οι τεχνικοί που είχαν έρθει για να κινηματογραφήσουν δεν του γυρνούσαν από σεβασμό την πλάτη- και εγώ έπρεπε να απαντήσω. Αν ρωτήσεις τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, θα το θυμάται. Ήταν και εκείνος μέσα στην πρόβα και βλέποντας αυτό που συνέβαινε μου είπε μετά “Πω, πω, Καίτη, τι φοβερή στιγμή ήταν αυτή”».
Συναυλίες παντός καιρού
Σε έναν ανοιχτό χώρο πολιτιστικών εκδηλώσεων έχει κανείς να αναμετρηθεί με πολλά και πολυπαραγοντικά ζητήματα. Σίγουρα δεν μπορεί να παραγνωρίσει ή να αγνοήσει τον καιρό. Γι’ αυτό και η Βαβαλέα πάντα συμβουλευόταν την πρόγνωση του καιρού. Για να είναι προετοιμασμένη για παν ενδεχόμενο.
Η βροχή για παράδειγμα μπορεί να δημιουργούσε ένα ακόμα ζήτημα προς επίλυση. Όπως στη συναυλία του Φίλιπ Γκλας το καλοκαίρι του 2008. «Οι συνεργάτες του μας είχαν ενημερώσει πως ο ίδιος ο Φίλιπ Γκλας και οι μουσικοί του ήταν διατεθειμένοι να παίξουν ακόμα και υπό βροχή, αρκεί εθελοντές από το κοινό να κρατούσαν ομπρέλες πάνω από τα όργανα, για να μη βραχούν. Όταν το ανακοινώσαμε, ήταν σαν να κατρακύλησε όλο το Ηρώδειο προς τη σκηνή.

Στιγμιότυπο από τη συναυλία του Φίλιπ Γκλας που πραγματοποιήθηκε υπό βροχή. © Stefanos
Κατέβηκαν 100-150 άτομα με αδιάβροχα και ομπρέλες κόκκινες, κίτρινες, μπλε. Διαλέξαμε κάποιους και ανεβήκαμε στη σκηνή. Εγώ κρατούσα την ομπρέλα πάνω από τον Γκλας, ένας άνθρωπος από την παραγωγή πάνω από την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Ξέρεις τι έκανε περισσότερο εντύπωση τους Αμερικανούς; Ότι όλες οι ομπρέλες είχαν διαφορετικά μεταξύ τους χρώματα. Ήταν σαν να έβλεπα τους αγγέλους από την ταινία του Βιμ Βέντερς».
Μια άλλη καταρρακτώδης βροχή, αυτή τη φορά το 2018, πριν από τη συναυλία του Sting στο Ηρώδειο έγινε η αφορμή ώστε ο Βρετανός καλλιτέχνης να αποκτήσει μια ιδιαίτερη σχέση με το Ηρώδειο και να γιορτάσει τρία χρόνια αργότερα εκεί τα 70α γενέθλιά του. «Δεν είναι κάτι καινούργιο.

Ο Sting αγάπησε το Ηρώδειο. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε βρέθηκε να σκουπίζει ακόμα και τη σκηνή από τα νερά της βροχής το 2018. Τρία χρόνια αργότερα γιόρτασε με μια συναυλία εκεί τα 70α γενέθλιά του
Είναι γνωστό ότι όταν βρέχει, στο Ηρώδειο σκουπίζουμε και παίζουμε. Ο Sting είχε ενθουσιαστεί που είχε παίξει έπειτα από μια καταρρακτώδη βροχή. Είχαμε βγει με σκούπες και σφουγγαρίστρες και καθαρίζαμε τη σκηνή. Κι εκείνος μαζί μας. Δε μας το ‘χε πει. Ξαφνικά τον είδα πίσω μου να σκουπίζει».
Τότε και τώρα
Εκτός από μεγάλους, σπουδαίους και ανεπανάληπτους καλλιτέχνες όλα αυτά τα χρόνια η Καίτη Βαβαλέα έχει συναναστραφεί και διαφορετικές γενιές και φυλές θεατών του Ηρωδείου.
Θα ήταν το δίχως άλλο ενδιαφέρον να ακούσει κανείς τη γνώμη της για τον τρόπο που η ίδια βλέπει το κοινό να λειτουργεί, να συμπεριφέρεται, να υπάρχει μέσα στο Ωδείο. Πηγαίνουμε προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο ως κοινωνοί της τέχνης που παρουσιάζεται σ’ αυτόν τον ιστορικό χώρο;

Καλοκαίρι 2001. Ο Ζαν Μισέλ Ζαρ μαγεύει το Ηρώδειο
«Προς το χειρότερο. Ακόμα και εμφανισιακά αν παρατηρήσεις το κοινό, το καταλαβαίνεις. Υπήρχαν πάντα εκείνοι που έρχονταν στο Ηρώδειο για να φανούν, αλλά όχι με τον τρόπο που γίνεται σήμερα. Υπήρχε μια άλλη ποιότητα. Ακόμα βέβαια θα δεις ανθρώπους που έρχονται με δέος αλλά και ανθρώπους που δεν ξέρουν πού έχουν έρθει.
Τις προάλλες ένας κύριος ρωτούσε τους ταξιθέτες αν τώρα που θα ανακαινιστεί το Ηρώδειο θα προστεθούν και κυλιόμενες σκάλες. Αν με ενοχλούν αυτές οι συμπεριφορές; Πολύ. Δε γίνεται να μην ξέρουμε και να μην αγαπάμε τα μνημεία μας».
Οι τσίχλες που κάποτε η ίδια με τους συνεργάτες της μάζεψε από τις κερκίδες του ωδείου και τις οποίες εξακολουθούν να βρίσκουν τα συνεργεία καθαρισμού μαρτυρούν πως ο σεβασμός στα μνημεία δεν είναι αυτονόητος για όλους. «Καθόλου αστικός μύθος δεν είναι οι τσίχλες που μαζέψαμε με τους συνεργάτες μου. Τις καθαρίσαμε το 2003.

Η παράσταση του Μαρσέλ Μαρσό το 2003 απέσπασε ένα θηριώδες χειροκρότημα που η Καίτη Βαβαλέα ανακαλεί ακόμα
Υπήρχαν κολλημένες παντού. Τις είχα φυλαγμένες σε ένα μεγάλο κουτί εδώ στο γραφείο μου για πολύ καιρό. Είχαμε βγάλει κιλά από τσίχλες». Γι’ αυτό για τη Βαβαλέα η περίοδος της συντήρησης του Ηρωδείου είναι ίσως μια καλή ευκαιρία για «αποτοξίνωση» του μνημείου από συμπεριφορές αλλά και από παραστάσεις και καλλιτέχνες που μοιάζουν αταίριαστοι, ασύμβατοι ή ακόμα και παράταιροι με το χώρο.
Κλειστόν λόγω ανακαίνισης
Στις 16 Οκτωβρίου το Ηρώδειο φιλοξένησε την τελευταία συναυλία πριν από την έναρξη των εργασιών για τη συντήρησή του, η οποία αναμένεται να διαρκέσει τρία χρόνια. Δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς πώς βιώνει η Βαβαλέα αυτήν την προσωρινή παύση αλλά και τον αποχωρισμό από το χώρο με τον οποίο συνέδεσε την ζωή της για ένα τέταρτο του αιώνα.
«Δεν το έχω βάλει στην ζυγαριά αυτή τη στιγμή. Εγώ πηγαίνω, προχωράω, κοιτάω μπροστά. Γενικά στην ζωή μου προσπαθώ καθημερινά να κάνω τα αρνητικά θετικά. Στην τελευταία συναυλία προσπάθησα να μη συγκινηθώ. Την αντιμετώπισα σαν μια κανονική ημέρα. Είναι βέβαια μια φορτισμένη περίοδος».

Για την Καίτη Βαβαλέα η τριετής παύση του Ηρωδείου για την πραγματοποίηση εργασιών είναι μια ευκαιρία για «αποτοξίνωση» του χώρου
Το απόγευμα που τη συναντώ η Καίτη Βαβαλέα με ένα χαρτί στο χέρι συντονίζει όσα πρέπει να γίνουν πριν το Ηρώδειο παραδοθεί στην αρχαιολογική υπηρεσία. Το σκηνικό μοιάζει με μετακόμιση αλλά στον υπερθετικό, τον απόλυτο βαθμό. Εκείνη πάλι παραμένει αεικίνητη, κινείται με νεύρο, τους ξέρει όλους με τα μικρά ονόματά τους και γίνεται αυστηρή όπου και όταν χρειάζεται.
Άλλωστε αν κάτι κατάφερε στη θητεία της ως venue manager τα τελευταία 26 χρόνια είναι, όπως λέει χωρίς ψήγμα έπαρσης ή φιλαυτίας, να καλλιεργήσει μια νέα αγωγή στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόμαστε στο ρωμαϊκό ωδείο. «Φρόντισα πολύ την καλή μεταχείριση και τη μη φθορά του μνημείου. Έχω εξηγήσει δεκάδες φορές για παράδειγμα σε θεατές να μην ακουμπάνε το άγαλμα γιατί είναι το αυθεντικό, το πρωτότυπο.

Από το καλοκαίρι του 2000 έως σήμερα η venue manager του Ηρωδείου δεν έχασε ποτέ καμία συναυλία ή παράσταση. Ήταν πάντα εκεί
Διάβασα πολύ για το Ηρώδειο και συμμετείχα και σε δύο εργασίες μαζί με τους αρχαιολόγους». Αν αγάπησε το Ηρώδειο; «Και βέβαια το αγάπησα. Δεν μπορείς να δουλέψεις έτσι ή να αφοσιωθείς εάν δεν το αγαπάς. Δεν έχει νόημα».
Αν ο χώρος, τον οποίο υπηρέτησε με εντιμότητα, δικαιοσύνη και αυστηρότητα, της ανταπέδωσε το συναίσθημα, το χρόνο, τον κόπο και την ενέργεια που διέθεσε; «Όσα έζησα εδώ με τις παραστάσεις και τους καλλιτέχνες είναι το κέρδος μου», απαντά. «Το Ηρώδειο με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Είναι ψυχοθεραπευτικό το Ηρώδειο. Μπορεί να σου σώσει την ψυχή».
Κεντρική φωτογραφία: Ολυμπία Κρασαγάκη








