Οι κραυγές της σιωπής του


«Από παιδί ακούω αυτές τις κραυγές: τις κραυγές της σιωπής. Ηξερα, χωρίς να γνωρίζω πώς, ότι κάποτε θα μιλήσω στον κόσμο γι’ αυτές. Ενιωθα μια υποχρέωση να γίνω κάποτε μίμος. ΄H μίμος ή τίποτε». Μαρσέλ Μαρσό, ο καλλιτέχνης που έντυσε με τη μουσική του εσωτερικού κόσμου τη σιωπή. Μια μουσική που γίνεται ένα με τα συναισθήματα και το γέλιο του κοινού και παράγει μια παγκόσμια μουσική: εκείνη της σιωπής που δεν έχει εθνικότητα, δεν έχει τάξεις, ούτε περιορίζεται από γλώσσες. Τα μόνα που κυριαρχούν είναι ο ήχος της καρδιάς και οι κινήσεις. Τον συνάντησα στο σπίτι του στο Παρίσι. Ενα μουσείο αναμνήσεων, χτισμένο σε έναν πανέμορφο λόφο, το οποίο έχει δωρίσει στο κράτος. Μιλήσαμε για την ευγλωττία της σιωπής, για τα όνειρα και την πραγματικότητα, για τη ζωή και την τέχνη. Στις 12 Ιουλίου ο γάλλος καλλιτέχνης έρχεται στην Αθήνα, στο Ηρώδειο, για να παρουσιάσει ένα ειδικό πρόγραμμα που θα έχει τον χαρακτήρα ενός αποχαιρετισμού στο κοινό. Ενός αποχαιρετισμού που δεν κρύβει καμία πικρία αφού, όπως μας είπε, «διασχίζοντας τον δρόμο της ζωής, ευχαριστώ την τέχνη που με βοήθησε να μεταδώσω τις δυνατές κραυγές που αντηχούν βαθιά μέσα μας και ξυπνάνε τη συνείδησή μας και την πάνε πέρα από τη μνήμη»!


– Παντομίμα, μίμησις των πάντων;


«Το στυλ της παντομίμας γεννήθηκε στα 1949, βασιζόμενο σε μια γραμματική από χειρονομίες, η οποία έφθανε στο κοινό γεμάτη από σιωπές, της οποίας όμως τα μαγνητικά κύματα επεδίωκαν να εξιχνιάσουν τη μαεστρία και το ύφος (στυλ) της τέχνης μας. Κάπως έτσι γεννήθηκε η ταυτότητα του μίμου, με όλα τα στοιχεία και τις υπάρξεις που κουβαλάει μέσα της.


Το να λαμβάνεις υπόψη τη φύση των αντικειμένων, τα πρόσωπα και τον κόσμο που σε περιβάλλει έκανε την τέχνη μας ορατή διά μέσου αυτού που δεν φαίνεται. Αποτελώντας ένα ερέθισμα για τη φαντασία μας, η τέχνη μας επιβεβαίωνε την ποιητική της διάσταση (υπόσταση). Ο χρόνος γινόταν ελλειπτικός και δημιουργούσε μια καινούργια δραματική διάσταση. Ετσι ανοίγονταν μπροστά στα μάτια μας τα μυστήρια της φαντασίωσης, η οποία προκαλούσε στο κοινό την έκπληξη, βασικό στοιχείο κάθε μορφής τέχνης. Σιγά σιγά τα διάφορα στυλ της παντομίμας προσανατολίζονταν προς την κοινωνική σάτιρα, τον ονειρικό μύθο, τον συμβολισμό και τον σουρεαλισμό. Δημιουργώντας μεταφορές και παραβολές, ο αόρατος αυτός κόσμος συγκεκριμενοποιούσε την ποιητική μας δραματουργία. Ανθρωποι και δημιουργοί συναντιούνταν μέσα στην ίδια υπερβολή. Οι χειρονομίες που κάνουμε, βασιζόμενες στη συντομία και στην ελλειπτικότητα, δημιούργησαν άλλες (νέες) θεατρικές συλλήψεις. Το κωμικό – τραγικό, η χρησιμοποίηση της οπτικής μνήμης, απελευθέρωσε τον μύθο του μυστηρίου που κρύβει η τέχνη μας. H μεταμόρφωση βρίσκεται στην καρδιά της δραματουργίας μας διότι τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο μιας μοίρας, της οποίας αποτελεί τον υπέρτατο (τον πιο εξελιγμένο) μηχανισμό. H κάθε μορφή πειθαρχίας κουβαλάει το ίδιο της το βάρος. Αν ο χορός απελευθερώνει από το βάρος που έχει ο καθένας μας και αναζητεί το πέταγμα, ο μίμος αναζητεί μέσα του αυτό το βάρος, του δίνει φτερά και με αυτό προσγειώνεται στο έδαφος. Ο μίμος είναι ένας αλυσοδεμένος Προμηθέας… Ο χορός είναι ο Ικαρος προτού πέσει στη γη. Αναζητούμε την εικόνα ενός παράδεισου, ο οποίος θα γεννηθεί μέσα από τη φαντασίωση που προσφέρει ο μύθος».


– Κάτι πολύ ενδιαφέρον στη δουλειά σας είναι το «πάντρεμα» των πολιτισμών. Ξεκινάτε, ας πούμε, με μια τεχνική του δυτικού κλασικού χορού και καταλήγετε να φεύγετε από τη σκηνή όπως ο Τσάρλιν Τσάπλιν, με όλη την τεχνική του θεάτρου «No». Αυτό το «πάντρεμα» των πολιτισμών γίνεται ένας κώδικας για να τον κατανοεί το κοινό όλου του κόσμου;


«Δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό. Είναι πολύ δύσκολο. Πώς ανακαλύπτεται μια γλώσσα; Πώς γεννήθηκε η ελληνική γλώσσα; Πώς γεννήθηκαν οι γλωσσικές ρίζες; Είναι ένας ολόκληρος πολιτισμός, είναι ιστορία αιώνων: Πώς γεννήθηκε η έννοια του ιερού; Παραδείγματος χάριν, δεν ανακάλυψα εγώ το πέταγμα των πουλιών, ούτε την κίνηση του ψαριού. Αναδημιούργησα και κωδικοποίησα με τα χέρια μου, με το σώμα μου, αυτό το αόρατο, που το έκανα ορατό. Και όλη η ιδιοφυΐα του Τσάπλιν ακριβώς εκεί βρισκόταν: Παρ’ όλο που ήταν ένας ηθοποιός του σινεμά και καλλιτέχνης του πραγματικού, ανακάλυψε την τέχνη».


– Ανακαλύπτοντας την κίνηση, μήπως έχουμε ανακαλύψει κάτι που χάσαμε μιλώντας πολύ;


«Δεν μπορούμε να μιλάμε όπως μιλούσαμε κάποτε. Οι καιροί έχουν αλλάξει. Εγώ δεν μιλάω παρά μέσα από τη σιωπή και αυτό γίνεται απλά. Οταν έρχεται η ώρα να μιλήσεις, γίνεται σύνθετο. Πάρα πολύ σύνθετο. Αυτή είναι η αλήθεια. H συνθετότητα αυτή είναι ακριβώς η τέχνη».


– Στην Ελλάδα, κύριε Μαρσό, θα παίξετε το «Ζολέρ». Μπορείτε να μου μιλήσετε λίγο για τη γέννηση αυτής της παράστασης;


«Για το πρόγραμμα που θα παρουσιάσω στην Ελλάδα δημιούργησα δύο μέρη. Το ένα μέρος το ονομάζω «Παντομίμα των στυλ» και το άλλο «Παντομίμα των Μπιπ». H «Παντομίμα των στυλ» είναι οι παντομίμες που αποκαλύπτουν την τάση της ψυχής μας εν είδει παραμυθιού, που αποδίδουν το περιεχόμενο της ψυχής μας. Παραδείγματος χάριν, ένας άνθρωπος αποφασίζει να ελευθερώσει τα πουλιά από τα κλουβιά τους. Ελευθερώνει το πρώτο πουλί, το οποίο φεύγει. Το δεύτερο που έχει συνηθίσει στο κλουβί επιστρέφει πάλι και το τρίτο δεν θέλει να βγει καθόλου από το κλουβί, θέλει να μείνει μέσα. Ο άνθρωπος εξοργίζεται και σκοτώνει το πουλί (οπότε και ξαφνικά μεταμορφώνεται σε ένα βαμπίρ, σε μια τερατώδη προσωπικότητα και συμβολικά καταλαβαίνουμε ότι το πουλί είναι απρόσωπο). Ο μύθος στην «Παντομίμα των στυλ» αποκαλύπτει τη σκέψη του ανθρώπου και τη θέση του σε καταστάσεις τραγικές και κωμικές».


– Μήπως ο άνθρωπος πολλές φορές δεν αντέχει την ελευθερία που του δίνεται;


«Το πρόβλημα του ανθρώπου, το ίδιο το βάθος της ύπαρξής του, και το πρόβλημα της ελευθερίας είναι κάτι πάρα πολύ σπουδαίο στη ζωή και αποκαλύπτει τις βαθύτερες ρίζες της ψυχής της ανθρώπινης ύπαρξης. Παραδείγματος χάριν, στο «κλουβί» έδειχνα έναν άνθρωπο κλεισμένο σε ένα κλουβί από το οποίο έβγαινε για να βρεθεί σε ένα ακόμη μεγαλύτερο κλουβί. Αυτό είναι ένα φιλοσοφικό πρόβλημα επάνω στον άνθρωπο, στην ελευθερία και στην έλλειψη ελευθερίας. Το πουλί είναι το πρόβλημα του ανθρώπου και του δικτάτορα που βάζει τον λαό του στο κλουβί διά του πολέμου. Επομένως υπάρχει πάντα μέσα από τον μύθο παραλληλισμός με τη φιλοσοφία της ζωής, αλλά και από πλευράς κοινωνικής και πολιτικής».


– Από αυτά που λέτε δίνετε την αίσθηση ότι έχετε διαβάσει Αίσωπο και Αριστοτέλη.


«Ετσι είναι… Τελικά ο Αίσωπος και ο Λαφοντέν ήταν μίμοι. Οι ιστορίες τους δανείζουν πολλά στοιχεία στην παντομίμα. Κομίζουν κάποιο ήθος, αποκαλύπτουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι στην κοινωνία ή απέναντι στους τύπους που υπάρχουν».


– H άλλη «Παντομίμα των στυλ» που θα παίξετε είναι «Το «Δικαστήριο».


«Ακριβώς. «Το Δικαστήριο» είναι ο λόγος. Γιατί υπάρχει κατηγορούμενος, γιατί υπάρχει έγκλημα, γιατί υπάρχει δικαστήριο; Τι έχει συμβεί; «Το Δικαστήριο» δείχνει έναν άνθρωπο που κατηγορείται για ένα έγκλημα που δεν ξέρουμε αν έκανε ή δεν έκανε. Πάντως υπάρχει ένα κατηγορητήριο και ένας καταδικασμένος σε θάνατο, παρ’ όλο που η ποινή του θανάτου δεν υπάρχει πια στη Γαλλία. Κατά βάθος υπάρχει σε αυτό το δικαστήριο κάτι από τον Κάφκα – ένοχος ή όχι; Υπάρχει μια παρωδία, σχεδόν μελοδραματική, με τα πρόσωπα που παριστάνουν τον δικαστή, τον συνήγορο, τον κατήγορο, τον εισαγγελέα και τον κατηγορούμενο. Και αυτό συμβαίνει μέσα σε ένα στυλ λίγο μελοδραματικό».


– Θα παίξετε επίσης «Το μικρό καφενείο». Είναι ένα κομμάτι «Μπιπ».


«Υπάρχουν καμιά πενηνταριά περίπου «Παντομίμες του στυλ». Δίπλα στο «Δικαστήριο» υπάρχει επίσης το «Μικρό καφενείο», που δείχνει ένα καφενείο παρισινό, το οποίο θα μπορούσε εξίσου καλά να είναι και ένα ελληνικό καφενείο. Λοιπόν, έχω προσέξει ότι μέσα από την παντομίμα που έπαιξα σε 85 χώρες – ανάμεσα σε αυτές η Κίνα και η Ιαπωνία – όλοι την αγαπούν παντού. Ακόμη και αν η ζωή αλλάζει, ακόμη και όταν ζούμε μέσα στον κόσμο της πληροφορικής, της ηλεκτρονικής, των αεριωθούμενων, της πυρηνικής απειλής, ο άνθρωπος δεν θα ξεχάσει το ότι γλιστράει κανείς επάνω σε μια μπανανόφλουδα.


Είναι όμως βέβαιον ότι όταν παίζω το «κλουβί» σε μια χώρα που υπάρχει πολιτική καταπίεση, το κλουβί αποκτάει έναν μεγαλύτερο συμβολισμό. Αν κάνω μια δουλειά πάνω στη δικτατορία ή στον πόλεμο και το παρουσιάσω σε μια χώρα που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, το έργο μου αποκτάει μια αντήχηση πολύ δυνατότερη. Και όπως όλες οι χώρες έχουν γνωρίσει τον πόλεμο, ο πόλεμος μπαίνει σε έναν συμβολισμό καταστροφής. Είναι το εύθραυστο της ζωής που μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να εξαφανιστεί από τη ματαιότητα του πολέμου. Γι’ αυτόν τον λόγο στα πιο βαθιά, στα πιο ουσιαστικά θέματα, οι κινήσεις μου δεν γίνονται απλώς για να δείξουν ότι ξέρω να κάνω κινήσεις, πως είμαι ένας βιρτουόζος της κίνησης, θέλω να δείξω το βάθος της ρίζας της κίνησης. Ανεξάρτητα από το τι κάνω με την κίνηση, αν τραβάω ένα σκοινί, αν ακουμπάω επάνω σε κάτι ή αν συναντώ την αγάπη ή τη συγκίνηση, αν παριστάνω ένα ψάρι ή ένα πουλί που πετάει, κάθε κίνηση περιέχει τα θεμέλια της επιθυμίας της τελειότητας και είναι ο ίδιος ο συμβολισμός της πραγματικότητας που βλέπουμε. Και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον κινηματογράφο και στο θέατρο».


– Το θέατρο καλλιεργεί τις ψευδαισθήσεις;


«Το θέατρο δημιουργεί την ψευδαίσθηση, που είναι πολλές φορές πολύ ισχυρότερη από την πραγματικότητα. Αν κάνω αυτή την κίνηση… το πουλί δεν θα κάνει αναγκαστικά την ίδια κίνηση, τον ίδιο κυματισμό. Τα ζώα δεν αντιγράφουν, δεν κάνουν θέατρο. Τα ζώα είναι οι μετρ. Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε τα άλογα, τα πουλιά, τα ψάρια και τότε διαπιστώνουμε πως ο άνθρωπος δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να αντιγράφει, να ερμηνεύει τη φύση, αυτός που στην αρχή δεν είχε κανένα στυλ. Και αυτό είναι το θείο που υπάρχει στον άνθρωπο: Μέσα από τα αθλήματα, που είναι το ξεπέρασμα του εαυτού μας μέσα από τη φυσική προσπάθεια, μέσα από την τέχνη, που είναι η υπέρβαση του εαυτού μας μέσα από το ωραίο, για το οποίο ακριβώς μιλάμε και εδώ θα πρέπει να αναφερθούμε στην ελληνική τέχνη, γιατί η παντομίμα γεννήθηκε στην Ελλάδα και η γλυπτική στα αγάλματα των θεών και των ημίθεων, ήταν η βούληση για ωραίο. Δεν ήταν ο διαχωρισμός της ομορφιάς από την ασχήμια. Ηταν η αναζήτηση της ομορφιάς, της χάρης και αυτό ακριβώς είναι που έχουμε στην κλασική τέχνη του χορού και στην τέχνη του μιμικού δράματος έτσι όπως έχει οριστεί στη δικιά μας «γραμματική». Ο Μπιπ θα έλεγα ότι είναι ένας τύπος του είδους Δον Κιχώτη που μάχεται με τους ανεμόμυλους της ζωής, αυτούς του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Είναι ένας τύπος που δημιουργήθηκε κάτω από την επίδραση του Σαρλό όταν παιδί τον είδα για πρώτη φορά στο σινεμά. Φορούσα ένα καπέλο του πατέρα μου, τα παντελόνια του πατέρα μου, τα παπούτσια του, έφτιαχνα ένα μουστακάκι με μελάνι και έκανα τον Σαρλό στους δρόμους. Δημιούργησα μια μικρή παρέα παιδιών και το θέατρο ήταν ήδη από την εποχή εκείνη για μένα ένας τρόπος ζωής, ακόμη και στο σχολείο. Οταν έγινα είκοσι χρόνων, τότε μόνο αποφάσισα να γίνω ηθοποιός μπαίνοντας στην πιο μεγάλη σχολή θεάτρου του Παρισιού, και εκεί συνάντησα αυτόν που θα γινόταν ο δάσκαλός μου, τον Ετιέν Ντεκρού, που ήταν καθηγητής μιμικής. Για μένα ο μίμος αποτελούσε μέρος του θεάτρου: ήταν ο Σαρλό, ήταν ο Πιερότος – ο πιο μεγάλος ρομαντικός μίμος του 19ου αιώνα – και ανακάλυψα ότι η μιμική ήταν επίσης μια γραμματική, το ίδιο όπως ο χορός, ο λόγος, μια γραμματική για το μυαλό, για τους πνεύμονες, για το σώμα, για το άκρα, και ήταν μια γραμματική τόσο πλούσια όσο η γραμματική της ανάλυσης των λέξεων και αμέσως είπα στον εαυτό μου ότι αυτή την τεχνική θα έπρεπε να την αναπτύξω. Θα έπρεπε λοιπόν για να γίνει αυτό να κατακτήσω μια τεχνική και ο Ντεκρού ανακάλυψε, όταν με γνώρισε σαν μαθητή, ότι ήμουνα γεννημένος μίμος, ότι ήμουνα προικισμένος, όπως ο Σαρλό ήταν γεννημένος μίμος».


– Πώς «γεννήθηκε» ο Μπιπ;


«Ο Μπιπ είναι ένας πολιτικός και (μπουρλέσκ) κωμικός ήρωας της εποχής μας. Ημουν τότε 24 ετών. Με τον καιρό, αυτό το πρόσωπο απέκτησε δική του δύναμη και δυναμική. Εκείνη την εποχή έφτιαξα μια ομάδα και με εκείνη την ομάδα άρχισα να ανεβάζω μιμοδράματα.


Θα ήθελα εδώ να κάνω μια εξομολόγηση. Το πρώτο μιμόδραμα το οποίο ανέβασα ήταν ένα ελληνικό μιμόδραμα: «Θεόκριτος». Υπήρχε η ιστορία, την οποία είχα διαβάσει, μα δεν υπήρχε ερμηνεία για το στυλ, το οποίο θα έπρεπε να εφεύρουμε εξ ολοκλήρου. H ιστορία είναι η ακόλουθη: Ενας έλληνας ψαράς κοιμάται με τους έλληνες συναδέλφους του δίπλα στη θάλασσα και ονειρεύεται ότι έπιασε ένα χρυσό ψάρι και αυτό το ψάρι τους κάνει όλους πλούσιους. Ξέρει ότι θα πάνε να ψαρέψουν την αυγή, αλλά είναι ακόμη νύχτα. Ξυπνάει τους συντρόφους του και τους λέει ότι ονειρεύτηκε ένα χρυσό ψάρι, θα γίνει άραγε αυτό στα αλήθεια; Και οι σύντροφοί του του απαντάνε «ονειρέψου πρώτα ένα κανονικό ψάρι και μετά ένα χρυσό» και ξαναπέφτουν για ύπνο. Τότε εκείνος ονειρεύεται ότι ακούει μια φωνή που τον φωνάζει με το όνομά του. Είναι το χρυσό ψάρι που τον φωνάζει! Κολυμπάει μέσα στη θάλασσα πηγαίνει όλο και πιο βαθιά για να βρει το χρυσό ψάρι που τον καλεί και, φυσικά, πνίγεται. Ανέβασα λοιπόν πέντε ελληνικά μιμοδράματα με τους μαθητές της σχολής του Βιλέν το 1946, στην αρχή της καριέρας μου. Από τότε δεν ξανανέβηκαν αυτά τα μιμοδράματα και αυτή ήταν η μοίρα τους. Θέλω να πω ότι το πρόσωπο του Μπιπ δεν είναι μόνο ένα πρόσωπο. Περιτριγυρίζεται πάντα από άλλους τύπους».


– Μέσα στον Μπιπ βάζετε κάθε φορά αυτοβιογραφικά κομμάτια, όπως κάθε μεγάλος καλλιτέχνης στο έργο του;


«Οσον αφορά τη βιογραφία του Μπιπ, πριν απ’ όλα, ήταν μετά τον πόλεμο, όταν ήμουν πολύ νέος και έβγαινα και εγώ από τον πόλεμο, ήμουν είκοσι χρόνων και κυνηγούσα πεταλούδες. Θυμάμαι ότι έπιανα πεταλούδες που πέθαιναν μέσα στο χέρι μου. Είχα αυτόν τον συμβολισμό του εύθραυστου που ήταν οι πεταλούδες και αναρωτιόμουνα γιατί ο άνθρωπος συγκινείται από τον θάνατο μιας πεταλούδας ενώ λιώνει τις μύγες, και τότε κατάλαβα ότι οι άνθρωποι δεν συγκινούνταν από τον θάνατο της πεταλούδας, αλλά από τον σπασμό και την επιθανάτια ανατριχίλα της πεταλούδας, που γινόταν ο χτύπος της καρδιάς του ανθρώπου. Ηταν η καρδιά του ανθρώπου και δεν ήταν τόσο η πεταλούδα. Αυτό το καταλαβαίνει αμέσως το κοινό: τον συμβολισμό. Τα εύθραυστα φτερά της πεταλούδας ήταν τα παιδιά που τρέχουν πίσω από το όνειρο της ελευθερίας που ξεφεύγει.


Μετά, όταν έγινα ώριμος άνδρας, εμβάθυνα τους τύπους μου σε κοινωνικούς χαρακτήρες, σατιρικούς, τραγικούς ερωτευμένους, όπως ο Σαρλό, όπως ο Πιερότος, όπως όλοι οι ήρωες του θεάτρου. «Ο Μπιπ θυμάται» είναι η επιστροφή στην παιδική μου ηλικία στο σπίτι των γονιών μου, στη ζωή πριν από τον πόλεμο».


– Τα χρόνια της αθωότητας είναι πάντα εδώ;


«Παραμένω πάντα νέος επειδή έχω μια σχολή μιμοδράματος και διδάσκω την τέχνη του μίμου σε νέους από 18 ως 25 ετών. Οταν ήμουν παιδί έκανα τα ίδια όνειρα που κάνετε και εσείς. Είμαι βέβαιος ότι έχουμε κάνει κοινά όνειρα. Συναντηθήκαμε χωρίς να γνωριζόμαστε. Αλλά βέβαια δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός του θεάτρου όταν ήμουν παιδί. Νομίζω ότι τη μια μέρα ήθελα να γίνω πυροσβέστης, την άλλη σχεδιαστής και ζωγράφος. H αλήθεια είναι ότι διατήρησα την αγάπη μου για τη ζωγραφική. Το όνειρό μου πραγματοποιήθηκε. Νιώθω ότι είμαι υπεύθυνος για την αναγέννηση της μιμικής στον 20ό αιώνα στο θέατρο. Ο Τσάπλιν ήταν το ίδιο για τον κινηματογράφο. Τον αγαπούσα ιδιαίτερα τον Τσάπλιν. Πιστεύω ότι ο δάσκαλός μου, ο Ετιέν Ντεκρού, θα παραμείνει για τον 20ό αιώνα ένας μεγάλος γνώστης της γραμματικής της τέχνης του μιμοδράματος».


– Παντομίμα ίσον πολύπλευρο ταλέντο;


«Το ταλέντο μπορεί να εξηγηθεί ως εξής: πειθαρχία στη δουλειά, πάθος και η φαντασία κάνει τα υπόλοιπα. Πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να έχουμε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τα μέσα επικοινωνίας, αλλά θέλω να πω ότι δεν βλέπω σε αυτά κανένα ταλέντο. Βλέπω την ιδιοφυΐα του ανθρώπου στην πληροφορική. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει ιδιοφυΐα. Οι άνθρωποι που χειρίζονται την πληροφορική είναι εγκέφαλοι. Είναι καταπληκτική η πρόοδος που έγινε στις επικοινωνίες, ακόμη και αν μέσα από αυτές τις επικοινωνίες μάς λείπει η επικοινωνία. Ποτέ ο άνθρωπος δεν ήταν τόσο απομονωμένος μέσα σε έναν κόσμο τόσο γεμάτο από μέσα επικοινωνίας. Ολα όσα ο άνθρωπος μπορεί να φανταστεί μπορούν να υπάρξουν πραγματικά. Και αυτό φέρνει φόβο. Δεν έχουμε ακόμη δει τον Θεό. Τον είδαμε στους Ελληνες. Οι θεοί και οι ημίθεοι έχουν εξαφανιστεί. Πού είναι τώρα; Κρύβονται; Είναι μέσα μας; Το μυστήριο είναι πάντα παρόν. Ελπίζω ότι αυτό το όνειρο θα μείνει για πολύ ακόμη μέσα μας. Αλλά θέλω να σας πω μέσα από αυτά ότι η μιμική μού έχει μάθει πως το βασικό είναι ο έρωτας για τη ζωή».


– Πώς θα προσδιορίζατε τη δική σας ταυτότητα;


«H τέχνη του μίμου θα έλεγα ότι είναι η τέχνη της κρυμμένης ταυτότητας του ανθρώπου με όλα τα στοιχεία που μας διαφεύγουν. Είναι η τέχνη της μεταμόρφωσης. Μιμούμαι το ψάρι, γίνομαι η θάλασσα. Μιμούμαι τον άνεμο, γίνομαι η καταιγίδα. Θέλω να πω ότι γινόμαστε αυτό που παριστάνουμε οργανικά, στη μορφή και στο πνεύμα.


Ο Μελ Μπρουκς μου τηλεφώνησε για να μου πει: «Μαρσό, θέλω να παίξεις στην ταινία μου επειδή κάνω μια ταινία επάνω στο βουβό σινεμά με διάσημους ηθοποιούς. Και θέλω ο μόνος που θα μιλάει να είναι ο Μαρσέλ Μαρσό». Του λέω: «Πώς το βλέπεις;». Και μου λέει: «Θέλω να το κάνεις μέσα από τον τύπο του Μπιπ που θα λέει όχι». Και του είπα: «Αν θέλεις απλώς έναν τύπο σαν τον Μπιπ που θα λέει όχι, ο καθένας μπορεί να το κάνει, μπορεί να αντιγράψει τον Μαρσέλ Μαρσό και το κοστούμι του και να πει όχι. Πρέπει να παιχτεί μια παντομίμα επειδή αυτό είναι ο Μαρσέλ Μαρσό. Αλλιώς δεν έχει νόημα». Και τότε ο Μελ Μπρουκς μου είπε: «Εχεις δίκιο, το βρήκα! Περπατάς μέσα στον δυνατό αέρα, σε φωνάζουν στο τηλέφωνο, αλλά ο δυνατός άνεμος σε εμποδίζει να φθάσεις στο τηλέφωνο, δίνεις μεγάλο αγώνα με τον άνεμο ώσπου να φθάσεις στη συσκευή και όταν φθάνεις λες όχι». Μου άρεσε πολύ η δουλειά με τον Μελ Μπρουκς. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να κάνω άλλες ταινίες μαζί του».


– Ποια προσωπικότητα θα θέλατε να γνωρίσετε;


«Ποτέ δεν γνώρισα τον Θεό. Θα ήθελα να γνωρίσω τον Βούδα, τον Ιησού, τον Μωυσή, τον Μότσαρτ, τον Λεονάρντο, τον Πικάσο, τον Ποσειδώνα, τον Δία. Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη όμως είναι σπουδαία για μένα».


– Αν η φαντασία σας είχε ένα παράθυρο και το ανοίγατε, ποιο τοπίο θα βλέπατε;


«Την ανάσα της ζωής».


– Τι ακούτε;


«Τη μουσική της εσωτερικότητας. Τη σιωπή της μουσικής και τη μουσική της σιωπής».


– Τελικά ο βουβός ήρωας Σαρλό μίλησε περισσότερο από όλους τους ηθοποιούς;


«Ακριβώς. Είναι πολύ ενδιαφέρον. Στην εποχή του βωβού κινηματογράφου πίστευαν ότι οι καλλιτέχνες που βλέπαμε ήταν σιωπηλοί επειδή δεν υπήρχε ήχος. Ανακάλυψε πολύ γρήγορα ότι όλα βασίζονταν στην τέχνη της σιωπής. Ηταν η αγγλική παντομίμα που βγήκε από την παράδοση του μιούζικ χολ. Και όταν ξεκίνησε ο ομιλών κινηματογράφος, ο Τσάπλιν αρνήθηκε να βάλει ήχο. Οταν υπήρχε ο Σαρλό, οι λέξεις περίσσευαν. Τότε ήταν που καταλάβαμε ότι η τέχνη του μίμου είναι εξίσου σπουδαία με την τέχνη του χορού, με την τέχνη της μουσικής, ότι είναι μια ολοκληρωμένη τέχνη. Λοιπόν ο Τσάπλιν την εποχή του βωβού κινηματογράφου δεν ήταν μίμος, έκανε βωβό κινηματογράφο, αλλά ήταν ρεαλιστής, λίγο μελοδραματικός, επειδή η μορφή του θεάτρου είναι λίγο μελοδραματική, αλλά είχε κινήσεις που δεν ήταν στυλιζαρισμένες. Ο Μπάστερ Κίτον επίσης είναι ένας μεγάλος μίμος (ήταν ακροβάτης) και βγήκε από το αγγλικό μιούζικ χολ, αλλά αυτός έκανε ακροβατικά με τον χρόνο, με το αφηρημένο, με τα αντικείμενα και με το πρόσωπο, που γίνεται σαν μάσκα και ενώ μοιάζει ανέκφραστη καθρεφτίζει όλες τις εκφάνσεις της ψυχής. Τον Τσάπλιν και τον Κίτον τους βάζω στην ίδια σειρά».


– Εχετε συναντήσει τον Τσάρλι Τσάπλιν;


«Τον συνάντησα το 1967 όταν γύριζα με τον φίλο μου, τον Ροζέ Βαντίμ, την «Μπαρμπαρέλα» στη Ρώμη. Ηταν στο Ορλί με τα παιδιά του και τη γυναίκα του. Ξαφνικά βλέπω έναν παράξενο τύπο με τα παιδιά του, που ήταν σαν κοτοπουλάκια πίσω του, και λέω: «Ο Σαρλό! Κρίμα! Ο Σαρλό είναι εδώ και δεν θα μπορέσω να τον γνωρίσω». Ημουν μαζί με έναν δημοσιογράφο και έναν φωτογράφο και τον ανιψιό μου, ο οποίος μου λέει: «Μαρσέλ, ο Τσάρλι Τσάπλιν σε κοιτάει». Λέω τότε στον ανιψιό μου: «Κοίτα, μην είσαι χαζός. Γιατί νομίζεις ότι θα ενδιέφερα τον Τσάρλι Τσάπλιν;». «Αλήθεια σου λέω, ο Τσάρλι Τσάπλιν σε κοιτάει». Γυρίζω και βλέπω ότι ο Τσάπλιν με κοιτάζει! Τότε λέω στον δημοσιογράφο και στον φωτογράφο: «Προσέξτε, μην έρθετε μαζί μου, δεν θέλω να τραβήξετε φωτογραφίες επειδή θα νομίσει ότι θέλω να κάνω διαφήμιση στον εαυτό μου. Μείνετε εκεί που είστε. Θέλω να δω τον Σαρλό μόνος μου». Πηγαίνω προς τον Σαρλό και ο Τσάπλιν λέει: «Ω, Μαρσέλ Μαρσό, είδα τις αφίσες σας και δεν αναγνώρισα το πρόσωπό σας. H κόρη μου, τα παιδιά μου σάς είδαν στην τηλεόραση». Του λέω τότε: «Ακούστε, Σαρλό, είστε ένας θεός για μένα. Οταν έγινε στην τηλεόραση ένα τιμητικό αφιέρωμα για τους μεγάλους ηθοποιούς του βωβού κινηματογράφου, εγώ έκανα τον Σαρλό». Τότε, άρχισα να κάνω πάλι τον Σαρλό και ο Σαρλό δίπλα μου έκανε και εκείνος τον Σαρλό… Αλλά το αεροπλάνο έφευγε. Και τότε ο Σαρλό είπε στα παιδιά του: «Ελάτε να δείτε τον Μαρσέλ Μαρσό». Και ήρθαν. Και μετά ο Σαρλό έφυγε και εγώ είπα στον εαυτό μου: «Είδες τον Σαρλό, μίλησες μαζί του, αλλά τι μπορεί να κάνει κανείς για να πει ευχαριστώ σε αυτόν τον άνθρωπο που έδωσε τόσα πράγματα;»».


– Υπάρχουν, εκτός από φλύαροι των λόγων, και φλύαροι των κινήσεων άνθρωποι;


«Νομίζω ότι δεν είμαι φλύαρος στον λόγο, δεν είμαι φλύαρος ούτε στις κινήσεις. Φλύαρος είναι εκείνος που λέει πολλά και όχι ενδιαφέροντα πράγματα. Ευφραδής άνθρωπος είναι εκείνος που λέει τα πιο σημαντικά για να αποκαλύψει την ιστορική αλήθεια και τη θεωρία του. Αν φαίνομαι φλύαρος είναι γιατί προσπαθώ να σας δώσω την ιστορία λέγοντας τα πιο ουσιαστικά πράγματα που αφορούν έναν ολόκληρο αιώνα. Καταλαβαίνετε, πέρασαν 20 αιώνες λογοτεχνίας και ένας μεγάλος κριτικός είπε ότι ο άνθρωπος έχει πει τόσα που να χωράνε στη χούφτα του χεριού του. Αν τα πεις αυτά στο κοινό, δεν πρόκειται να σημάνουν τίποτε ουσιώδες γι’ αυτό. Εμείς στη μιμική πρέπει να του εξηγήσουμε όχι μόνο τις ρίζες της ζωής μας αλλά και την ίδια την ιστορία του πολιτισμού. H τέχνη της μίμησης μετατρέποντας το ορατό σε αόρατο και το αντίστροφο αλλάζει τις σχέσεις ανάμεσα στον χρόνο και στον τόπο παίζοντας με το κενό και επηρεάζοντας έτσι όλο το σύγχρονο θέατρο».


– Τελικά τι είναι οι φωνές της σιωπής;


«Οι μίμοι πρέπει να έχουν βιωμένη αντίληψη των κινήσεων η οποία ξεπερνώντας τους ψυχρούς μηχανισμούς που έχουν διδαχθεί θα μπορέσει να προσαρμοστεί και να εκφράσει τις ανησυχίες και τις φιλοδοξίες τους. Οι φωνές της σιωπής είναι η προέκταση των εσωτερικών μας φωνών. Αυτές κινητοποιούν τους «μαιάνδρους» του υποσυνειδήτου μας και δίνουν διαύγεια στη συνείδησή μας διότι ο μίμος πρέπει να είναι καθαρός, αναγνώσιμος, ελλειπτικός και ποιητικός, ακόμη και όταν αναζητεί την αφαίρεση. Πρέπει να τέρπεις με τη φόρμα και να αγγίζεις με τη χάρη και το περιεχόμενο. Θέλουμε με την τέχνη μας να διδάξουμε την αίσθηση της ταπεινότητας, να στρέψουμε το βλέμμα στο φυσικό σύμπαν της ύπαρξης μέσα σε έναν κόσμο τσακισμένο από τα πάθη και τη βία, ο οποίος όμως ακόμη αναζητεί το φως και τον έρωτα».


– Σας ευχαριστώ πολύ.


«Κι εγώ σας ευχαριστώ».