Από τον Απρίλιο έως σήμερα, η κυβέρνηση παραμένει δημοσκοπικά στάσιμη. Παρά το πακέτο φορο-ελαφρύνσεων, στην εκτίμηση ψήφου βρίσκεται διαρκώς κοντά στο 30% (διαχρονικά στοιχεία Metron). Ούτε χάνει αλλά ούτε κερδίζει.
Το ερώτημα είναι γιατί.
Κατ’αρχάς ο πληθωρισμός διατηρείται ως κορυφαίο ζήτημα για την κοινή γνώμη, χωρίς έως τώρα επαρκή αντιμετώπιση. Παρότι οι μειώσεις άμεσων φόρων ενισχύουν τα εισοδήματα, δεν περιορίζουν την ακρίβεια. Κι επιπλέον θα χρειαστεί χρόνος για να γίνει η ενίσχυση αισθητή.
Δεύτερον, υποθέσεις τύπου ΟΠΕΚΕΠΕ παράγουν αρνητική δημοσιότητα για την κυβέρνηση. Βεβαίως οι πελατειακές συναλλαγές αποτελούν εγγενές και διαχρονικό χαρακτηριστικό της χώρας.
Επίσης, η πικρή αλήθεια είναι, πως καμία κυβέρνηση στη Μεταπολίτευση δεν κλονίστηκε επειδή έκανε ή ανέχτηκε ρουσφέτια. Αρκετές αντιθέτως κλονίστηκαν όταν περιόρισαν τη λειτουργία του πελατειακού συστήματος – όπως συνέβη στα χρόνια των μνημονίων. Σε κάθε περίπτωση όμως η πολιτική ατμόσφαιρα επιβαρύνεται.
Τρίτον, τα εσωτερικά μέτωπα στη ΝΔ δυσκολεύουν την προσπάθεια Μητσοτάκη να συσπειρώσει μέρος του παραδοσιακού του ακροατηρίου. Ο Καραμανλής απέχει και ο Σαμαράς έχει διαγραφεί ετοιμάζοντας νέο κόμμα.
Αν και τα κίνητρα τους μοιάζουν περισσότερο προσωπικά παρά πολιτικά, φαίνεται πως αντανακλούν και μια ευρύτερη δυσφορία. Είτε αυτή προέρχεται από κομματικά στελέχη με ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες. Είτε από ένα τμήμα συντηρητικών ψηφοφόρων με επίκεντρο κυρίως τη Βόρεια Ελλάδα που τηρεί αποστάσεις από χειρισμούς σε θέματα ατομικών δικαιωμάτων, μετανάστευσης κι εξωτερικής πολιτικής.
Ωστόσο, παρά το δύσβατο περιβάλλον, ο Πρωθυπουργός μάλλον δύσκολα θα απωλέσει το ευρύ προβάδισμα που διατηρεί από τον δεύτερο.
Αφενός γιατί ο χρόνος λειτουργεί πλέον και υπέρ του. Όσο περισσότερο παρατείνεται η δημοσκοπική κυριαρχία του, τόσο δυσκολότερη γίνεται η ανατροπή της πλησιάζοντας στις κάλπες. Οι εκλογές άλλωστε κρίνονται πολύ πριν τις εκλογές.
Αφετέρου επειδή οι όροι της σύγκρουσης τoν ευνοούν. Η ατζέντα των φορο-μειώσεων είτε δεν αμφισβητείται είτε στην περίπτωση που αμφισβητείται, η εναλλακτική μοιάζει χειρότερη – όπως οι προτάσεις για νέους φόρους. Στο τέλος της ημέρας άλλωστε, η ψήφος παραμένει μια άσκηση σύγκρισης ανάμεσα σε δύο τουλάχιστον εναλλακτικές.
*Ο Πάνος Κολιαστάσης είναι δρ Πολιτικής Επιστήμης στο Queen Mary University of London και διδάσκων στο ΕΑΠ.






