Μια από τις ένοχες απολαύσεις της στήλης είναι να παρακολουθεί κάθε χρόνο τον Οκτώβρη τις διαδικτυακές αντιδράσεις μετά την απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας. Αν και ποτέ δεν φτάνουν τον αντίκτυπο του Νομπέλ Ειρήνης (τι να κάνουμε, η πολιτική προκαλεί περισσότερα πάθη), είναι ενδεικτικές του φανατισμού (και το γράφω αυτό με την καλή έννοια) που γεννά η αγάπη της λογοτεχνίας και της ανάγνωσης.
Η ένταση που ακολουθεί τη βράβευση αυτή οφείλεται προφανώς στο κύρος που συνοδεύει τον θεσμό. Το συμβολικό κεφάλαιο που προσφέρει η κατοχή του βραβείου αναβαθμίζει όχι μόνο το πρόσωπο που το παίρνει, αλλά και το στιλ λογοτεχνίας που πρεσβεύει. Και επειδή δεν υπάρχει τίποτα πιο έντονα αμφισβητήσιμο από το γούστο, η μάχη φουντώνει.
Η αλήθεια είναι ότι την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία η σουηδική Ακαδημία έδειξε την πρόθεσή της να επεκταθεί σε μορφές λογοτεχνίας που κατά κάποιον τρόπο δεν είναι καθολικά αποδεκτές ως λογοτεχνία . Μπορούμε να θυμηθούμε, φερ’ ειπείν, τη συζήτηση που είχε ανάψει η βράβευση του μεγάλου Μπομπ Ντίλαν το 2016. Από μια μερίδα του κοινού χαιρετίστηκε το άνοιγμα του θεσμού προς λιγότερο παραδοσιακές αντιλήψεις περί λογοτεχνίας (και κάποιοι το πανηγυρίσαμε σαν να πήραμε το Μουντιάλ), μια άλλη θρηνούσε για το τέλος της μεγάλης κλασικής λογοτεχνίας.
Παρόμοια αναστάτωση στη δημόσια σφαίρα προκάλεσε και η βράβευση της Ανί Ενρό το 2022. Η περίεργη κατηγορία του «autofiction», της «αυτομυθοπλασίας», δοκίμασε εκ νέου τα όρια των αντιλήψεων -και, γιατί όχι, προκαταλήψεων- του θεσμού. Παράλληλα, η έγνοια του θεσμού να συμπεριλάβει φωνές πέραν του δυτικού κόσμου, καθώς και να πάψει να υποτιμά ή να αγνοεί πλήρως τη γυναικεία γραφή, οδήγησε στην καχυποψία ότι η «αξιοκρατία», ό,τι κι αν εννοεί κανείς με αυτό, υπονομεύεται από την ποσόστωση.
Σε αυτό το πλαίσιο η φετινή βράβευση του κεντροευρωπαίου Λάζλο Κρασνακορχάι, ο οποίος συνεχίζει τη μακρά μοντερνιστική παράδοση που έχουμε συνηθίσει να εκτιμούμε ως υψηλή, αντιμετωπίστηκε με ανακούφιση. Επιτέλους μια επιλογή κοινής αποδοχής!
Δεν ξέρω βέβαια κατά πόσο αυτή η κοινή αποδοχή σημαίνει κάτι πέρα από τα στενά όρια των φιλαναγνωστών. Εξάλλου, η αύξηση του αριθμού των βραβείων στην εποχή μας ναρκοθετεί και τη λειτουργία τους, ως μέσων ανάδειξης του μοναδικού, του ξεχωριστού. Εν ολίγοις, τα βραβεία σημαίνουν πια όλο και λιγότερα πράγματα.
Αυτό σημαίνει, βέβαια, πως ολοένα και λιγότερο σημαντική γίνεται και η άρνησή τους. Όταν ο Σαρτρ, μια μέρα σαν σήμερα το 1964, αρνούνταν να παραλάβει το βραβείο Νομπέλ, η κίνηση είχε κάποιο νόημα. Ήταν η ρητή αμφισβήτηση μιας τάξης πραγμάτων που απονέμει αξία στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης.
Για να έχει όμως νόημα η άρνηση, ο αρνητής πρέπει να έχει ένα ήδη κατοχυρωμένο κύρος. Ο αμφισβητίας διανοούμενος που τη μια στιγμή είναι στο γραφείο του γράφοντας, την άλλη στα παρισινά καφέ δημιουργώντας ζυμώσεις και έπειτα στα οδοφράγματα υπήρξε ένας κοινωνικός τύπος που χαρακτήρισε ακριβώς την εποχή που τα βραβεία διατηρούσαν το αντίκρισμά τους.
Σήμερα η εποχή αυτή έχει παρέλθει. Ο καθολικός διανοούμενος ανήκει στο παρελθόν, με τους ανθρώπους των γραμμάτων να επιτελούν πιο περιορισμένο δημόσιο ρόλο, στο πλαίσιο ίσως του γενικού καταμερισμού της εργασίας. Ήταν μια ευχάριστη νότα, λοιπόν, η δημόσια απάντηση του Κρασναχορκάι στον ακροδεξιό Όρμπαν, όπου διευκρίνισε πως παρά τους πανηγυρισμούς του πρωθυπουργού για το «ουγγρικό» Νομπέλ, οι απόψεις του παραμένουν διαμετρικά αντίθετες από τις απόψεις του συγγραφέα.
Και, παρεμπιπτόντως, όχι, αυτό δεν είναι ένα σχόλιο με αφορμή τον θάνατο του Διονύση Σαββόπουλου.






