Ήταν 20 Φεβρουαρίου του 2005 όταν ο Χάντερ Σ. Τόμσον έβαλε τέλος στη ζωή του και περίπου δύο δεκαετίες μετά, η υπόθεση θα επανεξεταστεί έπειτα από αίτημα της χήρας του, Ανίτα Τόμσον. Η έρευνα δεν θα περιλαμβάνει εξέταση λειψάνων καθώς ο συγγραφέας του «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας» είχε αποτεφρωθεί και στη συνέχεια εκτοξευθεί στον ουρανό του Κολοράντο με κανόνι – αυτή ήταν η επιθυμία του και την έκανε πράξη ο καλός του φίλος, Τζόνι Ντεπ.
Σύμφωνα με τον σερίφη της κομητείας Πίτκιν του Κολοράντο, δεν υπάρχουν νέα στοιχεία που να υποδεικνύουν εγκληματική ενέργεια, ωστόσο «φέρνοντας έναν εξωτερικό φορέα για μια νέα ματιά, ελπίζουμε να προσφέρουμε μια οριστική και διαφανή επανεξέταση που θα προσφέρει γαλήνη στην οικογένειά του και στο κοινό».
Τέσσερις πυροβολισμοί ήταν στο σύνολο. Ο πρώτος, αυτός που ξεκίνησε τον χορό της πυρίτιδας, ακούστηκε από την κουζίνα· έμοιαζε περισσότερο με ογκώδες βιβλίο που πέφτει στο πάτωμα. Οι τρεις που ακολούθησαν, ήρθαν από την αυλή. Ο Χάντερ Σ. Τόμσον, ο θρυλικός δημοσιογράφος και συγγραφέας μόλις είχε αυτοκτονήσει στα εξήντα επτά του και ο γιος του, Χουάν, που βρέθηκε στη φάρμα για να τον επισκεφτεί, τον αποχαιρέτησε με θόρυβο, όπως ακριβώς έζησε ο πατέρας του.
Την εποχή εκείνη, το περιοδικό Rolling Stone δημοσίευσε αυτό που ο φίλος του, Ντάγκλας Μπρίνκλεϊ, υποστήριξε πως ήταν σημείωμα αυτοκτονίας. «Όχι άλλα παιχνίδια. Όχι άλλες βόμβες. Όχι άλλο περπάτημα. Όχι άλλη πλάκα. Όχι άλλο κολύμπι. Εξήντα επτά. Αυτά είναι δεκαεπτά χρόνια μετά τα πενήντα. Δεκαεπτά χρόνια από όσα ήθελα ή χρειαζόμουν. Είναι βαρετά. Γκρινιάζω συνέχεια. Δεν έχει πλάκα, για κανέναν. Εξήντα επτά. Γίνεσαι άπληστος. Πράξε ανάλογα με την ηλικία σου. Ηρέμησε. Δεν θα πονέσει».
Ο ιδιαίτερος και αρκετά ανυπόμονος Τόμσον είχε απειλήσει να αυτοκτονήσει στο παρελθόν και, σύμφωνα με τους φίλους του, ήταν άνθρωπος που έκανε πράξη όσα έλεγε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από σοβαρά προβλήματα υγείας, ανάρρωνε από εγχείρηση στο ισχίο και στη μέση, ενώ είχε σπάσει πρόσφατα το πόδι του. Πάλευε επίσης με τον εθισμό στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά, καθώς και με την κατάθλιψη.
Η απόφαση να επανεξεταστούν οι συνθήκες ενός θανάτου ύστερα από είκοσι χρόνια είναι αναμφίβολα παράξενη. Ούτε η Ανίτα ούτε το Gonzo Foundation – ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός που ίδρυσε για να προστατεύσει την κληρονομιά του Τόμσον – έχουν δώσει κάποια εξήγηση. Σε λίγο καιρό από τώρα, βέβαια, θα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο του Τόμσον με επιστολές του και δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι πίσω από το αίτημα της χήρας του, κρύβεται ένα επικοινωνιακό τρικ με σκοπό να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον για τον συγγραφέα.
Ποιος ήταν ο Χάντερ Σ. Τόμσον
Ο Χάντερ Στόκτον Τόμσον γεννήθηκε στο Λούισβιλ του Κεντάκι στις 18 Ιουλίου 1937 και ενώ μπλεκόταν συχνά σε καβγάδες, ανέπτυξε μια βαθιά αγάπη για τη συγγραφή. Μεγαλώνοντας, έχτισε τη φήμη του ως ταραχοποιός, κλιμακώνοντας τις εξωσχολικές του δραστηριότητες από πιο αθώες φάρσες, όπως το να αδειάζει ένα φορτηγό με κολοκύθες μπροστά σε ξενοδοχείο, μέχρι μικροκλοπές, βανδαλισμούς και τελικά ληστεία. Εκείνη την περίοδο ανέπτυξε επίσης μια δια βίου έλξη για τα όπλα και μια γεύση από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ.
Στην τελευταία του χρονιά στο λύκειο, ο Τόμσον βρέθηκε αντιμέτωπος με τον νόμο και συνελήφθη αρκετές φορές. Οι παρανομίες του, μάλιστα, τον οδήγησαν στη φυλακή για μερικές εβδομάδες. Ο δικαστής στην υπόθεση ληστείας τού έδωσε τότε την επιλογή ανάμεσα στη φυλακή ή τον στρατό. Ο Τόμσον διάλεξε το δεύτερο και το 1956 κατατάχθηκε στην Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ.
Μετά την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης, ο Τόμσον τοποθετήθηκε στη Βάση Eglin στη Φλόριντα, όπου δούλεψε ως αθλητικογράφος για την εφημερίδα Command Courier. Η συμπεριφορά του, όμως, κρίθηκε οριακή ακόμα και για τους πιο σκληρούς αξιωματικούς κι έτσι έλαβε πρόωρη απόλυση το 1958. Αν και η στρατιωτική του καριέρα έληξε, ένα θρυλικό μέλλον στη δημοσιογραφία τον περίμενε.
Οι Hell’s Angels
Τα επόμενα χρόνια, ο Τόμσον ταξίδευε σε όλη τη χώρα δουλεύοντας για μικρές εφημερίδες και για λίγο ως βοηθός στο περιοδικό Time. Πέρασε επίσης ένα διάστημα στο Πουέρτο Ρίκο, εργαζόμενος σε ένα αθλητικό περιοδικό – το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «The Rum Diary», το οποίο τελικά κυκλοφόρησε το 1998, ανήκει σε εκείνη την περίοδο.
Αν και οι συνήθειές του συχνά του κόστιζαν δουλειές, τον έκαναν επίσης γνωστό. Το 1965, τού ανατέθηκε από το The Nation ένα άρθρο σχετικά με τη λέσχη μοτοσυκλετιστών «Hells Angels». Ο Τόμσον έγραψε το άρθρο, πέρασε ένα χρόνο με τη διαβόητη συμμορία, βρέθηκε με πρησμένα ζυγωματικά μετά από ξυλοδαρμό και τελικά έγραψε για τη συνολική του εμπειρία στο βιβλίο «Hell’s Angels: The Strange and Terrible Saga of the Outlaw Motorcycle Gangs» (1967).
Η αφήγηση πρώτου προσώπου και ο συνδυασμός της δημοσιογραφίας με τη λογοτεχνία τον έβαλαν στο χάρτη και σαν πινέζα που αρνείται να αποχωριστεί τον πίνακα φελλού, εξακολουθεί να δείχνει το δρόμο σε νέους δημοσιογράφους μέχρι και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του, μαζί με τους Τζόαν Ντίντιον, Γκέι Τελίζ και Τομ Γουλφ – όλοι τους ανήκαν στο ρεύμα της Νέας Δημοσιογραφίας.
H απόρριψη που μετατράπηκε σε επιτυχία
Με τα έσοδα από το «Hell’s Angels», το 1967 αγόρασε ένα συγκρότημα στα περίχωρα του Άσπεν στο Κολοράντο το οποίο ονόμασε «Owl Creek», μετακομίζοντας εκεί με τη σύζυγό του Σάντι Κόκλιν και τον γιο τους, Χουάν. Παρά τις φαινομενικά οικογενειακές συνθήκες, ο Τόμσον δεν έδειξε καμία διάθεση να πατήσει φρένο. Ταξίδευε συνεχώς για πολλά περιοδικά, καλύπτοντας θέματα όπως το κίνημα των Χίπις, ο πόλεμος στο Βιετνάμ και οι εκλογικές καμπάνιες του 1968, γράφοντας με το χαρακτηριστικό, ανατρεπτικό του ύφος.
Ανάμεσα στα γνωστότερα κείμενα αυτής της περιόδου ήταν το «The Kentucky Derby Is Decadent and Depraved», μια εκτενής αφήγηση του Ντέρμπι που αφορούσε περισσότερο την εμπειρία παρακολούθησης παρά τον ίδιο τον αγώνα. Δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1970 στο περιοδικό Scanlan’s Monthly, με εικονογραφήσεις του Βρετανού καλλιτέχνη Ralph Steadman και θεωρήθηκε το πρώτο παράδειγμα αυτού που σήμερα είναι γνωστό ως «Gonzo Journalism», το στιλ δημοσιογραφίας που τοποθετεί τον δημοσιογράφο στο επίκεντρο της ιστορίας με έναν εξαιρετικά προσωπικό και συμμετοχικό τρόπο.
Ωστόσο, ούτε η νέα του επιτυχία δεν ηρέμησε τον ταραχοποιό μέσα του. Το 1970 αποφάσισε να ταρακουνήσει τις ΗΠΑ κατεβαίνοντας για σερίφης της κομητείας Πίτκιν του Κολοράντο, με το ψηφοδέλτιο «Freak Power». Η ατζέντα του περιλάμβανε χαλάρωση των ποινών για τα ναρκωτικά, μετονομασία του Άσπεν σε «Fat City» και αντικατάσταση της ασφάλτου στους δρόμους με χλοοτάπητα. Ηττήθηκε οριακά, αλλά το άρθρο του για την καμπάνια, «The Battle of Aspen», δημοσιεύτηκε στο Rolling Stone. Ο Τόμσον διατήρησε τη σχέση του με το περιοδικό για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και σε αυτό έγραψε το ίσως σημαντικότερο κείμενο της καριέρας του, το «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας».
Για το υπόλοιπο της ζωής του συνέχισε να γράφει – κυρίως για το ESPN -, αν και μεγάλο μέρος του δημοσιευμένου έργου του προερχόταν από τις πιο παραγωγικές περιόδους του.
Το 1971, το Sports Illustrated ζήτησε από τον Τόμσον να καλύψει τον αγώνα μοτοσυκλετών Mint 400 στην έρημο της Νεβάδα. Αν και ταξίδεψε εκεί για να παρακολουθήσει το γεγονός, το κείμενο απορρίφθηκε. Αντί για νικητές και ηττημένους, εκείνος έγραψε μια ανεξέλεγκτη ιστορία εμποτισμένη με ουσίες για το alter ego, τον Ραούλ Ντιουκ και τον δικηγόρο του, Όσκαρ Ακόστα, που περιπλανώνται στο Λας Βέγκας αναζητώντας το Αμερικανικό Όνειρο.
Τελικά, το κείμενο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο Rolling Stone και επεκτάθηκε σε βιβλίο με τίτλο «Fear and Loathing in Las Vegas: A Savage Journey to the Heart of the American Dream» (1972). Με εικονογραφήσεις και πάλι του Ralph Steadman, υπήρξε κριτική και εμπορική επιτυχία. Το 1998, μάλιστα, το έργο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Τέρι Γκίλιαμ, με πρωταγωνιστές τους Τζόνι Ντεπ και Μπενίσιο Ντελ Τόρο.
Η ταχύτητα μειώθηκε, ο θάνατος τον πρόφτασε
Μεθυσμένος από τη νέα του φήμη, αλλά και από τις πολλές ουσίες, ο Τόμσον ανέλαβε την κάλυψη των προεκλογικών εκστρατειών του Ρίτσαρντ Νίξον (ο μεγαλύτερος πολιτικός εχθρός του) και του Τζορτζ ΜακΓκόβερν για το Rolling Stone. Στη συνέχεια, τα κείμενά του συγκεντρώθηκαν και εκδόθηκαν στο εξαιρετικό βιβλίο «Fear and Loathing on the Campaign Trail ’72».
Ωστόσο, εκείνη την εποχή ο σκληρός τρόπος ζωής του άρχισε να επιβαρύνει το έργο του. Στάλθηκε στο Ζαΐρ το 1974 να καλύψει τον περίφημο αγώνα μποξ «Rumble in the Jungle» μεταξύ του Τζορτζ Φόρμαν και του Μοχάμεντ Άλι, αλλά ο Τόμσον, αντί να παρακολουθήσει από κοντά τα σχοινιά του ρινγκ να τινάζονται, πέρασε την ώρα του στην πισίνα του ξενοδοχείου, όπου είχε ρίξει μισό κιλό μαριχουάνα. Το άρθρο δεν γράφτηκε ποτέ, όπως και πολλά άλλα κείμενα που ξεκινούσε αλλά εγκατέλειπε. Το 1980, η σύζυγός του Σάντι τον χώρισε.
Για το υπόλοιπο της ζωής του συνέχισε να γράφει – κυρίως για το ESPN -, αν και μεγάλο μέρος του δημοσιευμένου έργου του προερχόταν από τις πιο παραγωγικές περιόδους του. Από το 1979 έως το 1994 η Random House εξέδωσε τέσσερις τόμους των κειμένων του με τίτλο «The Gonzo Papers», και το 2003, χρονιά που παντρεύτηκε ξανά τη βοηθό του Ανίτα Μπέζμακ, κυκλοφόρησε το ημι-αυτοβιογραφικό «Kingdom of Fear».
Μέχρι το 2005, ο Τόμσον είχε γίνει καταθλιπτικός, απογοητευμένος από τον κόσμο γύρω του, κουρασμένος από το γήρας και ταλαιπωρημένος από πολλά προβλήματα υγείας. Στις 20 Φεβρουαρίου 2005 αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο με τον λογοτεχνικό του ήρωα, Έρνεστ Χέμινγουεϊ.



