Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη είναι ένας συνδυασμός γοητείας και αυστηρότητας, μια γυναίκα που δουλεύει πολύ και σκληρά, με σπάνια συνέπεια και σαφείς στόχους. Στην περίπτωσή της η επιτυχία δεν ήρθε τυχαία -γι’ αυτό και διαρκεί.

Γεννήθηκε στον Έβρο (Δόξα Διδυμοτείχου), σπούδασε στη Θεσσαλονίκη και μαθήτευσε δίπλα σε σημαντικούς ανθρώπους του θεάτρου -απ’ τον Νικηφόρο Παπανδρέου, την Μάγια Λυμπεροπούλου και τον Γιώργο Μιχαηλίδη ως την Ελένη Σκόττη, τον Γιάννη Χουβαρδά και τελευταίως τον Μπομπ Ουίλσον.

Στις 25-26 Ιουλίου θα παίξει είναι στην Επίδαυρο, Κρέων στον σοφόκλειο «Οιδίποδα» του Γιάννη Χουβαραδά. Μιλά για όλα αυτά στο ΒΗΜΑ Talks.

Είχατε σκεφτεί τη διαδρομή σας, όταν ξεκινούσατε;

Ποιος θα μπορούσε; Εδώ δεν ξέρουμε αν θα υπάρχουμε την επόμενη μέρα… Εγώ βάδιζα ανάλογα μ’ αυτό που προέκυπτε, μ’ αυτό που ερχόταν. Ποτέ δεν τολμούσα να κάνω τα μεγάλα όνειρα και να πιστέψω ότι εγώ μια μέρα θα… Δεν είχα ποτέ τέτοια έπαρση. Πήγαινα μαλακά-μαλακά, ανάλογα με τα βήματα που μου παρουσιάζονταν, ανάλογα με τους ανθρώπους, τις προτάσεις, τις συνεργασίες.

Ωστόσο κάτι φαινόταν εξαρχής;  

Το να σου δοθεί τυχαία μια ευκαιρία κάποια στιγμή στη ζωή σου, ναι, μπορεί να συμβεί. Εξαρτάται όμως πως εσύ θ’ ανταποκριθείς, πόσο σκληρά θα δουλέψεις, πόσο καλός συνεργάτης θα είσαι, πόσο, που έλεγε και η Μάγια (σ.σ. Λυμπεροπούλου), οι θεατρικοί σου πόροι θα είναι ανοιχτοί να καταλάβεις τι σου ζητάει ο σκηνοθέτης. Να μην κάνεις του κεφαλιού σου και να είσαι εκτός θέματος. Για μένα όλα αυτά ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Τα είχα διδαχτεί ήδη απ’ τη δραματική.

Σας επηρέασε ο τρόπος που μεγαλώσατε, η οικογένειά σας…

Ναι, προφανώς, οι διδαχές που πήρα. Είχα την τύχη να ζήσω σ’ ένα γλυκό, τρυφερό περιβάλλον, να έχω μία ευτυχισμένη παιδική ηλικία, να βιώσω αγάπη όχι μόνο απ’ την οικογένειά μου, αλλά και απ’ το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του χωριού. Να έχω έναν πατέρα που αυτοθυσιάστηκε για μένα -έφυγε απ’ το χωριό, ήρθε στη μεγάλη πόλη, φτωχός, για να δώσει στα παιδιά του καλύτερες ευκαιρίες ζωής.

Και οι δάσκαλοί μου. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο, τη δική του αισθητική και ματιά πάνω στα πράγματα. Ο Γιώργος Μιχαηλίδης είχε τεράστια παιδεία. Ήταν άνθρωπος του πάθους. Του άρεσε στα έργα που έκανε η υποκριτική να είναι γεμάτη συναίσθημα, ενέργεια, να ’ναι εκρηκτική. Ο Γιάννης Χουβαρδάς είναι πιο διανοούμενος, έχει κάτι απ’ τη γερμανική σχολή, έχει φόρμα, και συχνά, ανατρεπτικό βλέμμα. Μ’ αρέσει που εξακολουθεί να δοκιμάζεται σε καινούργιες φόρμες, να πειραματίζεται και δεν κάθεται στα κεκτημένα ή γνωστά. Είναι πιο νέος απ’ τους νέους. Γι’ αυτό και κάθε φορά -πλην σπανίων εξαιρέσεων, ανταποκρίνομαι αμέσως στο κάλεσμά του.

Ο ηθοποιός, πέρα απ’ το ταλέντο, τη δουλειά του, ανεβάζει στη σκηνή τον εαυτό του;

Νομίζω ότι η ιστορία το έχει αποδείξει αυτό. Έχουμε δει περιπτώσεις ανθρώπων που μας ξεγέλασαν για ένα διάστημα, αλλά που τελικά ο κακός τους χαρακτήρας έφαγε και τους ίδιους. Νομίζω ότι ο καθένας από εμάς για κάποιο λόγο έχει επιλέξει αυτήν την τέχνη. Για μένα ήτανε πάντα βασικός άξονας η υπαρξιακή μου αγωνία. Να ψάξω να βρω απαντήσεις στα θεμελιώδη ερωτήματα -που βέβαια δεν τις βρίσκεις ποτέ. Ξέρω ότι δεν υπάρχουν -το γιατί της ζωής και του θανάτου, το νόημα, δηλαδή, όλου αυτού του πράγματος.

«Μου έχουν πει «τ’ όνομά σας είναι εγγύηση για μας». Πώς ν’ απογοητεύσεις αυτόν τον κόσμο λοιπόν και να πας σε μια μέτρια δουλειά;».

Η επικοινωνία λοιπόν με τους άλλους ανθρώπους, με το κοινό, με τους συνεργάτες, ήταν για μένα ο στόχος. Να  μοιραστώ την αγωνία μου, τους φόβους μου, τα ερωτηματικά μου για όλα τα μεγάλα ηθικά θέματα, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, τον Θεό, τις σχέσεις, την ειρήνη, τον πόλεμο, την δημοκρατία.

Συνειδητά αποφύγατε ένα θέατρο πιο ψυχαγωγικό;

Ναι, αυτό δεν μ’ ενδιέφερε ποτέ. Δεν έβρισκα νόημα, δεν είχαμε κοινό σημείο επαφής. Μου ήταν ένας ξένος χώρος. Αν πήγαινα εκεί θα έκανα βουτιά σε νερά που δεν θα μ’ άρεσε να κολυμπάω. Οπότε, και μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, είπα και πολλά όχι. Αρνήθηκα τέτοιου τύπου προτάσεις όχι μόνο στο θέατρο αλλά και στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο.

Με μεγάλο, οικονομικό, κόστος;

Φυσικά, εννοείται.

Αλλά γίνατε γνωστή, δημοφιλής…

Κάτι που ποτέ δεν μ’ απασχόλησε. Φυσικά και όλοι θέλουμε το έργο μας να φτάνει στο στόχο του, που είναι ο θεατής, και ν’ αρέσει η δουλειά μας.

Δούλευα τόσα χρόνια μ’ έναν πολύ σπουδαίο σκηνοθέτη στο Ανοιχτό Θέατρο, τον Γιώργο Μιχαηλίδη, και η ευκαιρία να γίνω ευρύτερα γνωστή ήρθε μέσα απ’ την τηλεόραση. Πρώτα απ’ τον «Κίτρινο φάκελο» του Καραγάτση και μετά απ’ τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» του Μουρσελά, και τα δύο σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη.

Δεν ανταποκρίθηκα στις πολλές προτάσεις για καθημερινά και εμπορικά σίριαλ που θα με αμείβανε πολύ καλύτερα -πολλά χρήματα και  αναγνώριση. Δεν ήταν για μένα αυτό ζητούμενο ποτέ, πάντα ήταν η ποιότητα της δουλειάς. Τι έχουμε να πούμε στο θεατή μέσα απ’ αυτό; Τον βοηθάμε στην πνευματική του ανάπτυξη; Η έστω του δίνουμε τροφή για σκέψη και ευκαιρίες να νιώσει κάποια συναισθήματα, ν’ ανέβει η αισθητική του;

Όταν είσαι σ’ αυτό το μέσον που είναι η τηλεόραση, μπορεί μ’ έναν πολύ καλό χειρισμό να έχεις έναν εξαιρετικό αντίκτυπο στον κόσμο και στη δημόσια κοινωνική ζωή. Απ’ την άλλη, αν πας σε κάτι που είναι φτηνό, ευτελές, κακόγουστο, εγώ μέσα μου αισθανόμουν ότι θα γινόμουν συνεργός σ’ ένα έγκλημα. Ήταν μία πολιτική επιλογή το να μην πάω σ’ αυτές τις σειρές. Δεν ήθελα να συμβάλω στο να κατέβει το πνευματικό επίπεδο των συμπατριωτών μου μέσα από ένα ρόλο, μια δουλειά. Πάντα στόχος μου ήταν το καλύτερο. Δεν μπορείς να το καταφέρεις αυτό πάντα βέβαια, γιατί είναι ένας συνδυασμός πολλών παραγόντων.

Είστε πρότυπο για τον χώρο σας, για τους νεότερους…

Δεν το ξέρω. Μου το λένε… Φυσικά και χαίρομαι, αλλά δεν το επιδίωξα -συνέβη. Ήρθε ως αποτέλεσμα κάποιων επιλογών. Είχα και εγώ κάποιες γυναίκες πρότυπα τη Μάγια Λυμπεροπούλου, τη Ρένη Πιττακή και τώρα πράγματι εισπράττω συχνά, από νεότερες, ότι «έγινα ηθοποιός εξαιτίας σας», ή ότι «μ’ επηρεάσατε απ’ την τάδε δουλειά». Και μου δίνει χαρά.

Και αίσθημα ευθύνης;

Τεράστιας ευθύνης. Και τώρα, ανάλογα και με τις ανάγκες που έχω, γιατί μεγαλώνοντας και οι οικονομικές μας ανάγκες μεγαλώνουν, όταν έρχεται κάποια πρόταση, όχι πολύ κακή, τη μετράω, τη ζυγίζω. Αναρωτιέμαι όχι για τα νεότερα παιδιά αλλά για τον κόσμο που μας ακολουθεί. Μου έχουν πει «τ’ όνομά σας είναι εγγύηση για μας». Πώς ν’ απογοητεύσεις αυτόν τον κόσμο λοιπόν και να πας σε μια μέτρια δουλειά; Όλον τον αγώνα που έκανες όλα αυτά τα χρόνια, μέρα με τη μέρα, με κόπο, με πόνο, σωματικό και ψυχικό, δεν μπορείς στο τέλος να δώσεις μια και να τα καταστρέψεις όλα, να τα αναιρέσεις. Οπότε κρατάω τις αντιστάσεις μου.

Επιτυχία σημαίνει και εξουσία;

Αυτή είναι μια λέξη που δεν μ’ αρέσει καθόλου. Μ’ αρέσει όμως να μιλάω για ισοτιμία. Φυσικά στη δουλειά μας υπάρχει η ιδιότητα του σκηνοθέτη και από κάτω είμαστε όλοι οι υπόλοιποι συντελεστές και υπακούμε.

Ισοτιμία όμως δεν υπάρχει στο θέατρο…

Παρόλα αυτά εγώ δεν σκέφτομαι ποτέ με τέτοιους όρους, με τέτοιες λέξεις. Δεν μ’ απασχολούν τα ερωτήματα περί επιτυχίας ή εξουσίας. Ίσα-ίσα αν δω κάποια φαινόμενα συναδέλφων ή συνεργατών που μπορεί κάποια στιγμή να ’χουν υιοθετήσει κάποιες συμπεριφορές ή ν’ ακούσω ότι ο τάδε καβάλησε το καλάμι, λυπάμαι. Λυπάμαι για το γεγονός ότι ενώ είμαστε σε μία κοινή αφετηρία τελικά για κάποιους, κάπου, το πράγμα μπορεί να στραβώσει. Και είναι κρίμα γιατί ως σύνολο, ως χώρα έχουμε ανάγκη από ισχυρά στηρίγματα, από προσωπικότητες ισχυρές.

«Ο καλλιτέχνης πρέπει να ’χει τις κεραίες του τεντωμένες, να βλέπει μέσα σε τι καταστάσεις ζει. Τι είμαστε; Χιονάτες; Κλεισμένοι μέσα σε γυάλινους πύργους;».

Ποιοι σας εμπνέουν;

Εγώ στέκομαι ιδιαίτερα στους αφανείς ανθρώπους. Σ’ εκείνους που προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο αθόρυβα, χωρίς να ξέρουμε τα ονόματά τους -οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα ή οι ανταποκριτές σε μια φλεγόμενη χώρα…. Αυτό σημαίνει ότι η ανθρωπιά σου, ο ουμανισμός σου, είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ την φυσική ροπή που έχουμε εμείς οι άνθρωποι στην άνεση ή στο να προστατέψουμε τον εαυτό μας, στο ένστικτο της επιβίωσης, δηλαδή. Τους εθελοντές σε τέτοιου τύπου κοινωνικές ομάδες, ακόμα και στην ομάδα της γειτονιάς ή τα νέα παιδιά στον αθλητισμό που υπηρετούν ένα ιδεώδες. Κι ακόμα περισσότερο τους ανθρώπους που έχουν μια αναπηρία και όμως διαθέτουν τέτοια δύναμη ψυχής και συνεχίζουν ν’ αγωνίζονται και να μας δίνουν μαθήματα ζωής. Συχνά, όταν είμαι στις μαύρες μου και νιώθω να πέφτω ψυχολογικά, βλέπω τις συνεντεύξεις τους ή τα επιτεύγματά τους, και λέω στον εαυτό μου «σύνελθε»… Απ’ αυτούς τους ανθρώπους εμπνέομαι.

Είστε αισιόδοξη;

Δεν μ’ αρέσει να βλέπω το ποτήρι μισοάδειο. Θέλω να βλέπω και το καλό που υπάρχει και να μην  εστιάζω στο κακό, που δυστυχώς μοιάζει να έχει κατακλύσει τα πάντα… Βλέπουμε συνέχεια στις ειδήσεις εγκληματικότητα, βία, σεξισμό κατά των γυναικών, άθλια ρατσιστικά και σεξιστικά σχόλια στα social media, στα site. Τρομάζει αυτή η έξαρση της επιθετικότητας. Αναρωτιέσαι αν θα ξεκινήσει ο τρίτος παγκόσμιος και σκέφτεσαι ότι η τύχη του πλανήτη εξαρτάται απ’ την τρέλα ενός ανθρώπου, την μεγαλομανία, τον εγωισμό του αλλά και τον ανταγωνισμό όλων αυτών σε πολιτικό-οικονομικό επίπεδο. Ποιος ξέρει τι παιχνίδια παίζονται από πίσω. Αθώα παιδιά, οικογένειες ολόκληρες, άμαχοι, ξεκληρίζονται. Γιατί;

Ο καλλιτέχνης πρέπει να ’χει τις κεραίες του  τεντωμένες, να βλέπει μέσα σε τι καταστάσεις ζει. Τι είμαστε; Χιονάτες; Κλεισμένοι μέσα σε γυάλινους πύργους; Αυτά είναι για τα παραμύθια του Χόλιγουντ και μάλιστα σε παλιότερες δεκαετίες, όταν βγαίνανε από έναν πόλεμο και θέλανε το παραμύθι. Τώρα πια μας τελείωσαν τα παραμύθια. Τώρα είμαστε πιο ρεαλιστές έως κυνικοί από ποτέ.

Σας άλλαξε «Η Φόνισσα»;

Δεν με άλλαξε, με πλούτισε. Ακολούθησα προβολές της «Φόνισσας» εντός και εκτός Ελλάδας, με την Εύα Νάθενα, και γνώρισα γυναίκες, μητέρες, συγγενείς, πατεράδες που έχασαν τα κορίτσια τους. Ήρθα σε άμεση επαφή με τον ανθρώπινο πόνο. Και όσο κι αν εσένα σου δίνονται ρόλοι για να τους ερμηνεύσεις, δεν μπορείς να αγγίξεις 100% τον πόνο. Έχω παίξει μητέρες που έχουν χάσει τα παιδιά τους. Αλλά το άλλο είναι αδιανόητο. Οπότε μπορώ να πω ότι η ταινία συνέβαλε σ’ αυτή την αίσθηση μιας πιο χειροπιαστής κοινωνικής ευθύνης και δραστηριοποίησης.

Ήταν και η εποχή…

Οι αλλεπάλληλες κρίσεις που ζήσαμε απ’ το 2008-΄09 ξεκινώντας απ’ την οικονομική με τα μνημόνια, η καταστροφή που πάθαμε, ήταν και σε επίπεδο καθημερινότητας του κοινωνικού ιστού. Μετά ήρθαν οι πανδημίες, το ενεργειακό, οι πόλεμοι, η έμφυλη βία, οι γυναικοκτονίες… Τρομάζεις.

«Παλεύαμε, οι δικές μας οι γενιές, για την ισότητα ανάμεσα στις γυναίκες και στους άντρες και τώρα βλέπουμε ότι μας σκοτώνουν, μας κακοποιούν, μας βιάζουν, μας εξευτελίζουν με τη δημόσια διαπόμπευση -revenge porn, social media».

Όλα αυτά τα χρόνια είχες αφιερωθεί και πάσχιζες να συμβάλεις στον ερχομό ενός καλύτερου κόσμου. Τα όνειρα, η προσδοκία, οι ελπίδες σου, το ένα μετά το άλλο, διαψεύδονταν. Δεν μπορείς όμως να κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια και να το βλέπεις να συμβαίνει. Διαπιστώνεις ότι ο αγώνας είναι ατέλειωτος και πρέπει να συνεχίζεται εσαεί, μέχρι εκεί που αντέχεις, ως την τελευταία σου πνοή.

Παλεύαμε, οι δικές μας οι γενιές, για την ισότητα ανάμεσα στις γυναίκες και στους άντρες και τώρα βλέπουμε ότι μας σκοτώνουν, μας κακοποιούν, μας βιάζουν, μας εξευτελίζουν με τη δημόσια διαπόμπευση -revenge porn, social media. Τρομάζεις και φοβάσαι απ’ την ευρύτητα και το βάθος του κακού. Μέχρι πού θα πάει αυτό; Και παράλληλα έρχεται μια καθημερινότητα που  λειτουργεί υποστηρικτικά.

Το ζείτε στη δουλειά σας;

This is a man’s world. Οι άντρες νομοθετούν. Τα δικά τους συμφέροντα υπηρετούν. Στο Χόλιγουντ οι γυναίκες δίνουν αγώνα για να πάρουν ίδιες αμοιβές με τους άντρες συναδέλφους τους. Το ίδιο ισχύει και στην Ελλάδα.

Με αφορμή μια Ημέρα της Γυναίκας πριν ένα-δυο χρόνια διάβασα ένα βιβλίο πάνω σ’ αυτά τα θέματα, γραμμένο από έναν άντρα, έναν νομπελίστα Αφρικανό γιατρό. Μιλούσε για την τεράστια ψαλίδα στην ανισότητα των αμοιβών, όχι στις τριτοκοσμικές χώρες, αλλά σε χώρες όπως η Σκανδιναβία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Αγγλία, η Αμερική, ο Καναδάς, η Ιαπωνία, όπου οι γυναίκες αμείβονται 10-25% λιγότερο απ’ τους άνδρες. Ακόμα ότι το 25% των γυναικών σ’ αυτές τις χώρες έχουν υποστεί κακοποίηση απ’ τον σύντροφό τους. Στην Αμερική αυτό το ποσοστό ανεβαίνει, είναι μια στις τρεις πια.

Άλλη μια συνεργασία με τον Γιάννη Χουβαρδά…

Τις προάλλες καθόμουν και μετρούσα τις δουλειές που έχουμε κάνει και νομίζω ότι είναι εκείνος με τον οποίο έχω κάνει πια τις περισσότερες -παλιότερα ήταν ο Μιχαηλίδης. Ελπίζω να συνεχίσουμε την ωραία μας συμπόρευση.

Ξεκινήσαμε πριν τριάντα χρόνια με την «Ελένη» (1996), ακολούθησε η «Δούκισσα του Μάλφι» στο Αμόρε. Θυμάμαι στις πρόβες της «Ελένης» στο Αρσάκειο, στις δύο το μεσημέρι, με τον Χουβαρδά, κι εγώ ανάμεσα στον Λευτέρη Βογιατζή και τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, δηλαδή ανάμεσα στους τρεις σπουδαιότερους σκηνοθέτες της εποχής.

Είχε προηγηθεί η «Αντιγόνη» του Βολανάκη και το 1997 η «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη. Το 1998 ήταν η «Ηλέκτρα» με τον Μαυρίκιο. Μεγάλη τιμή και σπουδαία μαθητεία αυτοί οι ρόλοι, αυτές οι συνεργασίες.

Τώρα ερμηνεύετε τον Κρέοντα, έναν άντρα…

Ξέρετε, όποτε θέλω μια γνώμη για μια δουλειά, ακούω ακόμα τους δασκάλους μου, όπως τότε που έπαιρνα τηλέφωνο και ζητούσα τη γνώμη της Μάγιας Λυμπεροπούλου ή του Γιώργου Μιχαηλίδη. Και νομίζω ότι για το Κρέοντα θα έλεγαν ότι είναι πολύ ενδιαφέρον. Άλλωστε και ο Χουβαρδάς ανήκει σ’ αυτή τη γενιά των μεγάλων δασκάλων.

Δεν παίζω έναν άνδρα, παίζω μια γυναίκα που παίζει τον άνδρα -με δυσκολίες και προκλήσεις. Για τον ρόλο, ο Γιάννης Χουβαρδάς εμπνέεται απ’ τις ορκισμένες παρθένες της Ηπείρου. Μέσα στη βαθιά πατριαρχία της Αλβανίας, στα απομακρυσμένα ορεινά χωριά, αν σε μια οικογένεια πέθαινε ο πατέρας-αρχηγός και δεν υπήρχε ένας μεγάλος αδερφός ν’ αναλάβει τη συντήρηση των υπόλοιπων μελών της οικογενείας, μπορούσε μια απ’ τις μεγαλύτερες κόρες να δεχτεί να παίξει έναν ρόλο ζωής: Έπρεπε να δώσει όρκο παρθενίας, ισόβιας αγαμίας στους γέροντες του χωριού και να χρηστεί αυτομάτως άνδρας, με όλα τα δικαιώματα του άντρα -ντυνόταν ανδρικά, κούρευε τα μαλλιά της, πήγαινε στα χωράφια, είχε δικαίωμα να αμείβεται απ’ την δουλειά της, να πηγαίνει στο καφενείο να καπνίζει, να πίνει. Την αντιμετώπιζαν και τη σέβονταν ως άντρα.

Ο Κρέων είχε πάντα ένα θέμα με την εξουσία. Είναι ο αδελφός της Ιοκάστης, είναι μέσα στην εξουσία αλλά κάτι του ξεφεύγει…  Κατά αντιστοιχία λοιπόν πόσες γυναίκες στις μέρες μας δεν υιοθετούν ανδρικές συμπεριφορές προκειμένου να επιβιώσουν σ’ ένα χώρο ανδροκρατούμενο, είτε είναι της πολιτικής είτε των πανεπιστημίων, του επιχειρείν. Κι έτσι βλέπεις παραδείγματα όπως η Θάτσερ.

Ποιος είναι αυτός ο «Οιδίποδας»;

Είναι ένα έργο που έχει δημιουργήσει ο Γιάννης Χουβαρδάς, έχοντας κάνει και την απόδοση, με σκηνές και απ’ τον «Επί Κολωνό» και απ’ τον «Τύραννο» που τις έχει συνθέσει σ’ ένα τρίτο έργο.

Ουσιαστικά όλοι εμείς έχουμε έρθει να κηδέψουμε αυτόν τον άνθρωπο, να παρασταθούμε στην ώρα του θανάτου του, εκείνος ξαφνικά, σαν να ζωντανεύει και σαν την ώρα του θανάτου του να έρχεται στη μνήμη όλη η προηγούμενη ζωή του. Και μαζί η ερώτηση, γιατί έζησα όπως έζησα, γιατί υποφέραμε, γιατί όλοι υποφέραμε. Μέσα απ’ αυτή την πορεία της κάθαρσης του Οιδίποδα προς τον θάνατο, την εξιλέωση, αποζητούμε κι εμείς τη δική μας, τον προσωπικό εξαγνισμό και καθαρμό, τη δική μας λύτρωση.

Οπότε όλη η παράσταση έχει μια σχεδόν θρησκευτική πνευματικότητα -και η μουσική είναι μέσα απ’ το εκκλησιαστικό όργανο. Εστιάζει στο ενώπιον του θανάτου. Μέσα λοιπόν σ’ όλο αυτό το όνειρο, που μερικές φορές γίνεται εφιάλτης, ο Οιδίποδας μπερδεύει και τα πρόσωπα.

Αυτό θέλει από μεριάς του θεατή μια εγρήγορση να είναι έτοιμος, δηλαδή, να κάνει αυτό το ταξίδι μαζί μας, όχι μέσα από μία ρεαλιστική ματιά. Αλλά σαν ένα ταξίδι της ίδιας της ψυχής του, στα περασμένα και στα μελλούμενα.

Ένα ταξίδι στο φως;

Αυτό δεν θα’ πρεπε να κάνουμε; Ν’ αποζητάμε το φως, να το δημιουργούμε, να το διαδίδουμε, να το εκπέμπουμε γύρω μας. Γιατί να φέρουμε σκοτάδι και στη ζωή μας; Από σκοτάδι ερχόμαστε, σε σκοτάδι θα πάμε. Η μεσαία περιοχή πρέπει να είναι φωτεινή ολοφώτεινη. Υποτίθεται ότι είμαστε τα πιο έλλογα πλάσματα πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη. Και τελικά είμαστε το φοβερότερο δεινό θηρίο.

Ο άνθρωπος οφείλει να προσπαθήσει τουλάχιστον να καταλάβει αυτή τη γραμμή που βρίσκεται ανάμεσα στο ουδέν και το μηδέν, που λέει εκείνο το τρομερό επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας σε (η μετάφραση είναι του Μίνου Βολανάκη). Απ’ το ουδέν οδεύουμε στο μηδέν -στον δρόμο θα δεις τον ήλιο.

Ποια είναι σχέση σας με τα θεία;

Το σπίτι μου στο χωριό ήταν ακριβώς απέναντι απ’ την εκκλησία. Εκκλησιαζόμουν κάθε Κυριακή. Ήταν ένας όμορφος χώρος, χώρος παρηγορίας, κοινωνικής εγγύτητας. Θυμάμαι τη μεγάλη εβδομάδα όπου κοιμόμασταν μέσα στην εκκλησία, ξενυχτούσαμε… Φιλάγαμε το χέρι του παπά του χωριού, πηγαίναμε στα πανηγύρια στα γύρω χωριά. Έχω περάσει από πολλές και διαφορετικές φάσεις. Και απ’ τη φάση των μεγάλων ερωτημάτων και της αμφισβήτησης και μιας προσπάθειας επιστημονικής εξήγησης του κόσμου και τελικά το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν ξέρω τίποτα.

Οπότε αφήνω ένα παραθυράκι στο άγνωστο, δεν παίρνω κατηγορηματικές αποστάσεις –ποτέ δεν ξέρεις. Εδώ και μεγάλοι επιστήμονες αφήνουν έναν άγνωστο στις εξισώσεις τους. Δεν ξέρω αν είναι η ανάγκη για παρηγορία. Δεν ξέρω αν είναι η ανάγκη για μια ελπίδα ότι όλα δεν είναι άνευ νοήματος. Για κάποιο λόγο όμως συμβαίνουν όλα αυτά, για κάποιο λόγο υποφέρουμε όπως υποφέρουμε. Για να μαθητεύσουμε στην αγάπη, στην ταπεινότητα, να εξιλεωθούμε και να ενωθούμε με τον Θεό κάποτε, σε μία άλλη διάσταση. Δεν ξέρω. Πολλά θρησκευτικά και φιλοσοφικά συστήματα προσπάθησαν να τα εξηγήσουν αλλά με γοητεύει η ελπίδα για την ύπαρξη στο Θεό. Δεν μπορώ να σου πω ότι υιοθετώ μια πίστη 100% γιατί είμαι στο μεταίχμιο, είμαι στο «δεν ξέρω», με την ελπίδα να υπάρχει. Στις δύσκολες στιγμές, την κάνω την προσευχή μου… Κι έχω νιώσει ενέργειες που υπερβαίνουν τα ρεαλιστικά.

Κλείνοντας, πείτε μου για την «Η Μεγάλη Χίμαιρα», που συμμετέχετε…

Επιτέλους έγινε! Απ’ την εποχή του «Κίτρινου Φάκελου» το άκουγα… Παίζω τη μητέρα των δύο αγοριών -τρομερά παιδιά και τα δύο, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου και ο Δημήτρης Κίτσος, τη Μαρίνα ερμηνεύει η Φωτεινή Πελούζο. Είχαμε πολύ ωραία επαφή και σχέση. Είναι μια εξαιρετική παραγωγή, με φοβερή αισθητική με εκπληκτικούς συντελεστές, ξεκινώντας απ’ τον ίδιο τον σκηνοθέτη τον Βαρδή Μαρινάκη.

*Κεντρική φωτό: Μενέλαος Μυρίλλας