Αύριο, Τετάρτη, ξεκινά μια θεατρική «κατάσταση» τεσσάρων ωρών σε πολλούς χώρους του Ωδείου Αθηνών (Ρηγίλλης) στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών.
Ο συνθέτης Δημήτρης Καμαρωτός, στον οποίο οφείλω και την παράσταση «Προσδοκώ» στο ΚΘΒΕ, παρουσιάζει με τον τρόπο του (τη μουσική και την σκηνοθεσία) δυο παλαιότερα έργα μου, το «Σχέδιο για Ηλέκτρα» και το «Σχέδιο για Φαίδρα», εντάσσοντάς τα σε ένα μουσικό δρώμενο κινήσεων και φωνών που το ονομάζει «Η αναλογία του χρόνου».
Τα δύο μέρη αυτού του νέου, σύνθετου έργου του – ένα κάθετο ως φωνητικό άκρον, και ένα οριζόντιο ως ηχητικός τόπος – δίνουν στον χρόνο τον τρόπο να ακουστεί αναλογικά μέσα από την ανθρώπινη φωνή. Άλλοτε ως συγκινησιακή πυκνότητα κι άλλοτε ως διαστολή στη μνήμη, ο χρόνος δραματοποιεί τον εαυτό του και παροντοποιεί διαφορετικές μεταξύ τους δυνάμεις. Δηλαδή ο χρόνος ξανακερδίζεται στο παρόν της παράστασης.

Την πρώτη φορά, η Αμαλία Μουτούση ακούγεται σε πολυκάναλη ηχογράφηση της ερμηνείας του κειμένου μου μαζί με τη μουσική σύνθεση του Καμαρωτού στα υπόγεια του κτηρίου Δεσποτόπουλου όπου φυλάσσεται και παίζει ακόμα το ιστορικό, αναλογικό συνθεσάιζερ του Γιάννη Χρήστου.
Την δεύτερη φορά, ο θεατής-ακροατής αναδύεται στη μεγάλη αίθουσα και ακούει την Άννα Παγκάλου να υπο-φέρει τον ήχο σαν σώμα. Όχι ως τραγουδίστρια per se, αλλά ως ενσάρκωση ενός «θέλω-να- τραγουδήσω-αυτό-που – αδυνατώ-να- τραγουδήσω».
Η φωνή αντίθετα, της κρυμμένης Αμαλίας Μουτούση (απ)αγγέλει τη Φαίδρα χωρίς να εμφανίζεται σαν την ηθοποιό του Μπέκετ στο «Όχι, εγώ».
Ακούμε, αλλά δεν βλέπουμε την ίδια, πράγμα που δεν σημαίνει πως ο τόνος της φωνής της δεν μας διαπερνά. Η αύρα, όμως, της μεγάλης ηθοποιού μας φωτίζει -έτσι όπως την αισθάνομαι πάνω από τριάντα χρόνια τώρα, όταν στο «Ιλίσια Στούντιο» με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό και τον Δημήτρη Καμαρωτό ανέβασαν το πρώτο θεατρικό μου έργο. Τους ευγνωμονώ!
Το τρίπτυχο, που μόλις εκδόθηκε με τα αρχαιόθεμα έργα μου, κυκλοφορεί με Επίλογο του Δημήτρη Καμαρωτού από τις εκδόσεις Πατάκη.
Ο αναγνώστης του θα μου συγχωρέσει πως κι εγώ «πείραξα» τους κλασσικούς (τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη) όχι για να δείξω την αντοχή τους από τις «κακοποιήσεις» του συρμού αλλά -και γιατί όχι- να τους εξευμενίσω από τη δική μου γλωσσολογική εισβολή στα ιερά τεμένη τους.
Ό,τι και να σκέφτομαι για το θέατρο, την ψευδαίσθηση του θεάτρου, που δεν με εξαπατά, παρότι ψεύδεται, είναι γιατί εκλαμβάνω την αλήθεια της κοινωνίας ως στρατιά κατασκευασμένων μεταφορών που ζωογονούν τη γηραιά της όψη στα νομίσματα.
Αυτή είναι η στιγμή του θέατρου, η μοναξιά της αναζωογονητικής μεταφοράς σε θορυβώδεις κοινωνίες που οργανώνονται από τις υποτιθέμενες κυριολεξίες του νόμου. Και υποκλίνομαι σ’ αυτή τη σημασία του θεάτρου, όπου η ζωή μιμείται το θέατρο, ώστε το θέατρο να ζει τη ζωή. Χρειάζονται σώματα που να στοιχειώνουν. Λόγια του ρόλου στοιχειοθετημένα από γράμματα-βήματα επί σκηνής. Δυναμική που δρα στο νου μέσα στον οποίο παράγει επαναλαμβανόμενη νέες καταστάσεις.
Υπάρχει μια οδηγία του Πιέρ Κλοσσόφσκι. Η εξής: «Η επανάληψη της ζωής από την ίδια τη ζωή θα ήταν απελπιστική δίχως το ομοίωμα του καλλιτέχνη, ο οποίος για να φτάσει να αναπαραγάγει αυτό το θέαμα,⁰ κατορθώνει να απελευθερωθεί ο ίδιος από την επανάληψη».
Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από το «Σχέδιο για Φαίδρα» που θα ακουστεί αύριο με τη φωνή της Αμαλίας Μουτούση:
«Φαίδρα: Δύσκολα επιμένουμε, Ιππόλυτε. Κι όταν σε αποκτήσω δύσκολα, δύσκολα θα σε αποχωριστώ. Έμεινα σιωπηλή. Τώρα όμως μιλώ. Σηκώνω τη φωνή. Τον έρωτα υψώνω. Να καταλάβω εγώ, λέγοντας «έρωτα», πρώτα. Δεν σ’ αντικαθιστώ με δάκρυα. Και στο κατώφλι του ανακτόρου αρχίζω να εξιστορώ το αίτημα της Φαίδρας. Ο χθεσινός μου ενδοιασμός έγινε απόφαση. Ναι, σ’ αγαπώ. Κι ό,τι θεωρούσα ίδιον μιας μητριάς το έκοψα σαν τον μαστό της Αφροδίτης. Είχα μια έκλαμψη: Πρώτα το βλέμμα που σκόνταψε στο πρόσωπο – το βλέμμα σου ήταν που φώτισε τη λάμψη του έρωτά μου τη μοναξιά μου, τη νύχτα μου. Ύστερα μέσα από το σώμα μου να γίνεσαι εσύ, και όχι μέσα. Άκουσε άκου εσένα, μέσα μου έχεις αποκαλυφθεί αίλουρε, κυνηγέ. Ή μήπως είσαι πέτρα; Τι είσαι, Ιππόλυτε; Από δω και πέρα, δίπλα στον εαυτό μου, τίποτα δεν μετράει από όσα είχαν τόση αξία: οι έρωτες, οι φιλίες, οι τρόποι, η ματαιοδοξία. Τίποτα που να έχει σχέση με την αποπλάνηση. Σε αποπλανώ, λοιπόν. Είναι στη φύση του ανθρώπου η γοητεία.
Ιππόλυτος: Γυναίκα, ολέθριο κακό Δία, γιατί κάτω απ’ το φως του ήλιου έχεις βάλει τη γυναίκα αυτό το κίβδηλο κακό για τους ανθρώπους;*
Φαίδρα: Για να αποπλανά. Αλλά σχεδιάζω την ντροπή, τιμή να κάνω με όσα πρόκειται να πω κι όσα δεν θα σου ξαναπώ όταν με δεις να κρέμομαι επιτέλους. Ξέρεις τι είναι «ερωτευμένος άνθρωπος»; Βρόγχος και βραχνάς, να τι είναι.
Ιππόλυτος: Γλωσσοκοπάνα είναι! Γιατί όποιος σε τίποτα μπροστά δεν ορρωδεί, μιλάει. Σιωπά μόνον ο διστακτικός αν χάσει, χάνεται από προσώπου γης Διστάζω, Φαίδρα ή μήπως σε απεχθάνομαι;
Φαίδρα: Πράγματι, ερωτευμένος είναι της γλώσσας ο κοπανιστός αέρας. Μιλά, εκεί που οφείλει να σιωπά. Σωπαίνει, ενώ άλλα θα ’πρεπε να πει…
Ιππόλυτος: Έρμαιο δηλαδή του τρομερού αδένα που αφρίζει
Φαίδρα: Της κλειτορίδας…
* Ευριπίδης, Ιππόλυτος, 616-617: «ὦ Ζεῦ, τί δή κίβδηλον ἀνθρώποις κακόν γυναῖκας ἐς φῶς ἡλίου κατώικισας».






