Συχνά, στα γραφεία μας, φτάνουν γονείς που αναρωτιούνται και ανησυχούν για τη νευρικότητα, την αδυναμία συγκέντρωσης, για τα τικ ή ακόμα και για τους εφιάλτες των παιδιών τους.
Πέρα από τις ξεκάθαρες συνδέσεις που μπορεί να διαπιστώσει κανείς ανάμεσα στα συμπτώματα αυτά και το οικογενειακό, σχολικό ή φιλικό περιβάλλον του παιδιού, δεν θα έπρεπε, παράλληλα, να παραγνωρίσει και την έντονη επίδραση που προέρχεται από το ευρύτερο κοινωνικό μας περιβάλλον.
Και πώς να την αγνοήσει…
Όταν καθημερινά γινόμαστε, συλλογικά, μάρτυρες σε ένα ξέφρενο λουτρό αίματος που διαποτίζει την καθημερινότητά μας;
Όταν από τη λωρίδα της Γάζας, σταθερά, απουσιάζει ο ανθρωπισμός και χιλιάδες παιδιά θυσιάζονται στον βωμό των υλικών υπερπληρώσεων και των διεθνών συμφερόντων;
Όταν, την ίδια στιγμή και για τους ίδιους λόγους, η Ουκρανία ισοπεδώνεται από έναν μη επανδρωμένο μηχανισμό πολέμου (drones και τηλεκατευθυνόμενων πυραύλων);
Ενός πολέμου δηλαδή που έχει απωλέσει και τις όποιες, τελευταίες «δάφνες παραδοσιακής ανδρείας και θάρρους» θα μπορούσε να επιδείξει, «κρυμμένος» πίσω από τα κουμπιά των φαινομενικά ισχυρών;
Μα πάνω απ’ όλα…
Πώς γίνεται να τα αγνοήσει κανείς όλα αυτά, όταν στα ίδια αυτά πεδία του σύγχρονου κόσμου – ενός κόσμου που, κατά τα άλλα, κόπτεται για την πρόοδο – αυτό που σβήνει τελικά είναι το ίδιο το μέλλον;
Πώς γίνεται, λοιπόν, τα παιδιά μας – παιδιά που οι εκκωφαντικές σειρήνες της ενήλικης παραφροσύνης φτάνουν στ’ αυτιά τους, κάθε λεπτό, μέσα από τις συζητήσεις, τα δελτία ειδήσεων και τις ασταμάτητες ροές των κοινωνικών δικτύων – να μη βιώνουν φόβο και αγωνία, να μην εμφανίζουν διαθέσεις καταθλιπτικές, να μη χάνουν την ελπίδα και την εμπιστοσύνη στους μεγάλους, αφήνοντας στο ίδιο αυτό κενό να ριζώνει ένα διάχυτο αίσθημα ματαιότητας;
Και μόλις αρθρώνονται αυτά, μια άλλη, επόμενη σειρά από ερωτηματικά γεννιέται…
Τι μπορούμε να κάνουμε τελικά, όλοι εμείς, πέρα από το να ανησυχούμε;
Πώς φτάνουμε να υποθηκεύουμε το «αύριο», παραδίδοντάς το στα χέρια εκείνων που επενδύουν στον όλεθρο;
Πώς επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να μένουν αδρανείς και ακινητοποιημένοι, καρφωμένοι μπροστά στις μικρές και τις μεγάλες μας οθόνες;
Και τέλος…
Πώς μπορούμε να αναστήσουμε τον χαμένο ανθό της ελπίδας;
Σε αυτό το απεγνωσμένο «Ζητείται Ελπίς» των παιδιών μας, καλούμαστε, πρώτα απ’ όλα, να τους επιβεβαιώσουμε την ασφαλή τους βάση, την ίδια μας δηλαδή την παρουσία και να μην τα αφήσουμε να πλανιόνται μόνα, χωρίς συναισθηματική φροντίδα και καθοδήγηση, σε μια πραγματικότητα που φαντάζει αδυσώπητη.
Ας αφουγκραστούμε επομένως τις αγωνίες τους, που συχνά ήταν, ή ακόμα είναι, και δικές μας. Αυτή η τελευταία πληροφορία, το ειλικρινές μοίρασμα δηλαδή του δικού μας εσωτερικού κόσμου, θα μπορούσε να μετουσιωθεί σε ευκαιρία πλησιάσματος. Είναι ένας τρόπος, με άλλα λόγια, ώστε να πάψουμε να είμαστε οι απόμακρες αυθεντίες της ζωής τους και να επιτρέψουμε, επιτέλους, στον διάλογό μας μαζί τους να εγκαθιδρυθεί και να βαθύνει.
Παράλληλα με τον διάλογο, όμως, χρειάζεται να αποτελέσουμε, για εκείνα, ένα έμπρακτο παράδειγμα στάσης απέναντι στη ζωή. Να τους δείξουμε, με τα έργα μας, ότι μέσα στην καταιγίδα η λύση δεν είναι η παραίτηση, αλλά ο αγώνας. Εκείνος είναι το κουπί που θα μας βγάλει στη «σίγουρη» ακτή.
Μα πέρα απ’ το κουπί υπάρχει και μια βάρκα, η αγάπη. Μια αγάπη που πρέπει σαφώς να ξεκινά από τον εαυτό, δεν πρέπει όμως να εγκλωβίζεται σε αυτόν, γιατί, καθώς αναπτύσσεται, ανθίζει, ωριμάζει και μεταμορφώνει τη ζωή.
Γίνεται φιλία, μια δύναμη τιτάνια απέναντι στις κακουχίες, κι αν αναπτυχθεί ακόμα περισσότερο και φτάσει στο απόγειό της, μετουσιώνεται σε αλληλεγγύη και συναδέλφωση. Δυο αρετές που αποτελούν «φράγμα αντίστασης» στη ματαιότητα και συνάμα το μόνο, πραγματικό, «δίχτυ ασφαλείας» για τον κόσμο.
Και κάπου εδώ, έρχεται κι ο ποιητής να μας θυμίσει:
«Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ’ τις φωνές…» (Τ. Λειβαδίτης)
Κι όλα αυτά, διότι μέσα από τον διάλογο και την ενσυναίσθηση, μέσα από την αγάπη, τη φιλία, την αλληλεγγύη, αλλά και τον διαρκή αγώνα αφυπνίζεται η ψυχική μας ανθεκτικότητα…
Η ιερή εκείνη υπομονή που ίσως γίνει το μέσον για να ξημερώσει, επιτέλους, σε αυτόν τον κόσμο η πολυπόθητη «Κυριακή»!
Η κυρία Ελισάβετ Μπαρμπαλιού είναι Ψυχολόγος ΜSc – Ψυχοθεραπεύτρια, Οικογενειακή Θεραπεύτρια (ECP), Μουσικοθεραπεύτρια (GIM), Πρόεδρος & Επιστημονική Υπεύθυνη του Κέντρου Συστημικής Ψυχοθεραπείας και Έρευνας (ΚΕ.ΣΥ.Ψ.Ε.).






