Ο Καντ επινόησε τον όρο «μη κοινωνική κοινωνικότητα» για να εκφράσει την προσδοκία ότι η ανθρωπότητα μέσα από τη φρίκη της απανθρωπιάς και της αρπακτικότητας που σημαδεύει την ιστορία της θα μάθει επιτέλους ότι η συνεργατική συμβίωση υπό όρους ισότητας είναι προϋπόθεση για τη γενική ευδαιμονία. Η εμπειρία των πολέμων πάνω απ’ όλα θα διδάξει, ήλπιζε, τους λαούς ότι η κατακτητική βία είναι μια αυτοκαταστροφική επιλογή, για να ανοίξει πλέον ο ορίζοντας μιας «αιώνιας ειρήνης». «Ο πόλεμος είναι βίαιος διδάσκαλος» είχε ήδη πει ο Θουκυδίδης, χωρίς όμως την αισιοδοξία του μεγάλου Διαφωτιστή ότι το εγωπαθές ζώο που είναι ο άνθρωπος θα πάψει κάποτε να θεωρεί τη φυσική ισχύ ως έσχατο θεμέλιο της κοινωνικής τάξης. Το πράγμα επανέλαβε στεντόρεια ο Χομπς: homo homini lupus, η διεθνής ζωή είναι μια κατάσταση ασίγαστου πολέμου.

Ομως, σε μια αγέλη λύκων που αλληλοσπαράζονται δεν θα μείνει στο τέλος κανένας ζωντανός. Και κάθε ον που στοχάζεται υπολογιστικά για την επιβίωσή του θα αναγκαστεί, στο βάθος του ιστορικού χρόνου, να δεχθεί ότι η ειρηνική συμβίωση με τους ομολόγους του είναι η πιο επικερδής και για τον εαυτό του επιλογή. Δυστυχώς βέβαια «in the long run we are all dead» («στη μακρά διάρκεια των πραγμάτων είμαστε όλοι νεκροί»), όπως έλεγε ο Κέινς. Ομως, στην ιστορία τα ουσιώδη πράγματα κινούνται αργόσυρτα, όπως σε ένα ποτάμι όπου το νερό στην επιφάνεια φαίνεται να τρέχει, αλλά σε μεγαλύτερο βάθος σχεδόν ακινητεί, σύμφωνα με την προσφυή εικόνα του Μπροντέλ. Η ιστορική αισιοδοξία είναι δύσκολη και διστακτική, χωρίς κανένα θεμέλιο αποδεικτικής βεβαιότητος. Και κανείς δεν το εγνώριζε αυτό καλύτερα από τον Καντ, για τον οποίο η «επιστημολογική ταπεινοφροσύνη» είναι αναγκαία συνθήκη για τη χρήση του λόγου.

Καμιά πολιτική ιδεολογία, κανένα θεωρητικό σχήμα δεν συλλαμβάνει το όλον της πραγματικότητος και συνεπώς την πλήρη, οριστική και υποχρεωτική αλήθεια – πολλώ δε μάλλον για την ιστορία που αναφέρεται στο μέλλον, σε κάτι που δεν έχει ακόμα συντελεστεί. Επιτρέπεται πάντως κανείς να ελπίζει μετά λόγου ότι και στο μέλλον ο πολιτισμός θα επιδείξει, μέσα από τρομακτικές οπισθοδρομήσεις, ανάλογη προοδευτική δυναμική με εκείνη που ανιχνεύουμε στο παρελθόν του. Γιατί κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο ανθρώπινος βίος σήμερα είναι υλικά και ηθικά χειρότερος απ’ ό,τι πριν από δύο, τρεις ή και έναν μόνο αιώνα.

Είναι 80 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αρκετά για να μάθουμε το μάθημα που μας πρότεινε ο Καντ; Ασφαλώς όχι. Από την άλλη, η φρίκη του ήταν τέτοια που θα ήλπιζε κανείς κάτι να έχει χαραχθεί στη συνείδηση των πολιτικών και διανοητικών ηγεσιών μας. Ομως και εδώ απλώνεται σκοτάδι απελπισίας. Για τον Μπροντέλ τα πράγματα που αλλάζουν με εξαιρετική βραδύτητα στην ιστορική ζωή είναι οι συλλογικές «νοοτροπίες», οι ερμηνευτικές μήτρες μέσα από τις οποίες οι κοινωνίες νοηματοδοτούν η καθεμία τον κόσμο. Και στον τομέα αυτόν βλέπουμε τις ιδεολογικές στάσεις που προκάλεσαν εκείνη τη σύγκρουση όχι μόνο να διαρκούν, αλλά και να αναβιώνουν με θανάσιμη οξύτητα στις ημέρες μας.

Πάνω απ’ όλα ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός: και οι δύο εκδοχές αυτού που ονομάζεται στην κοινωνική θεωρία «μεθοδολογικός ολισμός», η ιδέα δηλαδή ότι πάντα το σύνολο, η συλλογικότητα, το πλήθος, η μάζα υπερέχει οντολογικά, δηλαδή, ως προς το δικαίωμά της να υπάρχει, απέναντι στο ζωντανό υποκείμενο και στις επιμέρους κοινωνικές ομάδες. Τα άτομα είναι αναλώσιμα, αυτό που έχει υπερβατική (τουτέστιν θεϊκή) αξία είναι το Εθνος, ο Λαός, η Κοινωνία, η Τάξη κ.λπ. και βέβαια αυτοί που αυτοδιορίζονται εκπρόσωποί τους. Οι αντιλήψεις αυτές σαλπίζονται από τις στέγες των πολιτικών μας μαγαζιών εδώ και ανά τον κόσμο και προετοιμάζουν τα ίδια και χειρότερα δεινά.

*Ο κ. Περικλής Σ. Βαλλιάνος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας, ΕΚΠΑ