Αρχές της δεκαετίας του ’80. Δύο γυναίκες μαγειρεύουν σε δύο αντικριστά δυάρια στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας. Εγώ, μικρό παιδί, ανάμεσά τους, σε μια κοινή αυλή με καναρίνια και εμπριμέ τραπεζομάντιλα. Η μία κοντεύει τα 60, με τρία παιδιά και εγγόνια και με έναν άντρα που την κοιτάζει. Και τη βλέπει. Την κοιτάζει και τη βλέπει συνεχώς – για πάνω από εξήντα χρόνια, δεν έκαναν τίποτα άλλο. Κι εκείνη του μαγειρεύει. Από το φαγητό τρώνε και τα παιδιά και τα εγγόνια, αλλά όλα είναι αρχικά για εκείνον.
Από τότε που τον είδε, μικρά παιδιά και οι δυο τους, ονειρευόταν να του μαγειρεύει και να τον αγαπά. Από την ώρα που ξυπνούσε, ευχόταν να νυχτώσει γρήγορα για να πέσει στο κρεβάτι μαζί του. Για μια ζωή. Και ενδιάμεσα μαγείρευε τα νοστιμότερα φαγητά του κόσμου. Εκείνος έφυγε πρώτος. Εκείνη έμεινε για λίγα χρόνια ακόμα, να της λείπει. Τα φαγητά καίγονταν, το ρυζόγαλο σβόλιαζε, το φύλλο της πίτας ήταν λιγότερο επιτυχημένο. Η γιαγιά μου η Ελένη.

Φωτό: Νίκος Μαλλιάκος
Η άλλη γυναίκα προχωρά προς τα 35. Δεν είναι από δω. Την έφερε ένας τσαχπίνης και ερωτύλος, ο Μπάμπης, από τη Γερμανία με ένα καλογυαλισμένο βολκσβάγκεν κλούβα μεταμορφωμένο σε χλιδάτη φωλίτσα με μπαράκι, ουίσκια και γούνινες κουβέρτες και στις κασέτες καψουροτράγουδα. Δεν την παντρεύτηκε. Άκουσα πρώτη φορά τη λέξη «ερωμένη». Σίγουρα την είπε ο μπαμπάς μου. Μου φάνηκε υπέροχη. Εκείνη δεν ξέρει κανέναν, μιλά σπαστά τη γλώσσα. Γελά δυνατά, είναι εκρηκτική, ψηλή και ξανθιά και του ρίχνει ένα κεφάλι.
«Δεν έχουν σημασία αυτά», μου έλεγε, «εγώ τον αγαπώ και τον θέλω». Όλη μέρα στη κουζίνα, του μαγείρευε. Χωρίς φίλους, χωρίς οικογένεια, με τη μούρη στον έρωτα και στις κατσαρόλες. Καθόμουν απέναντί της και τη χάζευα. Μαγείρευε και περίμενε. Μου έμαθε τα πολλά μπαχαρικά και τις καυτεράδες. Με μπούκωνε με ωμό μαριναρισμένο κιμά, που αργότερα έμαθα ότι λέγεται ταρτάρ. «Κλείνε τα μάτια και τρώγε. Και μη σκέφτεσαι τι τρως».
Τον άφησε μετά από μερικά χρόνια. Δεν έχω ξαναδεί άντρα να κλαίει τόσο. Όλοι μας χωρίσαμε μαζί του. Σύντομα παντρεύτηκε ένα κορίτσι από τη γειτονιά και, από το δυάρι με την αυλή του ισογείου, μετακόμισε στο τριάρι του πρώτου. Η Άρτεμις, η Γερμανίδα νοικάρα μας.
Το φαγητό είναι μοίρασμα
Από τις σπανακόπιτες της γιαγιάς και τα ταρτάρ της Άρτεμις, εγώ βρέθηκα στην εφηβεία. Και για ένα ήμουν σχεδόν σίγουρη: ότι θα μαγειρεύω. Στις εκάστοτε κουζίνες, έφαγαν οι άνθρωποι της ζωής μου. Οι έρωτες και οι φίλοι, τα «αδέρφια» και οι περαστικοί. Σχεδόν ποτέ δεν μαγειρεύω για τον εαυτό μου, κι ας πεινάσω.
Ξημερώματα, μετά από ξενύχτια, τα μήλα καραμελώνονται και μπαίνουν σε στραβοψημένες κρέπες με κανέλα. Στο τηγάνι, που έκτοτε μίσησα, έκαψα μπριζόλες γιατί χρειαζόταν ώρα να σηκωθώ από το πάτωμα όπου κλαίγαμε από τα γέλια. Τα ψίχουλα των φίλων που έπεφταν άτσαλα στην κουζίνα. Οι φίλοι του αδελφού μου που ταΐζονταν ακόμα κι όταν εκείνος πήγε στο στρατό. Τα μπουκώματα με μακαρονάδες μετά από μεθύσια. Οι λίστες των σουπερμάρκετ με τα υλικά, τα τραπέζια με τα στρωμένα σιδερωμένα τραπεζομάντιλα.
Τα Σαββατοκύριακα με τα τυράκια και τα κρασάκια στο σπίτι της φίλης, πέντε στενά από το δικό μου, ήταν οι δικές μας φανταστικές διακοπές. Τα ζυμάρια που φουσκώνουν. Το πρωινό ξύπνημα με τις μαρινάδες και τα κατσικάκια στο φούρνο με τις μελωμένες πατατούλες. Η αγωνία για τα τσουρέκια. Τα διάφορα των Χριστουγέννων. Η ταραμοσαλάτα στα βάζα. Και τα γλυκά. Πάντα τα γλυκά. Όσους πέρασαν από τη ζωή μου τους τάισα. Κι αν δεν τους τάισα, δεν πέρασαν.
Όταν δεν είναι καλά, ο κόσμος βάζει θερμόμετρο. Ή κλαίει. Ή πίνει και καπνίζει. Στο σπίτι μου, τα φώτα της τραπεζαρίας μένουν κλειστά. Η κουζίνα είναι καθαρή, ήσυχη. Τα πιάτα κάνουν καιρό να υποδεχθούν ένα φαγάκι της προκοπής και από τα τραπεζομάντιλα εξατμίζεται σιγά σιγά η μυρωδιά του μαλακτικού. Αδυνατίζουμε όλοι μαζί.
Πρέπει να παχύνουμε τη μνήμη και να μας κρατήσει με απόθεμα στις μέρες του συναισθηματικού λιμού. Να γίνουμε καμήλες. Να ταξιδεύουμε στις ερήμους με αναμνήσεις από καλομαγειρεμένα από έρωτα φαγητά. Και να είμαστε καλά, ξανά, να μπαίνουμε στην κουζίνα, να ξαναμαγειρεύουμε. Και να περνάνε όλα.