Κύριοι με γραβάτες, βελούδινες ρόμπες, πούρο στο ένα χέρι και βερμούτ στο άλλο συνομιλούν σε ένα δωμάτιο με κλασική διακόσμηση, μεγάλες, ξύλινες βιβλιοθήκες, σπάνια βιβλία και έργα τέχνης. Μέχρι πρότινος αυτή ήταν η εικόνα που ερχόταν στο μυαλό μας όταν σκεφτόμασταν τις πριβέ λέσχες που απευθύνονταν στους πλούσιους.
Στην καλύτερη περίπτωση, η εικόνα περιελάμβανε τις οικογένειες αυτών των κυρίων με ρακέτες του τένις ανά χείρας να περιφέρονται στους εξωτερικούς χώρους.
Σήμερα αυτό έχει αλλάξει. Τουλάχιστον στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Τα private clubs δεν απευθύνονται πια μόνο σε παλιάς κοπής επιχειρηματίες και οικογενειάρχες με βαρύ επώνυμο.
Αντιθέτως, έχουν στόχο να προσελκύσουν τους πιο νέους –μάλιστα για να τους δελεάσουν τους προσφέρουν χαμηλότερες συνδρομές-, τους πλούσιους της Silicon Valley, τα μοντέλα, τους ηθοποιούς, τους ράπερ. Γενικότερα όσους έχουν πολλούς followers και… την Τέιλορ Σουίφτ (όποιο μέρος φιλοξενήσει την 35χρονη τραγουδίστρια αυτομάτως γίνεται viral).
Και μπορεί οι ρίζες αυτών των clubs να είναι βρετανικές, αλλά το DNA τους έχει εξελιχθεί ώστε να περιλαμβάνει πολιτισμικά ρεύματα από ολόκληρο τον κόσμο, αφού private clubs πλέον συναντάμε σε όλες τις μεγάλες πόλεις της υφηλίου, συμπεριλαμβανομένης και της Αθήνας.
Αυτό όμως που έχει παραμείνει το ίδιο είναι η ανάγκη για ιδιωτικότητα. Σήμερα, στην εποχή των social media, που όλη μας η ζωή καταλήγει online, τα private clubs προσφέρουν, στους τυχερούς που μπορούν να το υποστηρίξουν οικονομικά –οι οποίοι συνεχώς γίνονται περισσότεροι-, την απόσταση και την απομόνωση που επιθυμούν.
Το μαρτυρούν και οι αριθμοί. Πριν από περίπου 10 χρόνια σε ολόκληρες τις ΗΠΑ υπήρχαν μόλις 90 πολυτελή members’ only clubs, ενώ σήμερα μετρούν 150, μια αύξηση της τάξεως του 66% (στοιχεία από την εταιρεία Pipeline Agency). Στην Ευρώπη, αντίστοιχα, από 120 έχουν γίνει 200. Αν λάβουμε υπόψη και τις ασιατικές χώρες που έχουν μπει στο «παιχνίδι», η αύξηση είναι πολύ μεγαλύτερη.
Συγκεντρώσαμε κάποια από τα members’ only clubs, στα οποία θα θέλαμε να είχαμε κι εμείς συνδρομή, διαλέγοντας κάποια κλασικά και αγαπημένα και κάποια πιο καινούργια, αλλά που δείχνουν πολύ ενδιαφέροντα.
The Arts Club, Ντουμπάι
Το Arts Club στο Ντουμπάι αποτελεί δεύτερη τοποθεσία του συνονόματού του στο Λονδίνο, που άνοιξε το 1863 για να συγκεντρώσει σε έναν χώρο κορυφαίους εκπροσώπους της τέχνης, της λογοτεχνίας και των επιστημών.
Προσωπικότητες όπως ο Άγγλος μυθιστοριογράφος Κάρολος Ντίκενς (1812-1870), ο ούγγρος μουσικός συνθέτης Φρανς Λιστ (1811-1886) και ο Γάλλος γλύπτης Ογκίστ Ροντέν (1840-1917) συγκαταλέγονταν στη λίστα με τα μέλη του, καθιερώνοντάς το στη συνείδηση των βρετανών διανοούμενων της εποχής. Συνεχίζοντας την παράδοση, στην ημερήσια ατζέντα περιλαμβάνονται διαλέξεις, συζητήσεις, εκθέσεις, καλλιτεχνικά εργαστήρια, χοροί, μουσικές εκδηλώσεις, γευσιγνωσίες, εκδρομές ειδικού ενδιαφέροντος.
Ως προς την πιο ελαφριά πλευρά του, στον ίδιο χώρο λειτουργεί ένα nightclub με διάσημους djs, ενώ στους πιο λαοφιλείς θαμώνες περιλαμβάνονται οι Γκουίνεθ Πάλτροου, Μπιγιονσέ, Τζέι-Zι και Ριάννα.
Όσο για το παράρτημα στο Ντουμπάι, αυτό βρίσκεται στο Dubai International Financial Centre (DIFC), ανάμεσα στους εντυπωσιακούς ουρανοξύστες, με κορυφαίο τον Μπουρτζ Χαλίφα, το ψηλότερο κτίριο στον κόσμο. Η ευνοϊκή αυτή τοποθεσία τού έκτασης 6.000 τετραγωνικών μέτρων πενταώροφου club δίνει τη δυνατότητα στα μέλη του να απολαμβάνουν από τις βεράντες και το rooftop την πιο εντυπωσιακή θέα του κοσμοπολίτικου εμιράτου.
Εκτός των άλλων, ιδιαίτερη σημασία έχει δοθεί και στη γαστρονομική πλευρά, με τρία πολυτελή εστιατόρια, πιο δημοφιλές εκ των οποίων το Rōhen, με Nikkei κουζίνα, ένα fusion ιαπωνικής τεχνικής και περουβιανών γεύσεων.
Στη βρετανικής λογικής Brasserie σερβίρονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας ευρωπαϊκά πιάτα, ενώ στο Alveare τη σκυτάλη παίρνει η ιταλική κουζίνα. Στον πέμπτο όροφο βρίσκεται το κουβανέζικο bar Oscuro, το οποίο διαθέτει μια εξαιρετική συλλογή από σπάνια πούρα, ακριβά ποτά και «big wines».
Πάντως είναι πολύ δύσκολο να τα δει κανείς αυτά από κοντά, καθώς θα πρέπει να γίνει μέλος, το οποίο αποτελεί μια αρκετά δύσκολη διαδικασία. Κατ’ αρχάς, είναι απαραίτητο να προταθεί από δύο εν ενεργεία μέλη, ο ένας εκ των οποίων να είναι αυτός που κάνει την πρόταση και ο άλλος εκείνος που την υποστηρίζει.
Στη συνέχεια, ο προταθείς μπαίνει σε μια λίστα αναμονής, η οποία μελετάται κάθε μήνα και οι υποψηφιότητες γίνονται αποδεκτές σύμφωνα με το τι πιστεύει η επιτροπή ότι θα προσφέρουν στο Club.
Τα πλήρη μέλη πληρώνουν εγγραφή σχεδόν 3.900 ευρώ, όσο είναι και η ετήσια συνδρομή, ενώ για όσους είναι κάτω των 30 ετών η τιμή διαμορφώνεται γύρω στα 1.950 ευρώ και είναι η ίδια για εγγραφή και συνδρομή.
Annabel’s, Λονδινο
Όταν μιλάμε για πριβέ διασκέδαση στην πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου, λίγα ονόματα ξεχωρίζουν όσο εκείνο του Annabel’s. Ίσως το πιο γνωστό private members’ club του πλανήτη, δεν επαναπαύεται ποτέ στη μεγάλη του επιτυχία αλλά, αντιθέτως, φροντίζει ώστε να προσφέρει συνεχώς κάτι καινούργιο στους λαμπερούς θαμώνες του. Με το ανάλογο αντίτιμο φυσικά.
Το members’ only club που ήταν αστραφτερό «before it was cool», που δηλαδή ήδη από την δεκαετία του ’60 προσανατολίστηκε σε ένα πιο pop κοινό, εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της νυχτερινής διασκέδασης. , Επιπλέον, είναι ένα από τα ελάχιστα μέρη που μπορούν να καυχώνται ότι τα έχει επισκεφθεί η βασίλισσα Ελισάβετ Β’ (1926-2022), η οποία συγκεκριμένα απόλαυσε εκεί ένα μαρτίνι με τζιν.
Πλέον λειτουργεί στο ακριβώς διπλανό κτίριο του ορίτζιναλ στο Μέιφερ και αίσθηση είχε προκαλέσει με το που άνοιξε, η διακόσμησή του. Αμέσως αναγνωρίσιμη πλέον, καθώς είναι μοναδική, έκανε μέχρι και τις τουαλέτες, από όπου ανέβαζαν οι διάσημες θαμώνες selfies, viral.
Έργα τέχνης (υπάρχει αυθεντικός πίνακας Πικάσο, γυάλινοι γλυπτοί φοίνικες, τεράστια κηροπήγια, φλοράλ ταπετσαρίες και υφάσματα, µαρµάρινα τζάκια, animal prints, έπιπλα από δέρµα και βελούδο, τίγρεις, ελέφαντες και παραδείσια πουλιά δημιουργούν μία ιδιαίτερη «ζούγκλα» προορισμένη να την απολαμβάνουν λίγοι και εκλεκτοί.
Zero Bond, Νέα Υόρκη
Άνοιξε εν μέσω κορωνοϊού και έγινε γνωστό γιατί εκεί επέλεξε η Τζίτζι Χαντίντ να γιορτάσει τα 27α γενέθλια της με καλεσμένες τις Εμιλι Ρατακόφσκι και Μπλέικ Λάιβλι. Έκτοτε βρίσκεται συνεχώς στην επικαιρότητα, και ως το “στέκι” του αμφιλεγόμενου δημάρχου της Νέας Υόρκης, Ερικ Ανταμς.
Το εμπνευσμένο από το Anabel’s -έχει τον ίδιο ιδιοκτήτη-, club που βρίσκεται στη γειτονιά του NoHo, στο Μανχάταν, δημιουργήθηκε έχοντας ως στόχο να δημιουργήσει μια λίστα μελών αντιπροσωπευτική των κατοίκων της Νέας Υόρκης, οι οποίοι προέρχονται από διάφορες εθνικότητες, κοινωνικά στρώματα και επαγγελματικούς κλάδους.
View this post on Instagram
Με μια προτίμηση βέβαια στους νεότερους, μια και όσοι είναι κάτω των 30 ετών πληρώνουν 750 δολάρια εγγραφή από τα 1.000 που καλούνται να καταβάλουν οι υπόλοιποι και 2.500 ετήσια συνδρομή αντί για 3.500, ενώ για τους άνω των 45 το κόστος της συνδρομής ανεβαίνει στα 4.000 και η εγγραφή στα 5.000 δολάρια.
Το απόλυτο κριτήριο αποδοχής, ωστόσο, σύμφωνα με τους υπευθύνους, είναι η καλή συμπεριφορά και ο σεβασμός προς τους άλλους. Φυσικά, δεν βλάπτει να είσαι διασημότητα ή να συγκαταλέγεσαι ανάμεσα στους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη.
Ιδανικό spot για networking καθώς μεγάλη φροντίδα έχει δοθεί στη δημιουργία χώρων που ο καθένας θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως γραφείο. Οι ιθύνοντες φιλοδοξούν να φέρουν την ισορροπία ανάμεσα σε κοινωνική ζωή, δουλειά και διασκέδαση.
Το κτίριο στο οποίο βρίσκεται κατασκευάστηκε το 1874 και το club καταλαμβάνει τους δύο τελευταίους του ορόφους, ενώ η εσωτερική διακόσμηση παραπέμπει σε εκλεπτυσμένο νεοϋορκέζικο loft, όπου σημαντικό ρόλο παίζει και η τέχνη.
View this post on Instagram
Τα έργα που κοσμούν το εσωτερικό του κοστίζουν συνολικά περί τα 10 εκατομμύρια δολάρια και τα επέλεξε προσεκτικά η γνωστή επιμελήτρια Σοφία Κόεν. Η συλλογή περιλαμβάνει κομμάτια θρυλικών καλλιτεχνών που έχουν αφήσει το στίγμα τους στην εικαστική σκηνή της Νέας Υόρκης, όπως οι Αντι Γουόρχολ και Κιθ Χάρινγκ, αλλά και νέων ονομάτων του χώρου.
Μάλιστα, χάρη στη συνεργασία του «Zero Bond» με το Noho Collective, σύμπραξη καλλιτεχνών που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του κινήματος Black Lives Matter street art. Κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος, επίσης, αποτελεί η βιβλιοθήκη του πολυτελούς εκδοτικού οίκου Assouline.
Casa Cipriani, Νέα Υόρκη
Στο επιβλητικό private members’ club του Μανχάταν απαγορεύεται αυστηρά η λήψη φωτογραφιών και η βιντεοσκόπηση εντός των εγκαταστάσεων. Έτσι εξασφαλίζεται ότι δεν θα παραβιαστεί η ιδιωτικότητα διάσημων μελών του όπως είναι οι Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Ντριού Μπάριμορ και Τζον Λέτζεντ. Με λίστα αναμονής που ξεπερνά τα 4.000 άτομα, το Casa Cipriani παραμένει ένα από τα πιο περιζήτητα private clubs, παρόλο δεν είναι από τα πιο ακριβά καθώς το κόστος εγγραφής είναι μόλις 600 δολάρια και η ετήσια συνδρομή λίγο πάνω από 3.600.
Το μοναδικό αυτό club που δημιούργησαν οι ιδιοκτήτες του θρυλικού Harry’s Bar στη Βενετία, αποτελεί μια πρόταση πέρα από τα τετριμμένα της Νέας Υόρκης. Κατ’ αρχάς, βρίσκεται μπροστά σε νερό, εκεί όπου συναντιούνται οι ποταμοί Χάντσον και Ιστ, μέσα στο μοναδικής αισθητικής Battery Maritime Building, χτισμένο το 1909, έναν από τους τελευταίους εναπομείναντες σταθμούς φέρι της Beaux-Arts αρχιτεκτονικής στο Lower Manhattan.
Στον τρίτο και τέταρτο όροφό του βρίσκονται οι 47 σουίτες φιλοξενίας, ενώ στον πέμπτο χτυπά η καρδιά της διασκέδασης και της κοινωνικής ζωής, με το εστιατόριο Cipriani, το Jazz Café, το Promenade Bar, τις βεράντες και το rooftop με την ασύγκριτη θέα στο Άγαλμα της Ελευθερίας και στη Γέφυρα του Μπρούκλιν.
Η ανακαίνιση του κτιρίου είναι έργο του αρχιτεκτονικού γραφείου Marvel, ενώ τους εσωτερικούς χώρους, οι οποίοι ήταν εντελώς εγκαταλελειμμένοι και κατεστραμμένοι, σχεδίασε ο Τιερί Ντεσπόν, στον οποίο είχε ανατεθεί η αποκατάσταση του Αγάλματος της Ελευθερίας το 1986 – για την επέτειο των 100 χρόνων από τα εγκαίνιά του – και η οποία κόστισε 60 εκατομμύρια δολάρια.
Άλλα έργα του περιλαμβάνουν την ανακαίνιση εμβληματικών ξενοδοχείων-τοποσήμων των μητροπόλεων στις οποίες βρίσκονται, όπως του νεοϋορκέζικου The Carlyle, του λονδρέζικου Claridge’s, του παρισινού Ritz και του μιλανέζικου Principe di Savoia.
Portrait, Μιλάνο
Ένας τομέας στον οποίο όλο και περισσότεροι οίκοι μόδας δραστηριοποιούνται τα τελευταία χρόνια είναι εκείνος της φιλοξενίας και της εστίασης.
Τρανά παραδείγματα ως προς αυτό αποτελούν το Palazzo Versace στο Ντουμπάι, τα Bulgari Hotels σε διάφορες τοποθεσίες ανά τον κόσμο, τα Armani Hotels σε Μιλάνο και Ντουμπάι, το Hôtel Le Bellechasse με την υπογραφή του Christian Lacroix στο Παρίσι, αλλά και το Portrait στο Μιλάνο, ένα από τα πιο όμορφα καταλύματα, το οποίο ανήκει στην οικογένεια Ferragamo.
Στεγάζεται μέσα στο παλιό, ανακαινισμένο κτίριο μιας Αρχιεπισκοπικής Σχολής, ένα από τα παλαιότερα δείγματα της μπαρόκ αρχιτεκτονικής της Λομβαρδίας και έχει θέα την Piazza del Quadrilatero, τη μεγαλύτερη δημόσια πλατεία στο Fashion District της πόλης, με τις πανέμορφες κιονοστοιχίες που δημιουργούν ένα επιβλητικό σκηνικό.
Στο Portrait Milano, όπου συχνάζουν πολλοί εκπρόσωποι της υψηλής ραπτικής, έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη γαστρονομία.
Το σκεπτικό μάλιστα των υπευθύνων ήταν να μη στηριχθούν σε τρανταχτά ονόματα σεφ, προτιμώντας ένα νέο, αλλά έμπειρο ταλέντο. Ο λόγος για τον 32χρονο Αλμπέρτο Κουάντριο, ο οποίος στο παρελθόν έχει εργαστεί στα τριάστερα Disfrutar στη Βαρκελώνη και Geranium στην Κοπεγχάγη και έχει μαθητεύσει δίπλα σε μάγειρες-θρύλους όπως ο διάσημος Γάλλος Αλέν Ντικάς και ο Γκουαλτιέρο Μαρκέζι.
Casa Cruz, Νέα Υόρκη
Μετά το pop-up που άνοιξε στο Tribeca το 2016 και την επιτυχία που είχε, ο χιλιανός επιχειρηματίας Χουάν Σάντα Κρουζ αποφάσισε ότι θα ήταν μια πολύ καλή ιδέα να βρει μόνιμη στέγη στη Νέα Υόρκη για το Casa Cruz.
Έπειτα από αρκετές καθυστερήσεις, επέλεξε μια εξαώροφη Beaux Arts έπαυλη στο Upper East Side. Casa Cruz υπάρχει επίσης στο Νότινγκ Χιλ του Λονδίνου, όπου μαζεύονται όλοι οι επώνυμοι, οπότε δεν έκανε εντύπωση ότι μόλις άνοιξε τις πόρτες του και στο «Μεγάλο Μήλο» πέρασαν αμέσως από εκεί η Ντάφνι Γκίνες με τον γιο της Νικόλαο Νιάρχο, οι Ντάσα Ζούκοβα, Λόρεν Σάντο Ντομίνγκο, Βικτόρια φον Φάμπερ-Καστέλ – κληρονόμος της ομώνυμης βιομηχανίας γραφικής ύλης –, Ιζαμπέλα Μασνέ – κόρη της ιδρύτριας του Net-a-Porter –, Πίτερ Χόκινγκ – Senior Vice President του ανδρικού τμήματος του οίκου μόδας Tom Ford – και πολλοί άλλοι.
Υπάρχουν όμως και εκείνοι που διαμαρτύρονται για τον τρόπο λειτουργίας του Casa Cruz καθώς, ενώ οι υπεύθυνοι υποστηρίζουν ότι είναι προσβάσιμο σε όλους, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ απάντηση στα αιτήματα για κρατήσεις.
View this post on Instagram
Αντιθέτως, υπάρχει ετήσια συνδρομή ύψους 250.000-500.000 δολαρίων για όσους θέλουν να συχνάζουν στον 4ο όροφο και στο rooftop του club, και συνήθως αυτοί – 99 τον αριθμό – και οι φίλοι τους καταλαμβάνουν και τους υπόλοιπους χώρους. Οσοι πληρώνουν το ποσό δεν αποκαλούνται μέλη αλλά επενδυτές και επιλέγονται από τον ίδιο τον Κρουζ και στενούς συνεργάτες του.
1930, Μιλάνο
Περισσότερο με speakeasy ή με μύηση σε κάποια μυστική αδελφότητα παρά με members’ only club μοιάζει η διαδικασία εισόδου στο 1930 στο Μιλάνο. Για να μην διαρρεύσει η διεύθυνση και για να διατηρηθεί στο έπακρο το exclusivity του, η είσοδος έχει ως εξής: Για αρχή γίνεσαι θαμώνας σε ένα άλλο μαγαζί των ιδιοκτητών, το Mag Café, μέχρι ο grandmaster ή ένας από τους «αποστόλους» του σε κρίνει άξιο για το 1930 και σε προσκαλέσει.
Αφού περάσεις από ένα μικροσκοπικό κατάστημα με ασιατικά προϊόντα, θα δείξεις ένα σήμα που θα σου έχουν δώσει, θα πεις τον κωδικό και αμέσως, σαν να ανοίγει η πόρτα της Νάρνια, που οδηγεί όμως στην δεκαετία του 1930, θα μπεις σε έναν άλλο κόσμο.
Βελούδινα υφάσματα, ζωντανό πιάνο, εντυπωσιακοί πολυέλαιοι και τα πιο ευφάνταστα κοκτέιλ που έχεις γευτεί. Δεν υπάρχει συνδρομή μέλους και τα ποτά κοστίζουν γύρω στα 15 ευρώ. Εδώ σημασία δεν έχει το αν έχεις πολλά χρήματα, αλλά η ποιότητά σου ως άνθρωπος. Πόσο διαφορετικοί άραγε να είναι όσοι βρίσκονται σε αυτή την πολύτιμη λίστα;