“Θυμάμαι προχωρούσαμε σαν ένα σώμα. Αναμαλλιασμένες γυναίκες, άλλες με μωρά στην αγκαλιά, άλλες να σέρνουν από το κάθε χέρι ένα παιδί που έκλαιγε, άντρες με βαλίτσες και μπόγους να προσπαθούν να διαπεράσουν το πλήθος. Φωνές, ουρλιαχτά, κλάματα, μπροστά στις ορθάνοιχτες πόρτες των βαγονιών, βαγόνια που είναι για ζώα όχι για ανθρώπους …”. Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο, Ελληνίδα Εβραία της Θεσσαλονίκης, επιζήσασα του ολοκαυτώματος.
Η Έρικα Κούνιο ήταν ανάμεσα στους 2800 Έλληνες Εβραίους, που αναχώρησαν την 15η Μαρτίου του 1943 με το πρώτο τρένο του θανάτου από τη Θεσσαλονίκη για το κολαστήριο εξόντωσης του Άουσβιτς. Ο βίαιος εκτοπισμός των Ελλήνων Εβραίων με τον πρώτο αυτόν συρμό, σημαίνει και την απαρχή του μαζικού αφανισμού της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, που από τον 15ο αιώνα αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορικής και πολιτισμικής της ταυτότητας.
Οι Εβραίοι εντάχθηκαν στην τοπική κοινωνία, συνέβαλαν ενεργά στην οικονομική και κοινωνική της ανάπτυξη και την εμπλούτισαν με την κουλτούρα, τη γλώσσα τους, τις παραδόσεις και τη μουσική τους. Η συμβολή τους υπήρξε πολυσήμαντη τόσο στον εμπορικό όσο και στον πολιτιστικό τομέα, δεδομένου ότι η εβραϊκή κοινότητα αριθμούσε περίπου 52000 μέλη, αντιπροσωπεύοντας το 1/6 του τοπικού πληθυσμού και το 20% της τοπικής οικονομίας, ενώ διέθετε 16 συναγωγές και 10 Δημοτικά σχολεία.
Η προσπάθεια όμως της συστηματικής εξόντωσης των Εβραίων δεν ξεκίνησε το Μάρτιο του 1943, αλλά αρκετά νωρίτερα. Άρχισαν σταδιακά να εφαρμόζονται και στη Θεσσαλονίκη οι φυλετικοί νόμοι της Νυρεμβέργης. Επιβάλλονται απάνθρωπα μέτρα, με σκοπό την απομόνωση του Εβραϊκού πληθυσμού όπως, η απογραφή ατόμων, κατοικιών και καταστημάτων, η απαγόρευση για τους Εβραίους μεταβίβασης των περιουσιακών τους στοιχείων, η κατάσχεση των τηλεφωνικών συσκευών, οι επιτάξεις των σπιτιών και των μαγαζιών τους, τα χαρτόνια στις βιτρίνες με τυπωμένη την επαίσχυντη φράση “οι Εβραίοι είναι ανεπιθύμητοι”.
Το Φεβρουάριο του 1943, καταφθάνουν στη Θεσσαλονίκη οι λοχαγοί των Ες-Ες, Αλόις Μπρούνερ και Ντήτερ Βισλιτσένι, προκειμένου να υλοποιήσουν το μαζικό εκτοπισμό των Εβραίων. Οι διώξεις κορυφώνονται με αντισημιτικά μέτρα όπως, το κίτρινο αστέρι στο στήθος, οι αγγαρείες σε λατομεία και εργοτάξια, η ταπεινωτική και εξευτελιστική μεταχείριση, η απαγόρευση κυκλοφορίας τους τις βραδινές ώρες, ο περιορισμός τους σε συγκεκριμένες περιοχές της πόλης, ο αποκλεισμός τους από κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες καθώς και από τα μέσα μεταφοράς.
Ένα μήνα αργότερα, στις 15 Μαρτίου, μπαίνει στις ράγες το πρώτο ταξίδι του θανάτου. Έτσι, 2800 Εβραίοι Έλληνες υπήκοοι, που είχαν υποχρεωθεί να εγκατασταθούν στο γκέττο του Βαρώνου Χίρς, στοιβαγμένοι σε 40 σφραγισμένα βαγόνια προορισμένα για τη μεταφορά ζώων, στάλθηκαν στο στρατόπεδο του Άουσβιτς. Ελάχιστη τροφή, σχεδόν καθόλου νερό, άθλιες συνθήκες διαβίωσης στο τρένο. Ούτε οι απελπισμένες κραυγές των μικρών παιδιών στάθηκαν ικανές να λυγίσουν τους Γερμανούς στρατιώτες.
Η πρώτη αποστολή του θανάτου έφτασε στο στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς – Μπιρκενάου στις 20 Μαρτίου, περίπου στις 11 το βράδυ. Ο Χάϊνς Κούνιο, που τότε ήταν μόλις 15 ετών, αφηγείται χαρακτηριστικά: «Όταν φθάσαμε στο Άουσβιτς, ύστερα από ένα ταξίδι αφάνταστα σκληρό, ξεκίνησε αμέσως η διαλογή για να ξεχωρίσουν εκείνους που ήταν ικανοί να εργαστούν».
Παιδιά, ηλικιωμένοι, άρρωστοι, βρέφη μπήκαν σε φορτηγά και έφυγαν κατευθείαν για τα κρεματόρια. Αλλά και οι υγιείς πέρασαν από διαλογή: από τη μια όσοι θα επιζούσαν ως σκλάβοι εργάτες και οι υπόλοιποι στα κρεματόρια». Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης υπήρξαν από τα τραγικότερα θύματα του ολοκαυτώματος, του πιο αποτρόπαιου εγκλήματος που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Περίπου το 96% της άλλοτε ακμαίας εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα του θανάτου, πέθαναν από την πείνα, τις κακουχίες, την εξάντληση και τα πειράματα, ή θανατώθηκαν στους θαλάμους των αερίων.
Ο φόρος αίματος που πλήρωσαν οι Εβραίοι συμπατριώτες μας ήταν τραγικά βαρύς, αφού από τους 46.091 Θεσσαλονικείς Εβραίους που μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, επέστρεψαν μόνο 1950.
Όσο η χρονική απόσταση από τη σκοτεινή περίοδο του ολοκαυτώματος μεγαλώνει και οι επιζήσαντες λιγοστεύουν, έχουμε χρέος να μην παραδώσουμε στη λήθη τα εγκλήματα της ναζιστικής θηριωδίας. Η διατήρηση του ολοκαυτώματος στη συλλογική μας μνήμη είναι μια ουσιαστική πράξη ευθύνης. Ο τρόπος που θυμόμαστε τα γεγονότα, οι πτυχές που φωτίζουμε, η ενσωμάτωση της σκοτεινής αυτής πλευράς της Ιστορίας στα σχολικά βιβλία, το βήμα που δίνουμε στους επιζήσαντες, η επικείμενη ανέγερση του Μουσείου Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη, συνιστούν αναγκαίες συνθήκες για να διασφαλίσουμε ότι η πλέον μαύρη σελίδα της παγκόσμιας Ιστορίας δε θα ξεχαστεί.
Το οφείλουμε στην πολυπληθή εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης που ξεκληρίστηκε, καθώς και σε όλες τις εβραϊκές κοινότητες της Ευρώπης. Μα πάνω από όλα το οφείλουμε στις τωρινές και τις μελλοντικές γενιές, ώστε να μην ξαναδούμε ποτέ την Ιστορία να επαναλαμβάνεται. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, γιατί μόνο έτσι διασφαλίζουμε το «ποτέ ξανά».
Ο άκρατος φανατισμός, ο ρατσισμός, η τυφλή μισαλλοδοξία, καλλιεργούν κλίμα πόλωσης στην κοινωνία και μπορεί να οδηγήσουν σε ακραίες πράξεις μίσους. Πρέπει να εμπεδωθεί στη συλλογική μας συνείδηση ότι ο αντισημιτισμός και οι διώξεις των Εβραίων δεν ξεκίνησαν με την αναχώρηση των τρένων του θανάτου, αλλά πολύ νωρίτερα, με τον κοινωνικό αποκλεισμό, το φανατισμό, τη ρητορική μίσους.
Το χρέος μας δεν είναι μόνο να τιμούμε τους νεκρούς του ολοκαυτώματος, αλλά παράλληλα να αναμετρηθούμε με τα αίτια που οδήγησαν στην απώλεια τους. Το ρατσισμό κάθε μορφής οφείλουμε να τον αναγνωρίζουμε, να τον κατονομάζουμε και να τον αποδομούμε εν τη γενέσει του, έτσι ώστε να αποτρέψουμε την επανάληψη ανάλογων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Ο Γιώργος Σταμάτης είναι Βουλευτής Επικρατείας της ΝΔ.