Ογδόντα χρόνια συμπληρώθηκαν από το μεγαλύτερο οργανωμένο, μαζικό έγκλημα που διαπράχθηκε στη σύγχρονη ιστορία της ανθρωπότητας, το Ολοκαύτωμα. Πώς διαχειρίστηκε τη μνήμη του η ελληνική πολιτεία και πώς αντιμετώπισε τους εβραίους επιζώντες πολίτες του, αναρωτιούνται, μεταξύ άλλων, κατά τη συνάντησή τους, παραμονή της Διεθνούς Ημέρας Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος (27 Ιανουαρίου), ο Μπένης Νατάν και η Ελένη Μπεζέ.
ΜΠΕΝΗΣ ΝΑΤΑΝ: «Ο πατέρας μου, επιζών του Ολοκαυτώματος, έζησε το υπόλοιπο της ζωή του – πέθανε το 1967 και ετάφη στη Θεσσαλονίκη – ως ένας άνθρωπος ανάπηρος συναισθηματικά».
ΕΛΕΝΗ ΜΠΕΖΕ: «Υπάρχει το ζήτημα της συναισθηματικής διαχείρισης του τραύματος, σε μια Ελλάδα μάλιστα που σπαρασσόταν από τον Εμφύλιο».
Μ.Ν.: «Ακριβώς. Ηταν πολύ δύσκολο να συνεχίσουν αυτοί οι άνθρωποι τη ζωή τους. Αισθανόμουν, λοιπόν, ότι ο πατέρας μου παρέμενε συναισθηματικά αποστασιοποιημένος, παρότι δημιούργησε δεύτερη οικογένεια (σ.σ.: ο κ. Νατάν είναι παιδί από τον δεύτερο γάμου του). Ξέρω ότι αρνιόταν να δεθεί μαζί μου, παρότι τελικά δεν το απέφυγε. Οσο ζούσε, θυμόταν την εξόντωση της οικογένειάς του και τα βασανιστήρια που υπέστη. Δεν μίλησε, όμως, ποτέ για αυτά».
Ε.Μ.: «Παρατηρούμε, κύριε Νατάν, ότι οι άνθρωποι αυτοί μίλησαν ελάχιστα, ιδίως στα παιδιά τους, στη δεύτερη γενιά».
Μ.Ν.: «Ο θείος μου αποτελεί εξαίρεση. Ο πατέρας μου ωστόσο, μου είχε μιλήσει τουλάχιστον για τον ναζιστή Μαξ Μέρτεν, που πρωτοστάτησε στην εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Είχε μάλιστα καταθέσει στη δίκη του».
Ε.Μ.: «Υπάρχει η σιωπή από την πλευρά των ίδιων των Εβραίων, με εξαιρέσεις, όπως ο θείος σας. Αλλά και η ελληνική πολιτεία άργησε να ασχοληθεί με το θέμα. Ο εμφύλιος πόλεμος και τα χρόνια που ακολούθησαν έβαλαν τη σφραγίδα τους στο πώς αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος τους εβραίους πολίτες του και το Ολοκαύτωμα. Ο σχετικός διάλογος, με επιστημονικούς όρους, δεν ξεκίνησε από κάποιον κρατικό φορέα, αλλά από την Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού και ερευνήτριες-ιστορικούς, όπως η Ρένα Μόλχο, η Οντέτ Βαρών-Βασάρ, η Ρίκα Μπεβενίστε, η φιλόλογος Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου και η ψυχαναλύτρια Αριέλλα Ασσέρ. Αυτές οι γυναίκες ξεκίνησαν την έρευνα και έφεραν το θέμα στον δημόσιο διάλογο».
Μ.Ν.: «Τα πάθη του Εμφυλίου αναμφίβολα συνέβαλαν στην καθυστέρηση του δημόσιου διαλόγου».
Ε.Μ.: «Με το ξέσπασμα του Εμφυλίου συνέβη το παράδοξο οι συνεργάτες των Ναζί, οι δωσίλογοι, οι άνθρωποι που είχαν επωφεληθεί από την απουσία, εντός εισαγωγικών, των Εβραίων, καταπατώντας τις περιουσίες τους, να βρεθούν στο απυρόβλητο, με την πρόφαση του αγώνα ενάντια στον κομμουνισμό».
Μ.Ν.: «Το μαγαζί του πατέρα μου το είχαν πάρει οι μεσεγγυούχοι, που διορίστηκαν από τους ναζιστές διαχειριστές των περιουσιών των Εβραίων. Κατάφερε όμως να το πάρει πίσω, γιατί ήταν μαχητικός, χωρίς τα εμπορεύματα».
Ε.Μ.: «Το ελληνικό κράτος αργεί να αναλάβει τις ευθύνες του. Υποκρύπτεται ενοχή πίσω από την ολιγωρία, την οποία διαπιστώνουμε έντονα στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, πόλη στην οποία καθυστερεί δεκαετίες η ανάδειξη της μνήμης των Εβραίων».
Μ.Ν.: «Χρωστάμε αναμφίβολα πάρα πολλά στον Γιάννη Μπουτάρη, για την ανάδειξή της».
Ε.Μ.: «Δεν μπορούν να αμφισβητηθούν οι προσπάθειές του.Οπως, επίσης, δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε ότι προκάλεσαν και σφοδρές αντιδράσεις».
Μ.Ν.: «Πέρα όμως από τα ζητήματα της μνήμης,κυρία Μπεζέ, το ελληνικό κράτος δεν ήθελε τους Εβραίους. Υπήρχε ένας αντισημιτισμός στην ελληνική πολιτεία, ο οποίος υποχώρησε, για να μην είμαι άδικος, τη δεκαετία του 1970, μέχρι τις πρόσφατες αναβιώσεις του. Δεν είναι τυχαίο ότι αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια από τους Εβραίους Ελληνες που έφυγαν στο Ισραήλ. Οι άνθρωποι αυτοί έκαναν αγώνες να την ανακτήσουν, αλλά απέβησαν ατελέσφορες».
Ε.Μ.: «Το ελληνικό κράτος, το καλοκαίρι του 1949, επιτρέπει στους άρρενες Εβραίους να εξαιρεθούν από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις,υπό τον όρο ότι θα μεταναστεύσουν στο Ισραήλ. Ταυτόχρονα, επειδή θεωρούνται αλλογενείς Ελληνες, και όχι ομογενείς, χάνουν την ελληνική ιθαγένεια».
Μ.Ν.: «Το ελληνικό κράτος έχει ευθύνες και για την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου, στη θέση του οποίου χτίστηκε το ΑΠΘ. Προς αυτή την κατεύθυνση είχε ωθήσει και ο αντισημιτισμός, που είχε ξεκινήσει από την οργάνωση «Εθνική Ενωσις Ελλάς» (ΕΕΕ)».
Ε.Μ.: «Η καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου στη Θεσσαλονίκη συνέβη κατά τη διάρκεια της Κατοχής, χωρίς να αποτελεί πρωτοβουλία αποκλειστικά των Ναζί. Αποτελούσε πάγιο αίτημα των τοπικών αρχών, πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να εκχωρηθεί μέρος της τεράστιας έκτασης που καταλάμβανε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Η γερμανική κατοχή αποτελεί λοιπόν την ευκαιρία ώστε να «απαλλοτριωθεί». H έκταση της καταστροφής του εβραϊκού νεκροταφείου αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και στην Ευρώπη βανδαλισμοί».
Μ.Ν.: «Υπάρχει κάτι ακόμη που έχει αποσιωπηθεί, κυρία Μπεζέ. Η ύπαρξη ναζιστικών στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας επί ελληνικού εδάφους».
Ε.Μ.: «Είναι γεγονός ότι δεν μιλάμε για αυτό ως κοινωνία. Ναι, υπήρχαν κυρίως κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής Αθήνας-Θεσσαλονίκης. Το στρατόπεδο στην Καρυά, μάλιστα, το ανέδειξαν μοναδικά τόσο το βιβλίο «Στα κάτεργα του θανάτου» του ερευνητή και συλλέκτη Ανδρέα Ασσαέλ, όσο και οι βασισμένες στην έρευνά του εκθέσεις που παρουσιάζονται αυτή την περίοδο στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς) και στο Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος (Αθήνα), σε επιμέλεια των ιστορικών Ιάσονα Χανδρινού και Αλέξιου Ντετοράκη. Η ύπαρξη αυτών των εργοταξίων-στρατοπέδων μάς βοηθά να κατανοήσουμε γιατί δεν προσπάθησαν περισσότεροι Εβραίοι να διαφύγουν. Ενα από τα ερωτήματα που επανέρχεται – άλλοτε καλοπροαίρετα και άλλοτε όχι –, συχνά υπονοώντας ότι υπήρξε μια παθητικότητα από πλευράς τους. Οταν λοιπόν στάλθηκαν Εβραίοι της Θεσσαλονίκης στα έργα, όπου εκατοντάδες πέθαιναν, οι ιθύνοντες της εβραϊκής Κοινότητας Θεσσαλονίκης προσπάθησαν να συγκεντρώσουν λύτρα για να τους απελευθερώσουν».
Μ.Ν.:«Υπoλογίζονται, αν δεν κάνω λάθος, γύρω στις 5.000 οι Εβραίοι που πήγαν στα καταναγκαστικά έργα».
Ε.Μ.: «Οντας όμως η κοινότητά τους απασχολημένη με το επείγον ζήτημα των λύτρων, δεν διαβλέπει τον ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο που έρχεται».
Μ.Ν.: «Η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη από την οποία ήταν πάρα πολύ δύσκολο να διαφύγουν οι Εβραίοι, ούτως ή άλλως. Ηταν 50.000 άτομα, περίπου το 1/4 του γενικού πληθυσμού. Το 1943 είχε «καθαρίσει» από τους Εβραίους. Φτάνουμε στα Γιάννενα 25 Μαρτίου και στην Κέρκυρα 11 Ιουνίου του ’44 και υπάρχουν ακόμη Εβραίοι. Αναρωτήθηκα τι περίμεναν. Ο πατέρας μου είχε διαπραγματευτεί με τον Μάισνερ, τον γραμματέα του Μέρτεν, για να ξεφύγει, και παραχώρησε δύο αποθήκες με εμπορεύματα και χρυσαφικά. Από τη στιγμή όμως που του πήραν τα χρήματα και το εμπόρευμα τον άφησαν σε εκκρεμότητα. Μόλις κατέβηκε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης συνελήφθη και βασανίστηκε. Τελικά τον απελευθέρωσαν. Του είπαν «δεν θα γλιτώσεις, πάρε το τρένο για την Πολωνία». Και, στις 2 Μαΐου του 1943, το παίρνει κι αναχωρεί οικογενειακώς…».
Ε.Μ.: «Το ζήτημα της ατιμωρησίας είναι σημαντικό, κύριε Νατάν. Το οικονομικό έγκλημα σε βάρος των Εβραίων δεν τιμωρήθηκε. Ειδικά στη Θεσσαλονίκη, οι λεγόμενοι μεσεγγυούχοι, οι καταπατητές των εβραϊκών περιουσιών, οργανώθηκαν μεταπολεμικά σε σωματείο,προκειμένου να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους. Η υπόθεση του στρατιωτικού διοικητή στον Νομό Θεσσαλονίκης επί Κατοχής, Μέρτεν, είναι σκανδαλώδης. Το 1959 καταδικάζεται από την ελληνική Δικαιοσύνη σε κάθειρξη 25 ετών. Επειτα από συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με τη γερμανική, εκδίδεται στη Γερμανία μέχρι τον θάνατό του, δεκαετία του ’70, χωρίς να διωχθεί».
Μ.Ν.: «Ενας από τους συνεργάτες των Ναζί που τιμωρήθηκε όμως ήταν ο Χασόν. Εκτελέστηκε τον Μάρτιο του 1948, στην Κέρκυρα. Ηταν ο μόνος».
Ε.Μ.: «Η πρωτοβουλία να δικαστούν οι εβραίοι συνεργάτες των Ναζί, όπως ο Χασόν, ανήκει στην εβραϊκή κοινότητα και όχι στο ελληνικό κράτος. Είναι χαρακτηριστικό για την ελληνική κοινωνία ότι τελικά αυτοί που πληρώνουν είναι κυρίως οι εβραίοι δωσίλογοι».
Μ.Ν.: «Αύριο, πάντως, είναι η Διεθνής Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος και επέτειος της απελευθέρωσης του Αουσβιτς».
Ε.Μ.: «Της αποκαλούμενης απελευθέρωσης, κύριε Νατάν. Δεν αποτελούσε στρατηγικό στόχο των Συμμάχων η απελευθέρωσή του. Δεν έλαβε χώρα κάποια μάχη. Οι Σοβιετικοί καταλαμβάνουν ένα στρατόπεδο εγκαταλειμμένο. Υπάρχει ένα φιλμ του Φραντσέσκο Ρόσι, «Η Ανακωχή», βασισμένο στο βιβλίο του Πρίμο Λέβι, όπου περιγράφεται η περιπέτεια της επιστροφής του επιζώντος πλέον Λέβι στο Τορίνο. Σε μια σκηνή, έφιπποι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού πλησιάζουν το Αουσβιτς. Οι κρατούμενοι συγκεντρώνονται στην έξοδο, ανοίγουν οι πύλες, ορμούν να βγουν από το στρατόπεδο και οι στρατιώτες τούς κάνουν νεύμα να επιστρέψουν. Η μετάβαση από τον εγκλεισμό στον ελεύθερο κόσμο διαρκεί από το καλοκαίρι του ’44 μέχρι τα μέσα περίπου του ’45, δεν είναι στιγμιαία, και κατά τη διάρκειά της χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους. Ο πιο συνηθισμένος λόγος ήταν ότι παράφαγαν».
Μ.Ν.: «Ο πατέρας μου και ο αδερφός του μεταφέρθηκαν με πορεία θανάτου στο στρατόπεδο Βελς, που ήταν δορυφόρος του Μαουτχάουζεν. Απελευθερώθηκαν στις αρχές Μαΐου του ’45, όπως το λέτε, σχεδόν τυχαία. Γιατί ο σκοπός των Συμμάχων ήταν οι μάχες με τους Γερμανούς, η απελευθέρωση κρατουμένων ήταν δευτερεύων στόχος. Υπάρχει μια μαρτυρία της μητέρας της πρώην συζύγου μου, η οποία ήταν στο Αουσβιτς με την πεθερά της. Οταν απελευθερώθηκαν, επειδή η πεθερά της ήταν λαίμαργη, έσκασε κυριολεκτικά από το φαγητό. Η ίδια παρέμεινε εγκρατής και επέζησε. Μετά την απελευθέρωση ένα μεγάλο μέρος από τις πρώτες γενιές επιζώντων έχασαν και την πίστη τους – ο πατέρας μου την ανέκτησε αργότερα. Στις πρώτες γιορτές του Κιπούρ, δηλαδή, της Εξιλέωσης, υπήρχε μια τάση εναντίον του Θεού. Ελεγαν οι επιζήσαντες: «Ο Θεός μάς παράτησε. Για ποιον λόγο να ζητήσω εγώ συγγνώμη»».
Ε.Μ.: «Παρότι η εβραϊκή θρησκεία και η παράδοση αποτέλεσαν ενοποιητικούς παράγοντες για αιώνες, πράγματι μια από τις επιπτώσεις του Ολοκαυτώματος είναι η αποδυνάμωση του θρησκευτικού συναισθήματος. Το βλέπουμε αυτό στις μεταπολεμικές μαρτυρίες. Πλέον το Ολοκαύτωμα και η μνήμη του αποτελούν ενοποιητικό παράγοντα, που προηγείται της εβραϊκής θρησκείας».
Μ.Ν.: «Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι γυρνώντας οι εβραίοι επιζώντες στην Ελλάδα ήταν χωρισμένοι σε «στρατόπεδα». Υπήρχαν οι αριστεροί και οι απολιτικοί, κατά κάποιον τρόπο. Ο πατέρας μου εμφάνιζε δεξιές τάσεις. Ψήφισε τον Παπάγο. Ο θείος μου, ο οποίος μετανάστευσε στο Ισραήλ, ξεκίνησε αριστερός, πολέμησε στο Αντάρτικο με τον ΕΛ.ΑΣ., ο οποίος βοήθησε κι έσωσε, κατά τη γνώμη μου, αρκετούς Εβραίους. Εχω και συγγενείς που προσχώρησαν στο δεύτερο Αντάρτικο και μετά κυνηγήθηκαν. Δύο από αυτούς εξορίστηκαν στη Μακρόνησο. Υπέγραψαν, παρ’ όλα αυτά κυνηγήθηκαν. Τελικά, δεν πήγαν στο Ισραήλ. Υπήρξαν πάντως πολλοί αριστεροί οι οποίοι πήγαν».
Ε.Μ.: «Ενα από τα στερεότυπα που υπάρχουν για τους Εβραίους είναι πως αποτελούν ένα ομοιογενές σύνολο. Μετά τον πόλεμο, οι Εβραίοι της Ελλάδας, όπως συνέβη και με τους μη Εβραίους, ακολουθούν διαφορετικές ιδεολογικές κατευθύνσεις. Εχουμε όπως, αναφέρατε, κύριε Νατάν, τους Εβραίους που σώθηκαν χάρη στην Αντίσταση ή συμμετείχαν ενεργά σε αυτήν. Αρκετοί από αυτούς υιοθετούν την κομμουνιστική ιδεολογία. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ακόμα ένα στερεότυπο που υπάρχει και θέλει τους Εβραίους να μην αντιστάθηκαν. Υπάρχουν ιστορικές μελέτες, όπως της Ρίκας Μπεβενίστε, του Ιάσονα Χανδρινού, του Στίβεν Μπόουμαν, που αποδεικνύουν ότι οι Εβραίοι συμμετείχαν στην Αντίσταση – και στην ένοπλη. Και οι άνθρωποι αυτοί μεταπολεμικά είχαν την ίδια μοίρα με τους μη Εβραίους. Οσοι έμειναν σταθεροί στις ιδεολογικές απόψεις τους φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν. Το ελληνικό κράτος σε συμφωνία με το νεοϊδρυθέν κράτος του Ισραήλ, το 1949, τους δίνει τη δυνατότητα να αποφυλακιστούν, υπό τον όρο, κατ’ αρχάς, της υποχρεωτικής μετανάστευσης – θα απελαθούν ουσιαστικά στο Ισραήλ –, δεύτερον, της αποποίησης της ελληνικής ιθαγένειας και, τρίτον, της υπογραφής πρόθεσης μη επανόδου στην Ελλάδα. Υπήρξαν και οι Εβραίοι που πήραν μέρος στην Αντίσταση, ιδεολογικά αποστασιοποιήθηκαν από το ΚΚΕ, αλλά δεν δέχθηκαν να προδώσουν τους συντρόφους τους και πήγαν εξορία. Εχουμε επίσης τους λεγόμενους αφομοιωτικούς, που είναι υπέρ της αφομοίωσης των Εβραίων στην ελληνική κοινωνία, και πριν την ίδρυση του Ισραήλ και σαφώς μετά το 1948 τους Σιωνιστές».
Μ.Ν.: «Επειδή πρέπει να συνοψίσουμε, η γενική εκτίμησή μου, κυρία Μπεζέ, είναι ότι στις μέρες μας υπάρχει άρνηση της ύπαρξης του Ολοκαυτώματος, συνολικότερα. Την Ελλάδα δεν μπορώ ωστόσο να τη χαρακτηρίσω αντισημιτική χώρα, αν και βλέπω τάσεις καταδίκης των Εβραίων συλλήβδην, λόγω του ισραηλινού κράτους».
Ε.Μ.: «Προφανώς, κύριε Νατάν, ο αντισημιτισμός δεν τελειώνει με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις δημοσκοπήσεις τα ποσοστά αντισημιτισμού είναι υψηλά. Επίσης, μολονότι κάποιοι δεν αρνούνται το Ολοκαύτωμα, το σχετικοποιούν. Λένε: «Ηταν λιγότερα από 6 εκατομμύρια τα θύματα». «Δεν ήταν τόσο άσχημες οι συνθήκες στα στρατόπεδα». Από την άλλη, δεν μπορούμε, κύριε Νατάν, να αρνηθούμε ότι η ελληνική πολιτεία έχει κάνει σημαντικά βήματα για την ανάδειξη αυτής της μνήμης. Το 2004 υιοθετείται από το ελληνικό Κοινοβούλιο η 27η Ιανουαρίου ως Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος. Συγκεφαλαιώνοντας, θα έλεγα, έχουμε δύο αντικρουόμενες τάσεις στην ελληνική κοινωνία. Μια μερίδα ανθρώπων που θέλει να μάθει και να τιμήσει τα θύματα. Και μια μερίδα ανθρώπων που εμφορούνται από αντισημιτικές αντιλήψεις, που συχνά εκφράζονται και έμπρακτα με τους βανδαλισμούς μνημείων και νεκροταφείων».
l
Ο κ. Μπένης Νατάν είναι ομότιμος καθηγητής Αεροδιαστημικής στο Πανεπιστήμιο Technion (Israel Institute of Technology), στη Χάιφα του Ισραήλ και είναι συγγραφέας του βιβλίου Το μέλλον του ήταν στο παρελθόν του (εκδόσεις Αλεξάνδρεια), που αναφέρεται στον επιζώντα του Ολοκαυτώματος πατέρα του.
l
Η κυρία Ελένη Μπεζέ είναι ιστορικός-ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και συγγραφέας του βιβλίου «Νέα ζωή». Ελληνες Εβραίοι μετά τη Σοά. Ιστορία, μνήμη, ταυτότητα
(1944-1955) (εκδόσεις Αγρα).
→
Τη συνάντηση συντόνισε και επιμελήθηκε η Ιωάννα Κλεφτόγιαννη.