Ογδόντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τις 27 Ιανουαρίου 1945, την ημέρα της απελευθέρωσης του στρατοπέδου εξόντωσης του Άουσβιτς, κοντά στην Κρακοβία της Πολωνίας.
Η ναζιστική Γερμανία είχε εδώ και χρόνια ξεκινήσει τη συστηματική δίωξη και γενοκτονία ευρωπαίων Εβραίων και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο σε αυτό τους το σχέδιο, που τελικά οδήγησε στον θάνατο 6 εκατομμύρια Εβραίους.
Το Άουσβιτς ήταν το μεγαλύτερο σύμπλεγμα στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης του ναζιστικού καθεστώτος.
Ο Κόκκινος Στρατός των Σοβιετικών προελαύνοντας προς τη Γερμανία, έχει φτάσει στην γειτονική Πολωνία. Η αντίστροφη μέτρηση για την οριστική ήττα των Ναζί έχει ξεκινήσει. Στις 24 Ιανουαρίου 1945, έφιπποι άνδρες μιας περιπόλου του Κόκκινου Στρατού, βρίσκουν συμπτωματικά στον δρόμο τους τις εγκαταστάσεις του Άουσβιτς.
Λίγα λεπτά αργότερα αντικρίζουν στοιβαγμένους μέσα σε κοιτώνες, χιλιάδες κρατουμένους στα όρια του θανάτου.
Οι Ναζί, υποχωρώντας, πήραν μαζί τους χιλιάδες κρατούμενους υποχρεώνοντάς τους σε εξοντωτικές πορείες θανάτου. Επιχείρησαν να καταστρέψουν αποθήκες και θαλάμους αερίων για να μην αφήσουν ίχνη της απάνθρωπης διαδικασίας εξόντωσης Εβραίων και έφυγαν.
Όσοι από τους κρατούμενους, λόγω της εξαθλιωμένης κατάστασης της υγείας τους, δεν μπορούσαν να περπατήσουν, εγκαταλείφθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης να πεθάνουν από την ασιτία και το ψύχος.
«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 23ης Ιανουαρίου 2005 δημοσιεύει μαρτυρίες ανθρώπων, που κατόρθωσαν να επιζήσουν από την κόλαση του Άουσβιτς.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.1.2005, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
Χάιντς Σαλβατόρ Κούνιο
«Ολοι σας θα περάσετε από την καμινάδα»
«Παρασκευή 12 Μαρτίου 1943, Θεσσαλονίκη. Το πρωί ήρθε στο σπίτι μια ομάδα από πολιτοφύλακες. Μας διέταξαν να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας και να πάμε στο στρατόπεδο του βαρόνου Χιρς. Την Κυριακή αναχωρήσαμε για το Αουσβιτς.
»Ημουν δεκαπεντέμισι ετών. Μαζί μας πήραμε μία κουβέρτα, ένα κουτάλι, ένα πιρούνι. Σε κάθε βαγόνι έβαλαν 60 άτομα. Κινητές φυλακές, δεν υπήρχε χώρος, πείνα, ζέστη ανυπόφορη και κάτι χειρότερο. Το βαγόνι μας, αναγκαστικά, είχε μετατραπεί και σε τουαλέτα. Εξι ημέρες κράτησε τούτη η πικρή διαδρομή.
»23 Μαρτίου 1943, 11.00 μ.μ. Φθάσαμε στο Αουσβιτς. “Τούτο το στρατόπεδο έχει μονάχα μία έξοδο: την ψηλή μαύρη καμινάδα απ’ όπου βγαίνει ο πηχτός εκείνος καπνός. Ολοι σας θα περάσετε από κει…” ήταν το…“καλωσόρισμα” του αξιωματικού των Ες Ες.
»H διαλογή γινόταν σύμφωνα με την ηλικία, τη σωματική ακεραιότητα και την υγεία μας. Οι περισσότεροι πίστευαν, και όχι άδικα, πως δεν θα ξαναέβλεπαν τους δικούς τους. Τέτοια εντύπωση έδινε ο διαχωρισμός. H αίσθηση της πραγματικότητας είχε μονομιάς χαθεί σαν να ‘σκασε δίπλα μας μια βόμβα. Εγινα ο αριθμός 109.565.
»H αγωνία ήταν το χαρακτηριστικό της εκεί ζωής μας. Κάθε ημέρα διάλεγαν τους πιο αδύνατους για το κρεματόριο. Υπήρχαν μήνες που τα θύματα ξεπερνούσαν τις 3.000-4.000. Πέρασα από επτά διαλογές. Στο Αουσβιτς η πειθαρχία ήταν σκληρή. Μιλούσαμε όσο γινόταν λιγότερο, υπολογίζαμε τις συνέπειες κάθε πράξης μας, είχαμε μάτια για ό,τι μας αφορούσε και γίναμε τυφλοί για όλους τους άλλους.
»Στο Αουσβιτς μόνο δύο φορές τολμήθηκε εξέγερση, η δεύτερη από Ελληνες και Ρώσους. Προτού πεθάνουν ανατίναξαν τα κρεματόρια II και III στο Μπιρκενάου. Ως Ελληνας αισθάνθηκα πολύ περήφανος.»Στα μέσα Ιανουαρίου του 1945 έγιναν διαλογές για το εσωτερικό της Γερμανίας. Γκρος Ρόζεν, Μαουτχάουζεν, Μελκ. Τον Απρίλιο, 1.411 άτομα μεταφερθήκαμε με τρένο στο στρατόπεδο Εμπενζεε. Στις 6 Μαΐου 1944 μας απελευθέρωσαν οι Αμερικανοί.
»Οι Ελληνες φτιάξαμε μια σημαία από κάτι βρώμικα σεντόνια και τα μπλε ρούχα των ηλεκτρολόγων και είπαμε τον εθνικό ύμνο. Περάσαμε το βράδυ με την αμφιβολία αν ήμασταν στ’ αλήθεια ελεύθεροι ή αν θα ξαναγύριζαν οι Γερμανοί. Με την πρώτη ευκαιρία επιστρέψαμε στη Θεσσαλονίκη».

Arbeit macht frei. Η εργασία απελευθερώνει. Σύνθημα των Ναζί στις εισόδους των στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης
Μπέρι Ναχμία
«Στο Αουσβιτς η παραγωγή είναι θάνατος»
»H οικογένειά μου ζούσε στην Καστοριά. Οταν άρχισαν να έρχονται από τη Θεσσαλονίκη οι ειδήσεις για εκτοπισμό των Εβραίων, ο πατέρας μου με παρακάλεσε να πάω με τον αδελφό μου στα βουνά. Δεν φύγαμε. Μας μετέφεραν με φορτηγά στη Θεσσαλονίκη και από ‘κεί στο Αουσβιτς.
»Προχωρούσαμε προς τον σιδηροδρομικό σταθμό χωρίς δύναμη, ανθρώπινα κουρέλια, σαν αυτόματα, με τα σκυλιά να γαβγίζουν από πάνω μας. Αμπάρωσαν ως και 80 άτομα σε κάθε βαγόνι. Δώδεκα βαγόνια φορτώθηκαν στο άψε σβήσε. Κλειστοφοβία, ασφυξία, πείνα, δίψα. Στη Βιέννη, οι πόρτες δεν άνοιξαν, παρακαλούσαμε για νερό τις μαμάδες του κοντινού πάρκου, αλλά αυτές απαθείς δεν έριξαν ούτε ένα βλέμμα προς το μέρος μας.
»Μια γκρίζα χειμωνιάτικη μέρα φτάσαμε στο Αουσβιτς. Κακοντυμένοι άνθρωποι, με ριγωτές φόρμες, μας κοίταζαν παράξενα σαν να ερχόμαστε από κάποιον γνωστό αλλά μακρινό τους πλανήτη. Να κι οι καμινάδες. Θεέ μου, τι άσχημη μυρωδιά από καμένο!
»Εγινα το νούμερο 76859, φόρεσα τα ρούχα του στρατοπέδου, ένα φόρεμα με λεκέδες από φρέσκο αίμα και δύο παπούτσια, ένα αντρικό και ένα γυναικείο. Το φαγητό, ένα αηδιαστικό μαύρο ζουμί. Αισθάνθηκα κλονισμό. H φίλη μου η Ντόρα μου έδωσε το ψωμί της. “Αν θέλεις να σωθείς, ψάξε μια μεγάλη πηγή που έχει μέσα του ο άνθρωπος γεμάτη δύναμη” είπε. Οταν έμαθα για τα κρεματόρια, το μυαλό μου πήγε να σαλέψει, το ίδιο έπαθαν και οι άλλες. “Πού είμαστε;” ρωτούσαμε. “Στο Μπιρκενάου. Εδώ η παραγωγή είναι πέτρα. Στο Αουσβιτς είναι θάνατος”. Μας έβαλαν να κουβαλάμε ασήκωτες πέτρες ένα μίλι μακριά.
»Στην παράγκα μας έφερναν γυναίκες και από το μπλοκ 10, του Μέγκελε, χωρίς ωοθήκες, που πονούσαν φρικτά, έπαιρναν έγκυες για πειράματα. Με μετέφεραν για δουλειά στο “Κομάντο Κάναντα”. Δεν ήξερα τι ήταν μέχρι που βρέθηκα μπροστά σε σωρούς από βαλίτσες γεμάτες ρούχα, βουνά από γυαλιά, σεντόνια, κονσέρβες… Τα υπάρχοντα των ανθρώπων που έκαιγαν δίπλα.
»Στους σωρούς βρήκα ένα κεντητό σκέπασμα κρεβατιού, προίκα της ξαδέλφης μου Ρεβέκκας. Τον Ιανουάριο του ’45 ξεκινάμε την “κούρσα θανάτου”. Πράγα, Ράβενσμπρουκ, Ρέτσοβ. Την 1η Μαΐου ξυπνήσαμε και βρήκαμε τις πόρτες του στρατοπέδου ανοιχτές, οι Γερμανοί άφαντοι, στον αυτοκινητόδρομο περπατούσε πλήθος. Μπήκαμε με την ξαδέλφη μου ανάμεσά τους και δεν κοιτούσαμε πίσω από φόβο μήπως και ξαναβρεθούμε στην κόλαση.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.1.2005, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
»Εύα Καράσο
«Με έβαλαν να σκάψω τον τάφο μου»
»Γεννήθηκα στην Ουγγαρία. Εφτασα στο Αουσβιτς το 1944, ανυποψίαστη, και έγινα το νούμερο «8670031». Εψαξα αμέσως για την αδελφή μου, έτρεχα τη νύχτα στα μπλοκ με χίλιες προφυλάξεις. Δεν την αναγνώρισα αμέσως με ξυρισμένο το κεφάλι· χάλια.
»Της έδινα το φαγητό μου γιατί ήταν πολύ αδύνατη και μπορεί να την έπαιρναν στη διαλογή. Το βράδυ κοιμόμασταν 28 κοπέλες πάνω σε ένα σανίδι σαν σαρδέλες. Οταν ήθελε κάποια να γυρίσει πλευρό, γυρνούσαμε όλες μαζί. Μας πήγαν αλλού.
»Μεταφέραμε κορμούς δέντρων στο ποτάμι. Μια μέρα ένας αξιωματικός ζήτησε να του καθαρίσω το γραφείο και μου έδωσε ένα κόκκινο μαντίλι για να κρύβω το ξυρισμένο μου κεφάλι. Ετσι με πρόσεξε ο δεύτερος άντρας μου, ο Ιωσήφ Πέπο Καράσο, από τη Θεσσαλονίκη. Δεν καταλάβαμε πώς ήρθε ο έρωτας.
»Μια μέρα αρρώστησα, αυτός ανησύχησε και μου έστειλε ένα ραβασάκι. “Γιατί δεν ήρθες; Ι miss you… Ι love you…”. Δυστυχώς το έπιασαν οι Γερμανοί, ο Πέπος έφαγε 25 βουρδουλιές κι εμένα με έβαλαν να σκάψω τον τάφο μου. H αδελφή μου, που δούλευε καθαρίστρια στο σπίτι του διοικητή, έπεσε στα γόνατα και τον παρακάλεσε να τη σκοτώσει πρώτη. Περίεργο, αλλά αυτός, που δεν μπορώ να τον πω άνθρωπο, συγκινήθηκε.
»Μια μέρα ξεκινήσαμε για το Τιρόλο. Εξι μέρες περπατούσαμε στα βουνά χωρίς φαγητό και νερό. Εγώ κουβαλούσα στην πλάτη την αδελφή μου. Μόλις φτάναμε στο δάσος έξω από την πόλη θα μας σκότωναν. Ξαφνικά ακούσαμε πίσω μας τρομπέτες και τραγούδια, οι Γερμανοί παράτησαν τα όπλα και τρέχανε.
»Είδαμε τους Αμερικανούς. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι νιώσαμε. Φυλούσαμε το χώμα που πατούσαν. Αυτοί μας έδιναν κονσέρβες και σοκολάτες, το απότομο φαγητό σκότωσε πολλούς. Στο Τιρόλο μάς έδωσαν ένα σπίτι. Εκεί με βρήκε ο άντρας μου, υπήρχε ένας παπάς και παντρευτήκαμε αμέσως. Ηρθαμε στη Θεσσαλονίκη και ζούμε ευτυχισμένοι με τα παιδιά και τα εγγόνια μας.
»Ακούω να λένε κάποιοι ότι αυτά είναι παραμύθια και θέλω να τους πω: “Εγώ έρχομαι κατευθείαν από κει”. Να τους εξηγήσω πώς είναι να είσαι 20 χρονών χωρίς γονείς, παππούδες, θείους, ξαδέλφια. Στις δύσκολες στιγμές απλώς κοίταζα ψηλά στον ουρανό. Χειρότερες ήταν οι ερωτήσεις των παιδιών μου; “Μαμά, εμείς δεν έχουμε παππούδες και γιαγιάδες; Μόνοι μας είμαστε;”.

«Κακοντυμένοι άνθρωποι, με ριγωτές φόρμες, μας κοίταζαν παράξενα σαν να ερχόμαστε από κάποιον γνωστό αλλά μακρινό τους πλανήτη»
Ιάκωβος Καμπανέλλης
«O αέρας μύριζε καμένο κρέας…»
»Στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μαουτχάουζεν έμεινα κρατούμενος από το καλοκαίρι του 1943 ως το τέλος το πολέμου. H παραλαβή μας από τους Ες Ες έγινε ονομαστικά. Μπήκαμε σε πεντάδες. Ο αέρας μύριζε καμένο κρέας…
»Το χαλίκι του δρόμου ήταν ανάμεικτο με αποκαΐδια και κομμάτια κόκαλα. Ανάμεσα στο πρώτο κτίριο και στον τοίχο 265 πεθαμένοι ήταν αραδιασμένοι στο τσιμέντο, οι νεκροί της ημέρας.
»Στην παράγκα αριθμός 10 ο Γιοζέφ Μπαλίνα με συμβούλευσε, “εδώ μέσα για να γλιτώσεις χρειάζεται μια κρούστα τρέλας γύρω από το μυαλό”. Μπήκα στο συνεργείο για το φόρτωμα της άμμου. Στον δρόμο ήταν σωροί αποκαΐδια… Τα αποκαΐδια ήταν καλύτερο υλικό για την επίστρωση δρόμων από το ψιλό χαλίκι. Δεν λάσπωνε. Οπως και να το κάνουμε, ο άνθρωπος είναι πάντα το καλύτερο υλικό. Σχεδόν αναντικατάστατο.
»Οι Ες Ες στα στρατόπεδα σταδιοδρομούσαν, ανταγωνιζόμενοι ποιος θα είναι ο χειρότερος. Προτιμούσαν Εβραίους ή Ρώσους. Οι Ρώσοι, αιχμάλωτοι πολέμου, πάντα τραγουδούσαν. Τα τραγούδια τους ήταν οι εκκλησίες του Μαουτχάουζεν, εκεί μεταλαβαίναμε θάρρος.
»Τον Απρίλιο του ’44 φέρανε από το Νταχάου, όπου είχαν και τον Ζαχαριάδη, τον Αντώνη από τους Αμπελόκηπους. Μετά φέρανε ιταλούς αξιωματικούς που αρνήθηκαν τον Μουσολίνι και έναν άγγλο αξιωματικό, πολύ ψύχραιμο ως τη στιγμή που βρήκε στη σούπα του ένα κομμάτι κρέας που έμοιαζε με ανθρώπινο.
»Το Μαουτχάουζεν απελευθερώθηκε στις 5 Μαΐου 1945. Λίγο πριν από το μεσημέρι ένα θεόρατο αμερικανικό τανκ γκρέμισε την πύλη και μπήκε στον περίβολο. Ουρλιάζαμε, ξεσκίζαμε τα ρούχα μας, ταρακουνιόμασταν σαν δαιμονισμένοι, ποδοπατιόμασταν για να φτάσουμε κοντά στο τανκ. Ο καιρός φρονίμεψε τη χαρά μας, ήρθαν οι ημέρες για δουλειά.
»Ημουν στη Διεθνή Επιτροπή που βοηθούσε τους Αμερικανούς. Οργανώναμε ομάδες επιστροφής στις πατρίδες. Πολλοί ζητούσαν να πάνε κατευθείαν στην Παλαιστίνη. Πιστεύαμε τότε, μετά την πρωτοφανή τραγωδία, ότι οι Εβραίοι δικαιούνταν να αποκτήσουν μια πατρίδα.
»Πού να φανταστούμε ότι θα δημιουργούνταν μια νέα τραγωδία, αυτή των Παλαιστινίων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τι έγινε τότε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Γιατί ο Χίτλερ δεν ήταν δημιούργημα μόνο των συμπατριωτών του. Ευθύνη έχουν οι Αγγλοι, οι Γάλλοι και πολλοί άλλοι. Σήμερα πολλοί θαυμάζουν την Αμερική. Δεν παρομοιάζω την Αμερική με τη ναζιστική Γερμανία, λέω όμως ότι έχει έναν ηγέτη που δημιουργεί κινδύνους για την ανθρωπότητα».